Οι παθογένειες, ειδικότερα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εντοπίζονται ήδη δεκαετίες πριν, με τα διαρκώς μεταβαλλόμενα εκπαιδευτικά συστήματα και την παραπαιδεία να αποτελούν διαχρονικά χαρακτηριστικά της. Τα τελευταία χρόνια όμως, η εικόνα οπισθοδρόμησης και παρακμής γίνεται όλο και εντονότερη και τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται , ως αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης. Το ελληνικό σχολείο καθίσταται έτσι ανεπαρκές, ανίκανο να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις.
Από τις σχολικές αίθουσες λείπουν όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα ώστε να χαρακτηριστεί η εκπαιδευτική διαδικασία επιτυχημένη. Κακοπληρωμένοι, γερασμένοι καθηγητές , ένα σημαντικό ποσοστό των οποίων δε διαθέτει ούτε τα προσόντα ούτε και τη διάθεση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του επαγγέλματός του, ενώ έρευνες δείχνουν πως το 2010, το 12% των εκπαιδευτικών αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα που τους καθιστούσαν ακατάλληλους για διδασκαλία, ποσοστό που σήμερα έχει αυξηθεί, λόγω του άγχους που προσέθεσε η οικονομική κρίση στο σύνολο των πολιτών. Ταυτόχρονα, ελλείψει αξιολόγησης , αποδεικνύεται δύσκολο να εντοπιστούν προβληματικές περιπτώσεις στα σχολεία, έργο που εκ των πραγμάτων ανατίθεται αποκλειστικά στην κρίση διευθυντών και καθηγητών, οι οποίοι όμως συχνά ,στο πλαίσιο ίσως μίας συναδελφικής αλληλεγγύης, εθελοτυφλούν ακόμα και έπειτα από καταγγελίες γονέων και μαθητών. Η ατιμωρησία συνεχίζεται όμως και από ανώτερες αρχές, φέρνοντας έτσι ολόκληρες γενιές μαθητών αντιμέτωπες με αδιάφορους, προβληματικούς ή που χρήζουν ψυχιατρικής βοήθειας καθηγητές, οι οποίοι επιστρέφουν στις τάξεις μετά από μία απλή επίπληξη ή τοποθέτηση σε άλλη σχολική μονάδα, για να αποτελέσουν το πρόβλημα ενός άλλου διευθυντή.
Τη στιγμή που η ανεργία των νέων ξεπερνά το 40% στην Ελλάδα , στερούμε από πλήθος νέων ανθρώπων τη δυνατότητα να διδάξουν, αναζωογονώντας το ελληνικό σχολείο με τις γνώσεις και το μεράκι τους, εισάγοντας νέες μεθόδους διδασκαλίας και εντάσσοντας στην εκπαιδευτική διαδικασία τη χρήση ψηφιακών μέσων, όπως υπολογιστές και προτζέκτορες.
Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι απλοί δημόσιοι υπάλληλοι , κι αυτό αποτελεί μία αλήθεια που οι ανώτατοι άρχοντες αρνούνται πεισματικά να αναγνωρίσουν. Οι αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα και οι μηδενικοί διορισμοί που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια αποτελούν πλήγματα για την εκπαίδευση ,σε μια εποχή που η παιδεία αποτελεί τη μοναδική ασφαλή επένδυση για ένα αισιόδοξο μέλλον. Υπάρχουν δυνατές λύσεις, όπως η δυνατότητα ανάθεσης ικανού αριθμού ωρών διοικητικού έργου και αντίστοιχης αποδέσμευσης από διδακτικά καθήκοντα, για εκπαιδευτικούς της σχολικής μονάδας , σε συναινετική βάση (κατά προτεραιότητα των μεγαλύτερων σε ηλικία ή όσων αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας).Ωστόσο, κανείς δε φαίνεται πρόθυμος να τις υλοποιήσει.
Τα παραπάνω είναι απλά κάποιες σκέψεις που φιλοδοξούν να συμβάλλουν στην έναρξη ενός ευρύτερου, γόνιμου διαλόγου για τον εντοπισμό των λειτουργικών προβλημάτων και ελλείψεων του δημοσίου σχολείου και την εξεύρεση πιθανών λύσεων. Ο παραγκωνισμός της ανθρωπιστικής παιδείας και η διαμόρφωση του σχολικού προγράμματος όχι με βάση τις παιδαγωγικές ανάγκες των μαθητών, αλλά προς «εξοικονόμηση» καθηγητών, στα πλαίσια δημοσιοοικονομικών περικοπών αποτελούν επίσης ανησυχητικά ζητήματα. Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια για την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος και την επιτυχία οποιασδήποτε μεταρρύθμισής του ,είναι η αντιμετώπιση του από τα κέντρα λήψης αποφάσεων όχι ως περιττή δαπάνη αλλά ως επένδυση για το μέλλον της χώρας μας.
Από την Ολυμπία Γαϊτανίδου, μαθήτρια της Β’ Λυκείου