Αυτό συμβαίνει αφ’ ενός, γιατί ο τόπος, που γεννιέται και μεγαλώνει κανείς ασκεί σε όλους τους ανθρώπους μια ιδιαίτερη έλξη και γοητεία, αφ’ ετέρου γιατί είναι πικρό το ψωμί της ξενιτειάς και τα ξένα απωθούν και φοβίζουν.
Όσοι, ωστόσο, πράττουν το αντίθετο, αναγκάζονται, ως επί το πλείστον, να το κάνουν είτε για ανεύρεση εργασίας και βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης, είτε για σπουδές και επαγγελματική αποκατάσταση, είτε, κυρίως, για λόγους ανωτέρας βίας, που δημιουργεί ένας πόλεμος ή ένα αυταρχικό καθεστώς. Γι΄ αυτό και οι αλλοδαποί διακρίνονται σε μετανάστες, που έχουν δυνατότητες και άλλων επιλογών, και σε πρόσφυγες, θύματα πολέμων ή πολιτικών διώξεων, οι οποίοι, επειδή δεν έχουν, πού την κεφαλήν κλίναι, μεταπολεμικά τουλάχιστον προστατεύονται από διεθνείς συνθήκες και διακρατικές συμφωνίες.
Είναι, επίσης, γεγονός ότι οι αλλοδαποί αλλού γίνονται περισσότερο ευπρόσδεκτοι, οπότε η προσαρμογή τους στη νέα κοινωνική πραγματικότητα επιτυγχάνεται ευκολότερα και αλλού λιγότερο, οπότε οι δυσκολίες προσαρμογής, όταν δεν απελαύνονται, είναι μεγαλύτερες. Αυτό εξαρτάται, βέβαια, και από τις δυνατότητες και την εν γένει κουλτούρα του λαού, στον οποίο προστρέχουν, από το πόσο μαζικές ή μη είναι οι μετακινήσεις τους αλλά και από το πόσο βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ανθεί ο εθνικισμός και ο ρατσισμός εναντίον των αλλοδαπών στον τόπο εισόδου τους.
Αναφορικά, τώρα, με τη στάση της χώρας και ημών απέναντι στους μετανάστες, στους πρόσφυγες και στους αλλοδαπούς, εν γένει, πρέπει να θυμίσω ότι: Οι Έλληνες, από συστάσεως Νεοελληνικού κράτους, ένιωσαν βαθιά στο πετσί τους τις συνέπειες της προσφυγιάς κυρίως, όμως, κατά την περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής, της γενοκτονίας των Ποντίων και της ανταλλαγής πληθυσμών, αλλά και όσο διαρκούσε ο εκτοπισμός των Ελλήνων από τα πάτρια εδάφη τους στις συγκρούσεις τους με τους Βουλγάρους, όταν αυτοί διεκδικούσαν να βγουν στο Αιγαίο.
Ακόμα-ακόμα, σε περιόδους όξυνσης των πολιτικών παθών εξαιτίας εμφυλίων σπαραγμών και ειδικότερα κατά την περίοδο 1945-1949 ή της χούντας των συνταγματαρχών, δεν ήταν λίγοι οι πολιτικοί πρόσφυγες, που φιλοξενήθηκαν, εγκαταστάθηκαν και ρίζωσαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Κάθε φορά, επίσης, που η χώρα μας αντιμετώπιζε προβλήματα ανεργίας και οικονομικές κρίσεις, πάρα πολλοί Έλληνες γεύτηκαν και γεύονται το ψωμί της ξενιτειάς περιπλανώμενοι σ΄ ανατολή και δύση. Γι’ αυτό και πολλές ελληνικές οικογένειες ξέρουν από πρώτο χέρι, τί θα πει ξενιτειά, τί θα πει γκέτο και τί θα πει να νιώθει κανείς πολίτης β’ κατηγορίας σε μια ξένη χώρα.
Πάνω απ’ όλα, όμως, οι Έλληνες στη συντριπτική μας πλειοψηφία είμαστε χριστιανοί Ορθόδοξοι και σαν τέτοιοι πρέπει να δείχνουμε το σεβασμό και την αγάπη μας και να εκφράζουμε έμπρακτα την αλληλεγγύη μας προς όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως δόγματος και φυλής, πολύ δε περισσότερο όταν αυτοί, όπως οι πρόσφυγες, μας εκλιπαρούν για κάτι τέτοιο.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, ο κοινωνικός αποκλεισμός αλλά και η παντός τύπου εκμετάλλευση των αλλοδαπών δεν ταιριάζει στους Έλληνες. Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι θα πρέπει η χώρα μας να λειτουργεί ως ξέφραγο αμπέλι για κάθε μετανάστη, ούτε να γίνεται αποθήκη προσφυγικών ψυχών, αλλά να δέχεται στα εδάφη της τόσους ξένους, όσους προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες και πάντα με τη συνδρομή των Μεγάλων, για να είναι σε θέση να τους εξασφαλίσει ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και να τους εντάξει ομαλά στην ελληνική κοινωνία.
Όσον αφορά, τέλος, το φόβο ορισμένων για αλλοίωση της σύνθεσης του ελληνικού πληθυσμού και τις συνέπειες, που μπορεί να προκύψουν από αυτή εξ αιτίας της εισόδου πολλών αλλοδαπών στη χώρα μας, θυμίζω, κατ΄ αρχήν, ότι η δύναμη του ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού πνεύματος είναι τόσο δυνατή, ώστε έκανε, κάποτε, τους Ρωμαίους κατακτητές μας να ομολογήσουν ότι, ενώ αυτοί μας νίκησαν με τα όπλα, οι Έλληνες καταφέραμε να τους νικήσουμε με τον πολιτισμό, αλλά και ότι το ελληνικό φρόνημα δεν κάμφθηκε ούτε κατά τη διάρκεια της μακραίωνης τουρκικής σκλαβιάς, ενώ οι ξένοι οι μετέχοντες της ελληνικής παιδείας, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αφομοιώνονται και πολλοί απ’ αυτούς γίνονται περισσότερο Έλληνες και από τους Έλληνες, για να μην ξεχνάμε και τους Φιλέλληνες.
Γι΄ αυτό και στη σημερινή έξαρση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ρεύματος στον τόπο μας δε χρειάζεται ούτε υπέρμετρη ανησυχία ούτε ακραίες ρατσιστικές και εθνικιστικές συμπεριφορές, παρά μόνο επαγρύπνηση, σύνεση, ανθρωπιά και εφαρμογή των διεθνών κανόνων δικαίου σκεπτόμενοι, πάντα, ότι στη θέση αυτή θα μπορούσε να ήμασταν εμείς.
Από τον Κώστα Γιαννούλα