Η δε Μουσουλμανική Ένωση Ελλάδας δίνει κάπως υπερβολικά τον διπλάσιο αριθμό, περίπου 1.000.000 άτομα, από τα οποία οι 700.000 ζουν στην Αττική.
Λόγω της συνεχιζόμενης αθρόας λαθρομετανάστευσης, φυσικά, δεν υπάρχουν ακριβείς και έγκυροι αριθμοί. Αλλά ακόμα και να δεχθεί κανείς το ποσοστό του 4,9% αυτό σημαίνει, ότι το μουσουλμανικό στοιχείο μέσα σε 20 χρόνια έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί. Για το 2030 προβλέπει η ίδια έκθεση του Pew Forum on Religion and Public Life, το ποσοστό να φτάσει το 6,9%. Καμία ευρωπαϊκή χώρα, προφανώς, δεν παρουσιάζει έστω κατά προσέγγιση ανάλογους με την Ελλάδα ρυθμούς αύξησης του μουσουλμανικού στοιχείου.
Επιπλέον, για μια σωστή εκτίμηση της κατάστασης στην Ελλάδα πρέπει να συνυπολογιστεί στους αριθμούς αυτούς το γεγονός, ότι έστω και μια μικρή μερίδα αυτών των μουσουλμάνων, οι οποίοι στο 90% είναι Σουνίτες, πρόσκεινται φιλικά σε εξτρεμιστικές ισλαμικές οργανώσεις, όπως τη Μουσουλμανική Αδελφότητα της Αιγύπτου, την Πακιστανική οργάνωση Jamaate Islami, ή την Σουνιτική σέκτα των Σαλαφιστών – Ουαχαμπιτών, από την οποία προήλθε η Αλ-Κάιντα και άλλες Σουνιτικές ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις. Οι Σιίτες, οι οποίοι θεωρούνται πιο μετριοπαθείς θρησκευτικά, δυνητικά μπορεί να γίνουν επικίνδυνοι λόγω της δράσης της Πρεσβείας του Ιράν στην Αθήνα και πυρήνων της Λιβανέζικης Σιιτικής τρομοκρατικής οργάνωσης Χεζμπολάχ (Κόμμα του Αλλάχ). Η Μουσουλμανική Ένωση Ελλάδας που, όπως υποστηρίζει, εκπροσωπεί όλους τους Μουσουλμάνους που κατοικούν στην Ελλάδα κι έχει φιλικές σχέσεις με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και την Τουρκική ισλαμιστική μη κυβερνητική οργάνωση με την επωνυμία ΙΗΗ.
Επίσης ιδιαίτερα φιλικά προς την ισλαμιστική οργάνωση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας πρόσκειται και το Ελληνο-Αραβικό Μορφωτικό και Πολιτιστικό Κέντρο στο Μοσχάτο, όπου στους χώρους του στεγάζει άτυπο τζαμί για περίπου 3.000 πιστούς. Το Κέντρο είναι μέλος της (FIOE), που με έδρα τις Βρυξέλλες, συντονίζει τις δράσεις των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Ευρώπη. Ο δε επικεφαλής του Islami Forum Αμπούλ Μπασάρ, οργάνωσης με διασυνδέσεις με τη Jamaat e Islami, έχει ήδη εισχωρήσει στην Ελληνική πολιτική σκηνή. Αυτή η ιλιγγιώδης αύξηση του μουσουλμανικού στοιχείου και γενικά η αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης της Ελληνικής κοινωνίας προφανώς οφείλεται στην παντελή απουσία μεταναστευτικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες.
Εάν δε οι εξελίξεις αυτές συνδυαστούν με την ταυτόχρονη προβολή τόσο της νεωτεριστικής θεώρησης της ιστορίας όσο και του πολυπολιτισμικού μοντέλου για την Ελληνική κοινωνία δεν μπορεί κανείς παρά να καταλήξει, ότι δεν πρόκειται απλώς για μια παράλειψη εκ μέρους των πολιτικών αλλά για επιδίωξη. Άλλωστε, στο Νεοελληνικό Κράτος η αλλοίωση της Ορθόδοξης Χριστιανικής ταυτότητας αποτελεί μόνιμο στόχο των πολιτικών ηγεσιών της χώρας από τον Καποδίστρια και εξής. Τώρα η πληθυσμιακή αλλοίωση στέκεται και αυτή αρωγός στην επιδίωξη αυτή. Για να επιτελεστούν οι αλλαγές αυτές, και μάλιστα με ταχύτατους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, ήταν απαραίτητη η διαστροφή και εν πολλοίς απάλειψη της ιστορικής μνήμης, που το έργο αυτό έχουν αναλάβει από την δεκαετία του `90 οι ανιστόρητοι εκσυγχρονιστές της Ιστορίας.
Ιδιαίτερες προσπάθειες έπρεπε να καταβληθούν στην ιστορική μνήμη που αφορά τις εμπειρίες του υπόδουλου Ελληνισμού με το Ισλάμ όπως το ζήτημα της αποδέσμευσης της Εκκλησίας από την χρονική συνέχεια του Ελληνισμού. Έτσι μας έμαθαν – παρά την μεγάλη πληθώρα αντίθετων αποδεικτικών στοιχείων – ότι δεν υπήρξε το Κρυφό Σχολειό, ότι οι Χριστιανοί Έλληνες δεν υποφέρανε επί Τουρκοκρατίας, ότι η συμβολή της Εκκλησίας στην Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν καθοριστική, ότι δεν δόθηκε μέσω αυτής το επίσημο έναυσμα για την Επανάσταση (αμφισβήτηση της Αγίας Λαύρας), ότι το 1922 οι συνωστισμένοι στο λιμάνι της Σμύρνης έκαναν τουρισμό, ότι δεν επιχειρήθηκε ποτέ η εξόντωση του Ελληνικού στοιχείου στη Μικρασία κ.ά.
Με άλλα λόγια η σημερινή πολιτική ηγεσία υποστηρίζει, ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει φόβος ή έστω προβληματισμός για την εκρηκτική αυτή αύξηση του μουσουλμανικού στοιχείου. Άλλωστε, όπως υποστηρίζεται, υπάρχει η δική μας πολιτιστική ανωτερότητα που μέσω του μοντέλου του άθρησκου, στην πράξη άθεου κράτους είναι σε θέση να περιλάβει και να αφομοιώσει όλες αυτές τις τάσεις. Κανένας κίνδυνος δεν προέρχεται από οποιαδήποτε μειονότητα ή από τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της κοινωνίας. Αντίθετα, η προβολή και καλλιέργεια της Ελληνορθόδοξης συνείδησης και ταυτότητας ελλοχεύει τον κίνδυνο του ρατσισμού και φανατισμού, μας πηγαίνει πίσω στο μεσαίωνα.
Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο
* Ο Γεώργιος Ν. Ξενόφος, είναι λογοτέχνης- ποιητής, ιστορικός μελετητής, συγγραφέας