Περισσότερο ή λιγότερο, τι σημασία όμως έχει; Το χιόνι είναι πάντα όμορφο… Τουλάχιστον στην αρχή… Όταν είναι απάτητο… Μετά, το ανθρώπινο κοπάδι ξυπνά, αφήνει κραυγές ενθουσιασμού και εφορμά στους δρόμους. Όλα τότε χάνονται, πεθαίνουν. Οι δρόμοι λεροί, τα πάρκα, οι αυλές, οι στέγες, όλα ασχημαίνουν, το λευκό γίνεται καφέ, το καφέ μαύρο- καλύτερα να μην είχε ξημερώσει ποτέ… Το χιόνι μόνο η νύχτα το σέβεται.
Είχε χρόνια να χρησιμοποιήσει αστικό λεωφορείο- «κακώς» σκέφτηκε, ενώ αντίκριζε κιόλας χιονισμένη τη συνοικία της Νεράιδας. Αναγκάστηκε όμως, καθώς το αυτοκίνητό του -μόνιμα παρκαρισμένο έξω απ’ το σπίτι του- εγκλωβίστηκε. Το λεωφορείο είναι βολικό. Επιπλέον, μπορείς να δεις την πόλη με άλλο μάτι. Κυρίως, βλέπεις και τους ανθρώπους της. Κόσμος που κατεβαίνει, κόσμος που περιμένει στις στάσεις, κόσμος που ανεβαίνει, που κοιτάζει αδιάφορος από το παράθυρο, που μιλάει ή παίζει με το κινητό. Κόσμο που δεν βλέπεις όταν οδηγείς.
Το λεωφορείο συνέχιζε τώρα στην οδό Καρδίτσης. Είχε βγει σχετικά νωρίς το πρωί, πήγε στο γνωστό καφέ όπου συνάντησε άλλους δυο «ξέμπαρκους» από την παρέα των συναδέλφων του καθηγητών οι οποίοι, επωφελούμενοι από τα κλειστά σχολεία – λόγω του χιονιού- είχαν πιάσει στασίδι για καφέ, τσιγάρο και κουβέντα.
Σε μια στάση του λεωφορείου, καθώς η πόρτα άνοιξε, ο αέρας μπήκε μέσα, μαζί και κάτι άσωτες νιφάδες χιονιού. Το κρύο τρύπωσε στα μπατζάκια του και τον έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρος. Πάντα μισούσε το κρύο. Από τότε που ήταν παιδί και τον σήκωναν για το σχολείο. Υποχρεωνόταν να αφήσει τα ζεστά σκεπάσματα και να σηκωθεί σε ένα κρύο σπίτι. Η μάνα του στην κουζίνα, φορώντας μια πρόχειρη παλιά ρόμπα, ετοίμαζε το γάλα, ενώ εκείνος επαναλάμβανε στα γρήγορα το μάθημα της γεωγραφίας. «Το κλίμα της Ελλάδος είναι εύκρατον μεσογειακό… «Εύκρατον»… Τι όμορφη λέξη! Έξω χιόνιζε μα εκείνος δεν χαιρόταν. Σιχαινόταν το χιόνι όσο και το γάλα. Σιχαινόταν ό,τι ήταν λευκό. Εκνευριζόταν που τον έντυναν χοντρά, και πιο πολύ που του τύλιγαν το κασκόλ στο πρόσωπο. «Σαν σάβανο» είχε πει κάποτε. Σαν… μούμια αιγυπτιακή.
Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει και να τον αποσυντονίζει. Είχε αποσυντονίσει όλη την πόλη. Αυτοκίνητα κινούνταν με δυσκολία, πεζοί τυλιγμένοι στα πανωφόρια ισορροπούσαν στον πάγο, πού και πού κανένα δημοτικό συνεργείο σκορπούσε αλάτι.
- Τι κάνω τελικά σ’ αυτήν τη ζωή; αναρωτήθηκε νιώθοντας το γνωστό αίσθημα κενού… Οι νιφάδες του χιονιού του φάνηκαν ακόμη πιο θλιβερές. Από το σπίτι έφυγε για να μην είναι μόνος. Πήγε στο κέντρο, συνάντησε ανθρώπους, μα κι εκεί ένιωθε μόνος. Και τώρα ξαναγύριζε στο σπίτι όπου θα ήταν πάλι μόνος, ενώ το χιόνι, που εξακολουθούσε να πέφτει, επέτεινε αυτήν την αίσθηση του αποκλεισμού. Θα τηλεφωνήσει βέβαια στα παιδιά- φοιτητές πια, πήραν τον δρόμο τους- αλλά μετά ξανά… χιόνι. Αυτός, το παράθυρο και το χιόνι… Τελικά ήταν λάθος που άφησε την Ειρήνη να φύγει…
Εδώ που τα λέμε, αυτή έφυγε… Μα κι αυτός δεν έκανε και τίποτε για να την κρατήσει. «Καλύτερα μόνος – είπε μέσα του, παρασυρμένος από τον απύθμενο εγωισμό του και κουρασμένος από μια τόσο μακρόχρονη έγγαμη σχέση. Τον ενοχλούσαν πια τα πάντα, ακόμη και το άρωμα της Ειρήνης, τα ρούχα που παρατούσε πάνω στην αγαπημένη του μπερζέρα, οι κούπες με τον ξεραμένο καφέ που έχασκαν άπλυτες στο νεροχύτη, τα cd κλασικής μουσικής και οι σημειώσεις αρχαίων ελληνικών για το μάθημά της - «ατάκτως ερριμένες» όπως συνήθιζε να λέει και να γελάει, μέχρι που μια μέρα μέσα στα νεύρα του, τις πέταξε από το παράθυρο κι εκείνη του είπε πως «δεν πάει καλά». Αλήθεια, πάει;
Έδιωξε τις κακές και ηττοπαθείς σκέψεις, προσπάθησε να το δει θετικά. Μια χαρά θα είναι μόνος στο σπίτι. Πρώτον, θα ανάψει το καλοριφέρ στο φουλ. Δεύτερον, θα βάλει ένα ποτήρι ουίσκι– ή μάλλον κονιάκ που ζεσταίνει- με αλμυρά ψημένα αμύγδαλα που του αρέσουν. Τρίτον θα χαζέψει στο Facebook– τόπος συνάντησης όλων των μοναξιών της πόλης κάθε απόγευμα. Κι άστον να χιονίζει…
Η σκέψη του χιονιού όμως τον μελαγχόλησε. Το χιόνι είναι πληκτικό, είναι κουραστικό, εν τέλει τρομακτικό. Η πόλη σε λίγο θα είναι μέσα στη λάσπη και το σκοτάδι κι αυτός κλεισμένος μέσα και μόνος…
- Τελικά δεν έχουν κάνει τίποτε… Καθάρισαν πέντε δρόμους στο κέντρο, στις συνοικίες ούτε να ξεμυτίσεις…
- Ε, εντάξει μωρέ, ήταν και πολύ το χιόνι, δεν παλεύεται…
Οι διάλογοι των ανθρώπων που ταξίδευαν μαζί του στο αστικό λεωφορείο κινούνταν μεταξύ γκρίνιας και συγκατάβασης για τον Δήμο και τα συνεργεία αποχιονισμού. Συνηθισμένες αντιδράσεις συνηθισμένων ανθρώπων σε ασυνήθιστες περιστάσεις.
Για να ξεφύγει το μυαλό, σκέφτηκε μια σκηνή του …Ιουλίου στον ίδιο δρόμο, στην οδό Καρδίτσης. Ήταν μεσημέρι, ο ήλιος χτυπούσε σαραντάρια, - αχ ζεσταίνεται και μόνο που το φέρνει στο μυαλό! Είχανε πάει με την Ειρήνη στη «Μούχα» και απόλαυσαν παγωμένα ούζα και χταποδάκια. Στο βάθος η άσφαλτος έκανε νερά από την πολλή ζέστη, ο Κίσσαβος στεκόταν φιλικός και ολόφωτος, σα να ‘χε φορέσει στεφάνι από ατόφιο χρυσάφι… Φως, φως φως… Αχ, καλοκαίρι, καλοκαίρι, καλοκαίρι… Και η Ειρήνη… Πού να γυρίζει η Ειρήνη με τα χιόνια; Καλά, άστο…
Κατέβηκε δυο στάσεις παρακάτω. Τσαλαβούτησε σε μια λακκούβα που το χιόνι είχε σκεπάσει, τινάχτηκε βρίζοντας, τύλιξε το κασκόλ γύρω από τον λαιμό, θυμίζοντας… αιγυπτιακή μούμια, και περπάτησε μέσα στο χιόνι… Είχε αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς. Τα μαγαζιά είχαν κλείσει, τα παντζούρια των σπιτιών σφάλισαν, οι τελευταίοι πεζοί εξαφανίστηκαν, η εικόνα θύμιζε τηλεοπτικό πλάνο από το οποίο ο σκηνοθέτης αφαίρεσε τον ήχο.
Το σπίτι ήταν κρύο. Άναψε το καλοριφέρ, σε λιγάκι η θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει. Αλλά το σπίτι παρέμενε κρύο, η ζέστη, βλέπεις, δεν μετριέται πάντοτε με βαθμούς Κελσίου. Έβαλε το κονιάκ αλλά δεν ζεστάθηκε. Στο Facebook οι ίδιοι πάντα άνθρωποι, οι ίδιες πάντα φωτογραφίες – αυτή τη φορά με φόντο το χιόνι, παντού αυτό το ίδιο μισητό λευκό χρώμα, τα ίδια πάντα ανάλατα και χαζοχαρούμενα σχόλια…
Το σπίτι παρέμενε κρύο. Πήρε το κινητό, το κοίταξε και τηλεφώνησε διστακτικά:
- Έλα Ειρήνη… Τι κάνεις; Πού βρίσκεσαι;
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalesssis@yahoo.gr