Αντ’ αυτού, επέμεινε να συζητηθούν παραλλήλως όλα τα θέματα και εξέτρεψε τη συζήτηση για το εδαφικό σε συζήτηση κριτηρίων επί του εδαφικού, αρνούμενη να υποβάλει χάρτη. Επίσης, η τουρκική πλευρά κατέστησε προϋπόθεση για το εδαφικό την αποδοχή από την ελληνική πλευρά Πενταμερούς Διασκέψεως, που αναφέρεται σε εγγυήσεις και παραμονή τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο και μετά τη λύση.
Η τουρκική πλευρά υπαναχώρησε επίσης στο θέμα του αριθμού των προσφύγων, που θα μπορούσαν να επιστρέψουν, προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσει την επιστροφή κατεχομένων εδαφών και ν’ αποκλείσει ειδικότερα την επιστροφή της Μόρφου. Αποδοχή από την ελληνική πλευρά της προτεινόμενης πενταμερούς διασκέψεως, των τριών δηλαδή εγγυητριών δυνάμεων των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960 και των δυο κοινοτήτων, θα σήμαινε αποδοχή εκ προοιμίου εγγυητριών δυνάμεων και παραμονής, σε συσχετισμό με τις εγγυήσεις, τουρκικών στρατευμάτων και μετά τη λύση. Θα σήμαινε επίσης παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι ο σταθερός στόχος της τουρκικής πλευράς.
Η προτεινόμενη από την Ελληνική πλευρά Πολυμερούς Διεθνούς Διάσκεψης για τη συζήτηση της διεθνούς πτυχής του Κυπριακού, η οποία δεν είναι άλλη από τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, δεν πρέπει, προφανώς, να είναι ρητορική παραλλαγή της Πενταμερούς, όπως επιδιώκει η Τουρκική πλευρά. Πρέπει να περιλαμβάνει τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και την Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η Κύπρος, στο σύνολο του εδάφους της, περιλαμβανομένων δηλαδή και των κατεχομένων εδαφών της, είναι χώρα-μέλος. Πρέπει επίσης να έχει ως αντικείμενο τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής, την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και τον αποκλεισμό κάθε ιδέας νέων εγγυήσεων. Οι τελευταίες είναι ασυμβίβαστες με την ιδιότητα μιας χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 είναι κατάλοιπο του αποικιακού παρελθόντος της Κύπρου. Έχει, άλλωστε, παραβιασθεί και στην πράξη καταργηθεί από την ίδια την Τουρκία, η οποία καταχρηστικώς την επικαλέσθηκε για την εισβολή της στην Κύπρο. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης, η Τουρκία θα έπρεπε να αποκαταστήσει την προηγούμενη κατάσταση, το status quo ante. Η Τουρκία όμως κατέλαβε και εξακολουθεί να κατέχει έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διέπραξε δε κάθε είδους διεθνή εγκλήματα σ’ αυτό, όπως σφαγές κατά αμάχων και αιχμαλώτων, εκδίωξη του αυτόχθονος πληθυσμού και εθνοκάθαρση, εποικισμός και καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού.
Η τουρκική πλευρά, γνωρίζοντας την ευαισθησία της ελληνικής πλευράς για το κατακτημένο έδαφος της πατρίδας της, από το οποίο εκδιώχθηκαν οι νόμιμοι κάτοικοί του, χρησιμοποιεί ως δόλωμα το εδαφικό για ν’ αποσπά συνεχώς υποχωρήσεις από την ελληνική πλευρά. Με την τακτική αυτή, η τουρκική πλευρά απέσπασε υποχωρήσεις σχετικές με την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, που αγγίζουν το αδιανόητο. Ευθύνη για τις υποχωρήσεις αυτές δεν έχει, προφανώς, μόνο η τουρκική αδιαλλαξία και στρεψοδικία. Είναι γνωστό ότι η τελευταία χρησιμοποιεί τις διακοινοτικές συνομιλίες για την επιβολή και αναγνώριση των τετελεσμένων γεγονότων και του ψευδοκράτους. Βαρύτατες ευθύνες έχει και η επίσημη ελληνική πλευρά, η οποία προέβη και εξακολουθεί να προβαίνει σε αλόγιστες υποχωρήσεις, οδηγούμενη από αβάσιμες και ψευδείς ελπίδες και υποκύπτουσα σε πιέσεις και φενακισμούς του ξένου παράγοντα. Ο τελευταίος επιδιώκει, προφανώς, την εξυπηρέτηση των δικών του στρατηγικών συμφερόντων και όχι τη δίκαιη επίλυση του Κυπριακού. Η τουρκική πλευρά χρησιμοποιεί το εδαφικό ως δόλωμα και εκβιασμό για ν’ αποσπάσει επιπλέον υποχώρηση της Ελληνικής πλευράς και στα θέματα, που αποτελούν τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού, τις εγγυήσεις δηλαδή και την παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων και μετά τη λύση. Είναι αδιανόητη οποιαδήποτε ελληνική υποχώρηση στα καίρια αυτά θέματα.
Εξάλλου, η λεγόμενη «διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα», έχει καταστεί πραγματικός δούρειος ίππος για την κατάλυση κάθε έννοιας δημοκρατικής αρχής και την υποδούλωση της ελληνικής πλειοψηφίας στην «τουρκοκυπριακή» μειοψηφία και μέσω αυτής στην Άγκυρα. Η τελευταία ελέγχει τους τουρκοκύπριους και θα εξακολουθήσει να τους ελέγχει, γιατί, κυρίως, αυτοί είναι ήδη στην πλειοψηφία τους έποικοι.
Ποιά πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία μπορεί να έχει ένα μόρφωμα δύο ισοκυριάρχων μερών, μέσα από το οποίο καταλύεται η αρχή της πλειοψηφίας και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή ολόκληρης της Κύπρου σε τουρκικό προτεκτοράτο; Μέσα στο πλαίσιο αυτό, καμιά απόφαση δεν θα μπορούσε να λαμβάνεται, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Άγκυρας.
Η επίσημη ελληνική πλευρά δέχθηκε, κατ’ αρχήν, τέτοιου είδους συνταγματικές ρυθμίσεις και διαπραγματεύεται τα επιμέρους κεφάλαια. Οι ρυθμίσεις όμως και οι αρχές του είδους αυτού δεν είναι άλλες από εκείνες που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Ανάν, το οποίο απέρριψε, με συντριπτική πλειοψηφία, ο Κυπριακός λαός. Σημειωτέον, η Κύπρος δεν ήταν τότε μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Αντιθέτως, εκβιαζόταν απροκάλυπτα ότι θα έθετε σε κίνδυνο την ένταξή της, εάν απέρριπτε το σχέδιο Ανάν. Ο Κυπριακός όμως λαός δεν πτοήθηκε. Αντελήφθη ότι το ολέθριο αυτό σχέδιο θα άνοιγε το δρόμο για εθνική καταστροφή.
Η Κύπρος δεν είχε επίσης το στρατηγικό πλεονέκτημα του φυσικού αερίου. Το απέκτησε αργότερα, με την ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Το νέο αυτό κεφάλαιο ενισχύει τη γεωστρατηγική θέση της Κύπρου και διανοίγει προοπτικές περιφερειακών στρατηγικών συμμαχιών, που ενισχύουν τον διεθνή ρόλο της Κύπρου και την ασφάλειά της. Οι στρατηγικές αυτές συμμαχίες δεν πρέπει να υπονομεύονται με απαράδεκτες υποχωρήσεις και την προοπτική μιας αυτοκαταστροφικής λύσης, που θα έθετε ολόκληρη την Κύπρο υπό τον γεωπολιτικό και στρατηγικό έλεγχο της Άγκυρας.
Προβάλλεται ως επιχείρημα ο ισχυρισμός ότι, με τη διαρροή του χρόνου, παγιώνονται τα τετελεσμένα γεγονότα, αυξάνεται ο αριθμός των εποίκων και γίνεται οριστική και αμετάκλητη η διχοτόμηση. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η πάροδος του χρόνου προάγει την παγίωση των τετελεσμένων γεγονότων. Συμβαίνει όμως όταν αυτή αντιμετωπίζεται με παθητική στάση, που δεν προκαλεί κόστος στην τουρκική πλευρά, στις σχέσεις της με την Ελλάδα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικά στις διεθνείς της σχέσεις. Η παγίωση των τετελεσμένων γεγονότων είναι, αντιθέτως, πολύ μεγαλύτερη, όταν η ίδια η ελληνική πλευρά, πιεζόμενη από τον ξένο παράγοντα, προβαίνει σε απαράδεκτες υποχωρήσεις αρχών, ακολουθεί ενδοτική πολιτική, που είναι, στην πραγματικότητα, συμπληρωματική της τουρκικής στρατηγικής και παραβιάζει βασικές κόκκινες γραμμές, που οριοθετούν μια αποδεκτή και βιώσιμη λύση.
Τα παραδείγματα και οι ολέθριες συνέπειες της πολιτικής αυτής καταγράφονται στη συνεχή αιμοδότηση των διακοινοτικών συνομιλιών με νέες ελληνικές υποχωρήσεις και στην αντιμετώπιση του Κυπριακού, από την ίδια την ελληνική πλευρά, ως δήθεν διακοινοτικού προβλήματος αντί ως θέματος τουρκικής εισβολής και κατοχής. Η «συνταγματοποίηση» του Κυπριακού δεν υποβαθμίζει και δεν συγκαλύπτει μόνο το χαρακτήρα του ως θέματος εισβολής και κατοχής. Παρουσιάζει επίσης την κατεχόμενη Κύπρο ως δήθεν επικράτεια των Τουρκοκυπρίων, προετοιμάζοντας τη διεθνή αναγνώριση και τη νομιμοποίησή της.
Το πλαίσιο, μέσα στο οποίο διεξάγονται σήμερα οι διακοινοτικές διαπραγματεύσεις, αναφέρεται στο κοινό ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου, 2014. Το πλαίσιο αυτό είναι παραπλανητικό και ψευδεπίγραφο. Επεβλήθη στην ελληνική πλευρά με ξένες πιέσεις και προβάλλεται ως δήθεν κοινή πολιτική βάση. Στην πραγματικότητα όμως είναι διπλά παραπλανητικό και αμφίσημο. Η τουρκική πλευρά το ερμηνεύει, σύμφωνα με τις γνωστές απόψεις και επιδιώξεις της. Για την ελληνική πλευρά, αποτελεί απροκάλυπτη φενάκη. Προβάλλεται, π.χ., ο ισχυρισμός ότι έγιναν δεκτές σ’αυτό οι τρεις θεμελιώδεις αρχές, που υποστηρίζει η ελληνική πλευρά. Η μια δηλαδή κυριαρχία, η μια διεθνής εκπροσώπηση και η μια ιθαγένεια. Προσεκτική όμως ανάγνωση του κειμένου ανακοινωθέντος πιστοποιεί ότι άλλο είναι του λόγου το αληθές. Τα δύο ισοκυρίαρχα μέρη, που προβλέπονται να υποκαταστήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν συνιστούν, προφανώς, μια κυριαρχία. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν το διζωνικό αυτό μόρφωμα, με πολιτική ισότητα, θα κατέλυε οποιαδήποτε πραγματική κυριαρχία και θα μετέβαλλε ολόκληρη την Κύπρο σε προτεκτοράτο της Άγκυρας.
Το ίδιο ισχύει για τη μια δήθεν διεθνή εκπροσώπηση. Η τουρκική πλευρά, για να μη υπάρχει καμιά αμφιβολία, ακόμη και στο συμβολικό επίπεδο, για την περιβόητη και σκανδαλώδη «πολιτική ισότητα», που καταλύει τη δημοκρατική αρχή, επιμένει ανυποχώρητα στην εκ περιτροπής Προεδρία. Επεκτείνει και γενικεύει μάλιστα την ιδέα αυτή σε όλα τα θεσμικά Σώματα του κράτους, Οργανισμούς, Επιτροπές και Υπηρεσίες, περιλαμβανομένης της Διπλωματικής Υπηρεσίας. Η Κύπρος αγωνίσθηκε για να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με στόχο να ενισχύσει τη διεθνή της θέση και να καταστήσει τις ευρωπαϊκές αρχές και το ευρωπαϊκό κεκτημένο πλαίσιο για μια δίκαιη επίλυση του κυπριακού. Διατρέχει όμως σήμερα τον κίνδυνο, με τη συζητούμενη λύση της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, να ακυρώσει ουσιαστικά τη στρατηγική επιτυχία της ένταξής της και να τη μετατρέψει σε τουρκικό στρατηγικό πλεονέκτημα. Πράγματι, η Άγκυρα, μέσω του προβλεπόμενου ισότιμου και ισοκυρίαρχου κρατιδίου, στο οποίο θα αναβαθμιζόταν το σημερινό ψευδοκράτος, θα αποκτούσε, από την πίσω πόρτα, ρόλο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η προοπτική αυτή προκάλεσε ανησυχία μέχρι και στη Γερμανία. Ο Γερμανικός Τύπος ήγειρε θέμα και σχολίασε με πολύ έντονο τρόπο το ενδεχόμενο η Άγκυρα ν’ αποκτήσει, μέσω Κύπρου, δυνατότητα παρεμβάσεως στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και επηρεασμού των αποφάσεών του. Με άλλα λόγια, η Κύπρος, που αντιπροσωπεύει σήμερα, από πλευράς διεθνούς και Ευρωπαϊκού δικαίου, ολόκληρο το νησί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα εκχωρούσε, στην περίπτωση «λύσεως», με τις συζητούμενες προδιαγραφές, την εκπροσώπηση της βόρειας κατεχόμενης Κύπρου στο σημερινό ψευδοκράτος. Θα καθιστούσε ταυτοχρόνως ολόκληρη την Κύπρο ύποπτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι είναι ενεργούμενο της Άγκυρας, εφόσον δεν θα υπήρχε πλέον η Κυπριακή Δημοκρατία και καμιά απόφαση δεν θα μπορούσε να λαμβάνεται, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Άγκυρας.
* Από τον Θεόδωρο Μπατρακούλη
Ο Θεόδωρος Μπατρακούλης είναι δρ Γεωπολιτικής.