Όχι επειδή τρέχατε υπερβολικά, αλλά, γιατί όπως κάθε μέρα τα τελευταία χρόνια (και περισσότερο φέτος), περιορίστηκε η κίνηση στο οδικό δίκτυο. Και περιορίστηκε δραματικά. Κάνουν οι περισσότεροι, αυτό που κάνει και ο φίλος μου ο Μιχάλης. Έκοψε τα... σούρτα φέρτα! Περιόρισε τις μετακινήσεις του εκτός πόλης, στις τελείως απαραίτητες. Ας έχει εξοχική κατοικία στα παραθαλάσσια. Ας διαθέτει και ένα γρήγορο και ακριβό, παρότι οικονομικό, αυτοκίνητο...
-"Ποιον Πλαταμώνα; πάαανε αυτά που ξέραμε... Μία, δύο φορές τον χρόνο πλέον και πολύ είναι..." - μόνιμη η απάντηση, του φίλου μου Μιχάλη.
ΠΡΩΗΝ χουβαρντάς και πολύ, μα πολύ σπάταλος. Τον θυμάμαι, τότε, πώς σκορπούσε τα εικοσάευρα και τα πενηντάευρα στις ταβέρνες, στα τσιπουράδικα στα μπαρ και στα καφέ. Λες και γιόρταζε, όλο κερνούσε. Τρία ευρώ ο καπουτσίνο, δύο ο ελληνικός, έξι το ποτό. Και νααα τα κεράσματα. Πουθενά δεν κώλωνε! Ματσάκι τα λεφτά που έβγαζε από την τσέπη. Πλήρωνε και καμάρωνε. Σαν γύφτικο σκεπάρνι… Θαύμαζε τον εαυτό του, που, αυτοδημιούργητος καθώς δήλωνε, καθάριζε δύο - τρία χιλιάρικα τον μήνα χωρίς καν να εργάζεται! Στην πραγματικότητα δούλευε στο δημόσιο. Είχε μια θεσούλα έτσι για σιγουριά. Ο στόχος των περισσότερων νέων τότε. Να...τρυπώσουν! Και άμα τρύπωναν...
ΜΕ προσπέρασε τις προάλλες με το αυτοκίνητο. Τηλεφωνηθήκαμε. Είπαμε να κατεβούμε για καφέ. Όπως τότε, δύο τρεις πίναμε την ημέρα. Ήρθαν κι άλλοι από την παρέα. Αυτή τη φορά ο Μιχαλάκης δεν κέρασε. Έβγαλε ένα δίευρο και το ακούμπησε δίπλα στο φλιτζάνι με το εσπρέσο του. «Φιλαράκια, δυστυχώς επτωχεύσαμε…» - πρόφτασε να δικαιολογηθεί πριν αρχίσει να περιγράφει τον πόνο του. Άλλαξε σπίτι, έχασε δουλειά και ένα χωραφάκι που βρήκε από τον πατέρα του, αφού το πούλησε τότε που τα νοίκια που εισέπραξε του φαίνονταν φραγκοδίφραγκα σε σχέση με εκείνα που έβγαζε. Ο «Σοφοκλής» του έδινε πεντοχίλιαρα με το τσουβάλι τότε. Είχε καβαλήσει καλά άλογα. Τρελάθηκε κυριολεκτικά. Σνομπάριζε και τους συναδέλφους του στο γραφείο και όλο μιλούσε για τη Σοφοκλέους…
-"Κάτσε ρε συ και δούλευε... Ξέρεις πόσα τσέπωσα σήμερα; Πεντακό! (και περνούσε μερικές φορές με ειρωνεία δεξιά αριστερά, πάνω κάτω, ένα κατοστάρικο από τη μύτη του). Όχι θα κάτσω με τα τριάντα», έλεγε και ξανάλεγε…
ΤΟΝ ζήλευαν αρχικά οι φίλοι του, ώσπου από ένα σημείο και μετά, τον πήραν και πολύ στο ψιλό! Δούλεμα κανονικό. Άρχισε να αλλάζει τις παρέες του. Αγόραζε και πούρα μερικές φορές. Τα ακριβά. Βρήκε χρηματιστές και τραπεζικούς. Το φούσκωναν τα μυαλά. Πάνε οι φίλοι του. Σου λέει, φτωχαδάκια αυτοί τι θα κάνω αν του ζητήσουν δανεικά… Κάπως έτσι, απομακρύνθηκε ο Μιχαλάκης από την παρέα και τώρα έμεινε μόνος. Εντελώς μόνος, με τα προβλήματά του…
ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ στον καφέ, δεν ήθελαν να τον στεναχωρήσουν. Χρόνια μετά, κατάλαβαν όλοι, πως δεν έφταιγαν μόνο οι ανόητοι που έπεσαν στην παγίδα του χρηματιστηρίου. Σχέδιο των πολιτικών ήταν. Να θησαυρίσουν όσοι κινούσαν τα νήματα. Να αρπάξουν και να εκμεταλλευτούν την ανοησία των τζογαδόρων.
-"Και δεν μου λες βρε Μιχάλη, τον ρώτησε ένας της παρέας, εκείνο το αυτοκίνητο το πανάκριβο που αγόρασες το έχεις ακόμα;". Ήξερε την απάντηση αλλά ήθελε να την ακούσουν και οι άλλοι.
-"Όχι, το έδωσα στην ξευτίλα… Ήταν βλακεία να το πάρω με δόσεις...". Τσιγκουνεύτηκε τότε. Τσιγκουνεύτηκε ακόμη και …τα κερδισμένα! Το έχασε κι αυτό και ησύχασε.
ΤΑ ΔΩΡΑ του...Σοφοκλή ήταν αέρας. Ήρθαν κι έφυγαν… Χαρτιά εγκλωβισμένα σε φάκελο ματαιοδοξίας, σε ντοσιέ απληστίας και σε συρτάρια ανοησίας. Και τώρα; Καβγάδες και στο σπίτι. Φασαρίες. Οικονομικό στρίμωγμα, δανεικά και στεναχώρια. «Δεν με άκουγες όταν σου τα έλεγα εγώ…», «δεν σκέφτηκες τα παιδιά…» και τα τοιαύτα. Λίγο μένει από τον χωρισμό. Μια ζωή ανεστραμμένη. Εντελώς κατεστραμμένη. Τούμπα όλα. Ανάποδα. Όπως ακριβώς έπαθε και η χώρα. Που ζούσε με δανεικά. Και που αρμέγει τώρα τους εξαπατημένους πολίτες της, για να μην πέσει στον γκρεμό. Οι ευθύνες; Προφανώς όλων. Και ιδιαίτερα των Μιχαλάκηδων. Που έπρεπε να ψυλλιαστούν πως κανένας τόσο εύκολα, δεν σου χαρίζει λεφτά. Πόσο μάλλον ευτυχία…
* Του Χρήστου Τσαντήλα