Η μελέτη διενεργήθηκε υπό τη μορφή έρευνας με 41 ερωτήσεις πάνω σε τρία βασικά θεματικά πεδία- τη θέση της Τουρκίας στον κόσμο, την ελληνική εξωτερική πολιτική και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Προηγήθηκε άλλη μελέτη/έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιοποιήθηκαν τον Νοέμβριο του 2014, που διεξήγαγα με τον συνάδελφό μου Κώστα Υφαντή από το Πάντειο Πανεπιστήμιο για λογαριασμό του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics για τις αντιλήψεις των ελληνικών ελίτ για την τουρκική εξωτερική πολιτική και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτοί που συμμετείχαν στις δύο έρευνες ήταν εκπρόσωποι της ελίτ από τις ακόλουθες κατηγορίες: επιχειρήσεις, δημοσιογραφία, διπλωματία, στρατός, πολιτική, ακαδημαϊκός κόσμος.
Το γεγονός ότι η έρευνα εστιάζει στις ελίτ και όχι στην κοινή γνώμη αντανακλά το επιχείρημα, ότι ο συναγωνισμός μεταξύ των διαφόρων ομάδων στις ελίτ όχι μόνο διαμορφώνει την κοινή γνώμη αλλά συμβάλλει και στη διαμόρφωση πολιτικής. Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική και τη διαμόρφωσή της, οι αντιλήψεις των ελίτ είναι ακόμη πιο σχετικές δεδομένης της "υψηλής πολιτικής" και συνεπακόλουθα των εμπιστευτικών, ειδικών και ενίοτε μυστικών πτυχών στη χάραξη πολιτικής. Επομένως, οι ελίτ διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό την κοινή γνώμη όσον αφορά την εξωτερική πολιτική καθώς πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές ελίτ συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία χάραξης της πολιτικής.
Από την άλλη πλευρά, σε προηγμένες δημοκρατίες, η κοινή γνώμη μπορεί να διαμορφώσει τη συμπεριφορά και τη δράση των ελίτ στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής λόγω της υιοθέτησης παγκόσμιων αξιών, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα που υπαγορεύονται κατ εξοχήν από την ίδια την κοινωνία. Το εάν τα προαναφερόμενα έχουν εφαρμογή στην περίπτωση της Τουρκίας και, σε μεγαλύτερο βαθμό, στην Ελλάδα, είναι αμφίβολο.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι απόψεις των ελίτ αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις για τον "άλλον" δεδομένης της συνεχούς αδυναμίας να υπάρξει κάποιου είδους μακροπρόθεσμη συμφωνία σε ζητήματα που χωρίζουν τις δύο χώρες, παρά τη διαδικασία επαναπροσέγγισης, που ξεκίνησε το 1999. Ακολουθούν ορισμένα βασικά ευρήματα που αντανακλούν τον τρόπο σκέψης των ελίτ και στις δύο χώρες. Πρώτο βασικό εύρημα είναι πως υπάρχει ισχυρή στήριξη στη διαδικασία επαναπροσέγγισης και στις δύο πλευρές, με το 89% της τουρκικής ελίτ και το 63,5% της ελληνικής να τάσσονται υπέρ.
Από την άλλη πλευρά, το επίπεδο εμπιστοσύνης απέναντι στον "άλλον" είναι ιδιαίτερα χαμηλό- στο περίπου 28% για την τουρκική ελίτ και στο 11,4% για την ελληνική. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι προφανές πως επηρεάζει πτυχές-κλειδιά στις διμερείς σχέσεις. Από την τουρκική οπτική, φαίνεται να υπάρχει μια σχεδόν άμεση συσχέτιση μεταξύ του αντιληφθέντος ρόλου και της σημασίας της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την έλλειψη εναλλακτικών και της ανάγκης της Τουρκίας για μεγαλύτερο ρόλο στη διεθνή σκηνή (71,5%) και της απομάκρυνσής της από τη Δύση (79,1%). Ενώ το 47,7% των Τούρκων ερωτηθέντων θεωρούν την Ελλάδα σημαντικό κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 66,3% πιστεύει πως η Ελλάδα μπορεί να επηρεάσει τη διεθνή πολιτική επειδή είναι μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Το δε 84% θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν έχει άλλη εναλλακτική από το να ανήκει (ως κράτος-μέλος) στην ΕΕ. Ειδικότερα, το 50,6% της τουρκικής ελίτ θεωρεί το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε. συνιστά απειλή για την Τουρκία. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι μόλις το 25% πιστεύει πως η Ελλάδα στηρίζει σταθερά την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. σε αντίθεση με το 51,6% της ελληνικής ελίτ που πιστεύει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει σταθερά την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Επιπροσθέτως, τόσο η τουρκική όσο και η ελληνική ελίτ υπογραμμίζουν την εξαιρετική σημασία του Κυπριακού ζητήματος στην επίλυση των διμερών ζητημάτων- σε ποσοστό 95,9% η τουρκική ελίτ και 94,2% η ελληνική. Κι ενώ το 52,3% της τουρκικής ελίτ θεωρούν ότι η Τουρκία είναι ένας εποικοδομητικός παίκτης στη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, το 72,9% πιστεύει ότι η Ελλάδα δεν είναι.
Ως συνέπεια αυτής της έλλειψης εμπιστοσύνης, το 41,9% της τουρκικής ελίτ και το 47% της ελληνικής θεωρούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ούτε καλές ούτε κακές, ενώ το 53,5% της τουρκικής ελίτ και το 47% της ελληνικής κρίνουν πως μια κρίση ανάμεσα στις δύο χώρες την επόμενη πενταετία είναι απίθανη ή μάλλον απίθανη.
Τι δείχνει μια γρήγορη ανάγνωση των παραπάνω αποτελεσμάτων; Αποδίδουν περιληπτικά αυτό που θα αποκαλούσα μια Ψυχρή Ειρήνη μεταξύ των δύο χωρών, όχι μια διαδικασία επαναπροσέγγισης, που ποτέ δεν έχει σωστά επισημοποιηθεί πέραν των διμερών επαφών σε υψηλό επίπεδο και μια εκπεφρασμένη βούληση για ανάπτυξη του διμερούς εμπορίου και των άμεσων ξένων επενδύσεων. Δείχνουν (τα αποτελέσματα) μια Ψυχρή Ειρήνη όπου υπάρχει απροθυμία ή αδυναμία επίλυσης εξεχουσών διενέξεων και βημάτων προόδου προς την υπογραφή μιας Συνθήκης Ειρήνης και Συνεργασίας, όπως έκαναν η Γαλλία και η Δυτική Γερμανία το 1963. Αυτή η αποδοχή της διατήρησης του εν λόγω status quo, έχει τους κινδύνους της καθώς π.χ. όσο περισσότερο οι σχέσεις μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας παραμένουν σε τεντωμένο σχοινί, τόσο η ελληνική στρατηγική για τη στήριξη της προσπάθειας της Τουρκίας να ενταχθεί στην Ε.Ε. γίνεται λιγότερο αποτελεσματική και κατ ουσίαν καθιστά πιο περίπλοκες τις διμερείς σχέσεις. Το status quo αντικατοπτρίζει, επίσης, την αυξανόμενη αποσύνδεση των ελίτ με τμήματα της κοινωνίας.
Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο πλαίσιο του Κυπριακού, που και οι δύο πλευρές βλέπουν ως προοίμιο οποιασδήποτε βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων (μια υπόθεση μετατόπισης ευθυνών ίσως;). Στην Κύπρο, το γεγονός ότι οι συνομιλίες προχώρησαν τόσο πολύ τους τελευταίους μήνες οφείλεται εν μέρει σ ένα αυξανόμενο τμήμα της κυπριακής κοινωνίας των πολιτών (και από τις δύο πλευρές) που δεν διστάζει να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του με το status quo. Το εάν η Αθήνα και η Άγκυρα το κατανοούν αυτό και θα μπορέσουν τελικά να συμβάλουν θεμελιακά σε μία ειρηνική επίλυση του κυπριακού ζητήματος, που δεν θα διαταραχθεί από φήμες, αρνητικό διάλογο και έλλειψη εμπιστοσύνης, αυτό είναι κάτι που απομένει να φανεί. Οι αντιλήψεις των ελίτ δείχνουν ότι κάτι τέτοιο είναι επιτακτικό καθώς η διατήρηση του status quo ελλοχεύει πάρα πολλούς κινδύνους.
[Και οι δύο έρευνες είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, http://www.khas.edu.tr/cies/231 ]
Του Δημήτρη Τριανταφύλλου, αναπληρωτή καθηγητή, διευθυντή Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (CIES) στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης.