Η θέση ότι κάποιο κράτος-μέλος μπορεί να παραμείνει εντός της ΕΕ αποχωρώντας από την ευρωζώνη, βασίζεται, κατά τους υποστηριχτές της, στη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Στο άρθρο 50 της Συνθήκης σημειώνεται ειδικότερα, ότι «κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς κανόνες».
Γίνεται σαφές λοιπόν από τα προαναφερθέντα, ότι το θέμα της αποχώρησης είναι αποτέλεσμα εσωτερικών διεργασιών και μόνο, του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.
Επιπλέον, η συμμετοχή στο ευρώ αποτελεί έκφραση ενισχυμένης συνεργασίας, στο πλαίσιο της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, η απόρριψη των κανόνων που διέπουν μια τέτοια συνεργασία, δεν συνεπάγεται την αποχώρηση από την ΕΕ.
Η παραπάνω όμως ερμηνεία δεν είναι και η μόνη. Εξίσου, αν όχι πιο ισχυρή, φαίνεται η θέση κατά την οποία η αποχώρηση από το ευρώ μπορεί να οδηγήσει, στην έξοδο από την ΕΕ. Και αυτό προκύπτει τόσο από την ευάλωτη οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η χώρα όσο από τη δεύτερη ανάγνωση κάποιων άρθρων της Συνθήκης.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι η Ελλάδα θέλει να κάνει χρήση ενός ανύπαρκτου δικαιώματος, καθώς δεν προβλέπεται κάπου στις Συνθήκες, αυτού της αποχώρησης από το ευρώ. Οι εταίροι μας όμως, μπορούν να δεχθούν το εν λόγω δικαίωμα αλλά υπό προϋποθέσεις, που θα θέσουν οι ίδιοι, έχοντας ως δεδομένο ότι μια τέτοια λύση δεν μπορεί να επιβληθεί στην Ελλάδα, λόγω απουσίας σχετικών διατάξεων.
Ποιες μπορεί να είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Οι τελευταίες προσδιορίζονται από την οικονομική κατάσταση της όποιας ενδιαφερομένης χώρας. Ειδικότερα, μια χώρα, που φθάνει σε σημείο αποχώρησης από το ευρώ, χρειάζεται συνάλλαγμα για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες της όπως π.χ. το εισαγωγικό της εμπόριο.
Με την αποχώρηση λοιπόν ενός κράτους μέλους από το ευρώ, η Κεντρική του Τράπεζα πρέπει να διαθέτει υψηλά συναλλαγματικά αποθέματα. Στην περίπτωση αυτή, έχει πολλές πιθανότητες, εφόσον δεν παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ –στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην αναστολή των δικαιωμάτων του (άρθρο 7 της Συνθήκης της Λισσαβόνας)– να αποχωρήσει από το ευρώ χωρίς την έξοδο από την ΕΕ.
Αν το κράτος έχει όμως έλλειψη συναλλάγματος, τότε μπορεί να αρχίσει το παζάρι της εξόδου από την ΕΕ, εξέλιξη που βασίζεται, εκτός των άλλων, και στο άρθρο 122 της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Το άρθρο αυτό προβλέπει «υπό ορισμένους όρους, χρηματοδοτική ενίσχυση στην περίπτωση που κράτος μέλος… αντιμετωπίζει δυσκολίες… που εκφεύγουν από τον έλεγχο του». Η αποχώρηση από το ευρώ σε συνδυασμό με την έλλειψη συναλλάγματος μπορεί να θεωρηθεί λοιπόν ως έκτακτη με ελέγξιμη περίσταση.
Κάνοντας χρήση της λογικής που εισάγει αυτό το άρθρο της Συνθήκης, οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ μπορούν να δώσουν την ακόλουθη λύση απέναντι σε μια οικονομία υπό κατάρρευση. Θα χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία (κατά το άρθρο 122 ή στο πλαίσιο μιας πολιτικής απόφασης) ανταλλάσσοντας την διευκόλυνση αυτή με την έξοδο της χώρας από την ΕΕ, κάτι που ή ίδια χώρα θα αναγκαστεί να ζητήσει (κατά το άρθρο 50). Η προαναφερθείσα ερμηνεία μπορεί να είναι η κυρίαρχη αντίληψη της «υπό ορισμένους όρους χρηματοδότησης» του άρθρου 122.
Η άποψη αυτή ίσως ηχεί υπερβολική. Κάποιοι την χαρακτηρίζουν ως πραξικόπημα και απαράδεκτη εξέλιξη, αφού κινείται εκτός του Ευρωπαϊκού πνεύματος. Όπως όμως και αν χαρακτηρίζεται, δεν παύει από το να εκφράζει μια ρεαλιστική αντίληψη.
Δεν κρίνεται απαραίτητο να συζητήσουμε τις προεκτάσεις μιας τέτοιας επιλογής εξόδου από την ΕΕ στα θέματα εξωτερικής πολιτικής (βλ. Τουρκία, Σκόπια κ.λπ.) και όχι μόνο (βλ. ενισχύσεις εκ μέρους του κοινοτικού προϋπολογισμού), καθώς θεωρούνται αυτονόητες οι όποιες δυσμενείς της επιπτώσεις. Σε περίπτωση όμως ενός τέτοιου ατυχήματος, παύει να ισχύει η «ομπρέλα» που προσφέρει στη χώρα τόσο η Συνθήκη της Λισσαβόνας (Βλ. παραδείγματος χάρη άρθρα 21 και 42), όσο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
* Του Δημήτρη Μάρδα, βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ, Β΄ Θεσσαλονίκης
τ. αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών