Προχωρούσα με το ποδήλατο κάπου στο κέντρο. Όπως κάθε Παρασκευή αργά το μεσημέρι πάω σούπερ μάρκετ για τα ψώνια του Σαββατοκύριακου. Οι περισσότεροι συμπολίτες μου, βέβαια, προτιμούν να πάνε Σάββατο. Το έχουν καθιερώσει σαν μια έξοδο. Πάνε στα μαγαζιά σέρνοντας μαζί τους τα παιδιά. Δεν έχουν πού να τα αφήσουν; Μπορεί. Πάντως, είναι και χρήσιμο. Πρέπει να εκπαιδευτεί η επόμενη γενιά καταναλωτών. Το χρήμα να γυρνάει…
Εγώ πάλι δεν το αντέχω, δεν το άντεχα ποτέ. Αυτή η μαζική... έφοδος στα σούπερ μάρκετ, πότε για τα Χριστούγεννα, πότε για το Πάσχα ή για κάτι τριήμερα σαν την Καθαρά Δευτέρα και την Πρωτομαγιά, μου προξενούσε σχεδόν αγοραφοβία. Την Παρασκευή, ή κάποια άλλη καθημερινή αντιθέτως, ψωνίζεις με άνεση, με χαλαρότητα. Σκέφτεσαι τι ακριβώς χρειάζεσαι, δεν κάνεις περιττά έξοδα από βιασύνη. Κοιτάς τιμές, συγκρίνεις, βρίσκεις ευκαιρίες που όλο και σε κάνουν να χαίρεσαι… Με τι νομίζεις χαίρεται ο άνθρωπος; Να, με κάτι τέτοια μικρά.
Συνέχισα να κινούμαι με το ποδήλατο, μάλλον αφηρημένα. Στον αυτόματο πιλότο, κανονικά. Κάθε μέρα η ίδια σισύφεια διαδρομή, ούτε που προσέχω πια τα κλειστά μαγαζιά με τα ξεθωριασμένα «Ενοικιάζεται» ούτε έναν τύπο που έχει στήσει έναν πάγκο στον πεζόδρομο της Ερμού και πουλάει λαχεία. Προσπέρασα μάλλον γρήγορα την πιάτσα των ταξί, όπου οι «ταρίφες» το είχαν ρίξει στο κουβεντολόι για να ξεχάσουν την αναδουλειά. Προσπέρασα και τα κουρασμένα, στενοχωρημένα πρόσωπα των ανθρώπων. Έτσι κι αλλιώς αρκετή δόση θλίψης είχα πάρει πριν από λίγο διαβάζοντας στο κινητό τις τελευταίες ειδήσεις, σύμφωνα με τις οποίες, αν δεν κλείσει η Β’ αξιολόγηση στις 6 Φεβρουαρίου, θα πάμε για τις 20 του μηνός, και αν όχι και τότε... Άστα καλύτερα. Στις 6, στις 20 Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, ημερομηνίες και πάλι ημερομηνίες, που θυμίζουν ημερομηνίες... λήξεως μιας χαλασμένης χώρας όπου όλα, μα όλα, οι ζωές μας, οι χαρές μας, οι αγωνίες και τα άγχη, οι ελπίδες και οι προσδοκίες μας, όλα έχουν τεθεί υπό προθεσμία.
Στο σούπερ μάρκετ η κίνηση ήταν υποτονική- καλύτερα δεν λες;. Ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι από τη γειτονιά μας. Γνωρίζω αρκετούς φατσικά αλλά δεν έχουμε ποτέ συστηθεί. Η γειτονιά έχει μεγαλώσει μετά την επέλαση των εργολάβων στα χρόνια της αντιπαροχής και οι άνθρωποι δεν το ‘χουν πια συνήθειο να ρωτάνε ποιος είσαι ή από πού έρχεσαι… Η αποξένωση των πόλεων, εντάξει, ας το δεχθούμε…
Ξέρω πάντως ότι εκείνος εκεί στο βάθος που ψωνίζει είναι Αλβανός, «μάστορας» (κατά δήλωσή του), που σου φτιάχνει ό, τι μερεμέτι θες- απ’ όλα ξέρει (κατά δήλωσή του επίσης), και τα καταφέρνει, αρκεί να μην είσαι πολύ σχολαστικός. Δουλειές «δεν ύπαρχαν» όμως, μου είχε πει, έφυγε για Αλβανία, «τα ίδια χάλια κι εκεί», ξαναγύρισε… Επίσης διέκρινα τον κ. Μ. συνταξιούχο γυμναστή, που έχει αναλάβει όλα τα ψώνια της οικογένειας, και συνεπώς είναι τακτικός στο κατάστημα. Μεταξύ μας, ξέρω, δηλαδή... αυτός μου είπε, ότι διακριτικά όλο και ψωνίζει κάτι παραπάνω… Τα παιδιά βλέπεις… Δεν έχουν σταθερή δουλειά, κι όσο να πεις τα σπίτια όλο και έχουν ανάγκες…
Όλοι οι άλλοι μου ήταν παντελώς άγνωστοι. Ψώνιζαν μηχανικά, κάποιοι κοίταζαν τις τιμές πολλές από τις οποίες αυξήθηκαν και πάλι λόγω ανόδου της φορολογίας από 1/1/2017 –το είπαν και στην τηλεόραση, το εμπεδώσαμε.
Γέμισα δυο σακούλες ψώνια, τα βασικά- δεν είναι οι καιροί για πολυτέλειες. Έχω καταλήξει σε συγκεκριμένα είδη και συγκεκριμένες φίρμες, ξέρω πάνω – κάτω και τις τιμές τους και ψωνίζω σχεδόν μηχανικά. Επίσης, εδώ και καιρό, κοιτάζω και τις προσφορές τους, κάτι που άλλοτε περιφρονούσα- διότι έτσι εξοικονομείς χρήματα. Έτσι, μπορώ κα επιτρέπω στον εαυτό μου μια μικρή πολυτέλεια. Δηλαδή, κάθε Παρασκευή αγοράζω ένα καλό μπουκάλι λευκό κρασί, της αγαπημένης μου ποικιλίας «chardonnay». Και νιώθω λίγο... άνθρωπος.
Φόρτωσα τις σακούλες στο ποδήλατο και ξεκίνησα για το σπίτι. Προσπέρασα στον δρόμο και πάλιν άγνωστους ανθρώπους… Προσπάθησα επίσης να αποφύγω μια λακκούβα του δρόμου αρκετά επικίνδυνη. Άνοιξε πέρυσι, αλλά με τα χιόνια διευρύνθηκε και τα συνεργεία του Δήμου δεν πρόλαβαν να την αποκαταστήσουν...
Δεν ξέρω πώς μου έφυγε το τιμόνι από τα χέρια… Το κακό, δεν το παίρνεις είδηση σαν έρχεται… Δεν ξέρω επίσης πώς βρέθηκα μέσα στη λακκούβα… Ούτε και πώς το ποδήλατο δίπλωσε… Μόνο είδα τις σακούλες να σχίζονται, και στο οδόστρωμα να ξεχύνονται τα γιαουρτάκια, οι φέτες του τοστ και το τυρί, ένα πακέτο μακαρόνια, οι οδοντόκρεμες (μία συν μία δώρο), και ό,τι άλλο είχα αγοράσει. Τυχερός στην ατυχία μου, βρέθηκα και ο ίδιος καταγής, χωρίς σοβαρό ωστόσο χτύπημα…
Επίσης δεν πρόλαβα να καταλάβω πώς μια παρέα από νέα παιδιά, άγνωστα σε μένα –να ήταν μαθητές Λυκείου;- έτρεξαν καταπάνω μου. Σας σίφουνες… Με σήκωσαν την ίδια στιγμή, μάζεψαν τα πράγματά μου και το ποδήλατο και έδεσαν πρόχειρα τις σακούλες,
- Χτυπήσατε; Θέλετε να πάμε τα πράγματα στο σπίτι;
Τους ευχαρίστησα… Δεν ήταν ανάγκη, δεν χρειάστηκε άλλη βοήθεια.
Χαιρετηθήκαμε. Και σαν χάνονταν στο βάθος της οδού Γεωργιάδου, ένιωσα μια ζεστασιά. Σ’ αυτόν τον τόπο, μπορείς ακόμη να πέφτεις και να σπεύδουν να σε σηκώσουν, η ευγένεια και η ανθρωπιά είναι πάντα εδώ, σαν ένα λουλουδάκι που έχει κατορθώσει να φυτρώσει πάνω σ’ έναν βράχο, σηματοδοτώντας πως υπάρχει ζωή και πως η ελπίδα δεν απέλειπε…
Δεύτερη τύχη μέσα στην ατυχία ήταν πως τα ψώνια δεν έπαθαν τίποτε, ιδιαίτερα δε σώθηκε και δεν έσπασε το μπουκάλι με το λευκό «chardonnay».
Κι εγώ, υποσχέθηκα να το πιω στην υγειά τους…
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr