Έχω ασχοληθεί και άλλη φορά μ` αυτή την προσωπικότητα, την ιερή μορφή θα έλεγα, του γιατρού Λέοντα Καλλέργη. Πριν από καιρό έγραψα ένα άρθρο με τίτλο «επιστήμη και φακελάκι» και αναφερόμουνα φυσικά, σ` αυτή την απαράδεκτη κατάσταση που …ευδοκιμεί στις μέρες μας, στα φακελάκια των γιατρών.
Δεν τους βάζουμε όλους τους γιατρούς βέβαια στο ίδιο …καλάθι. Υπάρχουν γιατροί που σέβονται τον όρκο τους και επιτελούν το καθήκον τους στο ακέραιο, χωρίς να βάζουν στόχο το πορτοφόλι του ασθενούς.
Σ` εκείνο το άρθρο μου έκανα σύγκριση αυτή την απαράδεκτη κατάσταση όπως προανέφερα με το γιατρό Λέοντα Καλλέργη.
Αυτός δεν ήταν μόνο γιατρός συνάνθρωποι, αυτός ήταν Ιεραπόστολος. Καταγόταν απ` την Αγιά και εξυπηρετούσε όλη εκείνη την περιοχή. Σ` αυτή την περιοχή ανήκει και το χωριό μου Ανατολή Αγιάς.
Δεν τον τρόμαζε τίποτα. Ούτε τα χιόνια, ούτε οι βροχές, ούτε οι άγριοι βουνίσιοι αέρηδες, οι κακοτράχαλοι δρόμοι και τα στενά μονοπάτια. Καβαλούσε το μουλάρι, που είχε ρίξει στο σαμάρι και ένα κόκκινο κιλίμι ο νοικοκύρης που τον είχε ανάγκη, που είχε κάποιον ασθενή στο σπίτι του και ανηφόριζε στο …κατσάβραχο. Ήταν ατρόμητος και δεν λογάριαζε τίποτα μπροστά στην ανθρώπινη ζωή και στον πόνο του συνανθρώπου του. Χρήματα απ` τους φτωχούς δεν έπαιρνε ποτέ. «Μια άλλη φορά» έλεγε «που εύχομαι να μη χρειαστεί!» και έσπευδε να εξαφανιστεί, για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τους συνανθρώπους του.
Μάλιστα αν η οικογένεια του ασθενούς ήταν πάμπτωχη, πολύ διακριτικά, άφηνε και ένα χαρτονόμισμα και έκανε πως θύμωνε όταν έπαιρναν το χέρι του να το φιλήσουν.
Αυτός ήταν ο Λέων ο γιατρός, όπως τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί μου, έτσι απλά, φιλικά και ανεπιτήδευτα. Μπράβο και εύγε στο σύλλογο που τον τιμά για μια ακόμα φορά. Να σημειωθεί ότι υπάρχει και η προτομή του στην πλατεία Αγιάς.
Αυτά που γράφω αγαπητοί αναγνώστες, γι αυτή την εξέχουσα φυσιογνωμία, τα ξέρω «από πρώτο χέρι», όπως λέει ο λαός. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω όταν ήμουνα παιδί προσχολικής ηλικίας.
Ήταν στενός φίλος του παππού μου, του Νικολάκη Γκουράβα. Ο παππούς μου για εκείνη την εποχή, ήταν ένας καλοστεκούμενος νοικοκύρης, ας μου επιτραπεί να το πω. «Είχε τον τρόπο του» που λένε.
Και φιλοξενούσε συχνά το Λέοντα, όταν ανέβαινε στο χωριό για κάποιον ασθενή, που δεν είχε τη δυνατότητα να διανυκτερεύσει ο γιατρός στο σπίτι του.
Καθισμένοι σταυροπόδι γύρω απ` το μαγκάλι, ο Λέων κι ο Νικολάκης, με ένα πιάτο μήλα και καρύδια δίπλα τους.
- Αυτά κάνουν ένα υπέροχο συνδυασμό - στον …καλό οντά, (δωμάτιο) για τους επισκέπτες, συζητούσαν με τις ώρες.
Για την κατάσταση που ήταν αφόρητη εκείνο τον καιρό στη χώρα μας, είχε φουντώσει ο εμφύλιος σπαραγμός, για τις δυσκολίες, τους φόβους και τις κακουχίες, που αντιμετώπιζαν οι πολίτες όλης της χώρας, ιδιαίτερα των ορεινών περιοχών και για χίλια άλλα προβλήματα.
Έτσι αθόρυβα γλιστρούσα απ` τη μισάνοιχτη πόρτα στο δωμάτιο και παρακολουθούσα τη συζήτηση και δεν άφηνα λέξη να μου ξεφύγει.
Είχα βέβαια αρκετές απορίες, αλλά δεν ρωτούσα τίποτα, ντρεπόμουνα και φοβόμουνα κιόλας, μη με μαλώσουν. Δεν ήθελα να δηλώσω και την παρουσία μου, που ίσως να μην είχαν καν προσέξει πως βρισκόμουνα εκεί, τόσο απορροφημένοι που ήταν και οι δύο απ` τη συζήτηση, γι αυτή την αφύσικη κατάσταση που βίωνε ο τόπος.
Θαύμαζα εκείνον τον ψηλό αρρενωπό άντρα, που στα παιδικά μου μάτια φάνταζε γίγαντας.
Το πρωί που πλενόταν στο νιπτήρα, κάτω απ` το υπόστεγο της αυλής, με την πετσέτα στο λαιμό, σιγοτραγουδούσε κιόλας και η γιαγιά μου με τις θειάδες μου τσακίζονταν να τον περιποιηθούν, το Λέοντα, το γιατρό, τον αγαπημένο τους φίλο, που στεκόταν δίπλα στον κάθε πονεμένο και αδικημένο απ` τη ζωή συνάνθρωπο.
Η Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά είναι λογοτέχνης, συγγραφέας