Ήταν τυλιγμένος με μια χοντρή κουβέρτα και έφερνε βόλτα μέσα στο διαμέρισμά του. Το καλοριφέρ είχε δυο μέρες να ανάψει. Ο διαχειριστής έβγαλε ανακοίνωση, αν δεν πληρωνόταν τα κοινόχρηστα, δεν υπήρχε η δυνατότητα να βάλουν πετρέλαιο.
Ο Δημήτρης ήταν βέβαια απ` αυτούς που πλήρωναν στην ώρα τους κάθε λογαριασμό και κάποιοι άλλοι ίσως, αλλά αυτό δεν έφτανε, έπρεπε όλοι να είναι εντάξει. Αυτά τα προβλήματα υπάρχουν στα …κοινόβια.
Μην ξέροντας πώς να περάσει την ώρα του ο γερο-καθηγητής - σηκωνόταν κι απ` τα χαράματα συνηθισμένος απ` τα νιάτα του - άνοιξε την τηλεόραση. Ένας πανικός επικρατούσε σε όλα τα κανάλια. Δημοσιογράφοι ντυμένοι με βαριά μπουφάν και κουκούλες γούνινες, χιονισμένοι, ενημέρωναν τους τηλεθεατές, για τη σφοδρή κακοκαιρία και τη φοβερή κατάσταση που επικρατούσε ιδίως στις ορεινές περιοχές.
Μηχανήματα εκχιονιστικά και άλλα που έριχναν αλάτι στους παγωμένους δρόμους.Αυτή ήταν η εικόνα σε όλα τα κανάλια. Βαρέθηκε και κάθισε στην πολυθρόνα του, με το αερόθερμο στα πόδια του αναμμένο. Τυλίχτηκε καλά με την κουβέρτα και έκλεισε τα μάτια. Σκέψεις, σκέψεις, όρμησαν απ` όλες τις γωνιές του μυαλού του και δεν μπορούσε να τις βάλει σε τάξη. Κάποια στιγμή σταμάτησε εκεί στα νεανικά του χρόνια. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Βόρεια Ελλάδα. Εκεί έκανε και τις σπουδές του. Μετά από κάποια χρόνια διορίσθηκε σε ένα γυμνάσιο σε μια πόλη της Θεσσαλίας. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα του. Μια μελαχροινή καλλονή η Αθηνά, τον γοήτευσε από την πρώτη στιγμή. Αγαπήθηκαν πολύ.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Εξακολουθούσαν να διδάσκουν σ` εκείνη την πόλη. Έκαναν δύο παιδιά αγόρια. Με τη βοήθεια της μητέρας της Αθηνάς τα μεγάλωσαν. Η γυναίκα του καταγόταν από εκείνα τα μέρη και δεν ήταν κόπος για τη μητέρα να έρχεται κάθε μέρα να φροντίζει τα παιδιά.
Ο Δημήτρης αισθανόταν τυχερός που μπήκε σ` εκείνη την οικογένεια, που τον αγαπούσαν σαν παιδί τους. Τους δικούς του γονείς, τους είχε χάσει πριν λίγα χρόνια. Πόνεσε πολύ, αλλά με τον καιρό, όταν έκανε δική του οικογένεια, μαλάκωσε ο πόνος. Και τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωσαν σπούδασαν και …γέμισαν τους τοίχους με πτυχία και μεταπτυχιακά.
Αλλά από δουλειά τίποτα. Εξασφάλιζαν κάποιες …πενταροδεκάρες από κάτι δουλειές πρόχειρες, έξω απ` το αντικείμενό τους, μόνο και μόνο να μην επιβαρύνουν τους γονείς, αλλά ως εκεί. Στεναχωριόταν πολύ όλοι, γιατί όσο πήγαιναν τα πράγματα δυσκόλευαν στη χώρα μας.
Και μετά από πολλή σκέψη πήραν τη μεγάλη απόφαση. Θα έφευγαν τα παιδιά για το εξωτερικό. Στη Γερμανία ζούσε ένας θείος τους από πολλά χρόνια και ήταν καλά εγκατεστημένος, το κουβέντιασαν μαζί του, ναι, θα πήγαιναν εκεί. Και κάποια μέρα με βαριά καρδιά, εγκατέλειψαν τη χώρα, αφήνοντας πίσω τους γονείς, μέσα στην κατάθλιψη.
Δύσκολες καταστάσεις αυτές και δυστυχώς τις ζούνε πολλοί γονείς στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Η Αθηνά δεν άντεξε. Μετά από λίγο καιρό αρρώστησε βαριά και …έφυγε πολύ γρήγορα, χτυπημένη απ` την επάρατη νόσο. Κάθισε βαριά αυτή η απώλεια και η μοναξιά στο στήθος του Δημήτρη.
Άργησε πολύ να σταθεί στα πόδια του και να συνεχίσει τη ζωή του. Τον βοήθησε το γεγονός ότι πίστευε πολύ στο Θεό. «Έγινε το θέλημά του» έλεγε και ανακουφιζόταν…
Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε. Πατάχτηκε σαν να έβγαινε από βαθύ ύπνο και άνοιξε.
Ήταν ο διαχειριστής. «Κύριε καθηγητά» - έτσι τον προσφωνούσαν όλοι στην πολυκατοικία - «άναψε το καλοριφέρ, ταχτοποιήθηκε το θέμα, ευτυχώς, τι θα γινόμασταν χωρίς θέρμανση μ` αυτό το χιόνι και την παγωνιά! Δώσε μου το κλειδί να σου κάνω εξαέρωση τα σώματα
Ο Δημήτρης πέταξε την κουβέρτα και πήγε να φέρει το κλειδί. Η ζωή συνεχίζεται, σκέφτηκε, με όσες πληγές κι αν κρύβει μέσα του ο καθένας από μας…
* Από την Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά
• Η Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά είναι λογοτέχνις συγγραφέας