Γιε μου… σήμερα ξημερώματα 2 και 45, σε έπιασα πρώτη φορά στα χέρια μου. Δεν θα μπω στον πειρασμό να σου περιγράψω τη στιγμή. Μόνο όταν βρεθείς μετά από χρόνια στη θέση μου θα καταλάβεις. Θυμήθηκα κι εγώ τον παππού σου σήμερα. Θυμήθηκα που γελούσα, τάχα μου αδιάφορα, όταν μου εξιστορούσε το τάμα: «στρατηγός ή δεσπότης να γίνω».
Στην οικογένειά μας, κατά τα φαινόμενα, δεν τα πάμε καλά με τέτοιας ακρίβειας προβλέψεις. Γι’ αυτό κι εγώ θα σου πω δυο λόγια πιο γενικά. Ήρθες στον κόσμο άγραφος και άκακος. Θα μεγαλώσεις μέσα στο σπίτι μας, που πέρα από τούβλα και μπογιές θα το περιβάλλουμε με αγάπη. Κι ύστερα θα πρέπει να βγεις παραέξω, να γίνεις Έλληνας.
Να ξέρεις, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Παντού γύρω σου, στο σχολείο, στους δρόμους της μέρας και της νύχτας, στα ψηφιακά μονοπάτια της ανεξέλεγκτης πληροφορίας, θα κυλάει γεμάτη ενέργεια η δύναμη της ευκολίας. Εύκολα λεφτά, εύκολα άσματα, εύκολες ειδήσεις, εύκολες γνώσεις, εύκολες γυναίκες, εύκολες ουσίες. Θα έρθουν φίλοι να σου πουν να δοκιμάσεις, παρέες να σε κάνουν να γλεντήσεις, ομάδες να σε κάνουν να πανηγυρίσεις.
Προτού να το καταλάβεις θα έχεις γίνει μέλος μιας μάζας. Και το πρώτο που θα έχεις χάσει είναι το ανθρώπινο ταλέντο τού να αγωνίζεσαι για να πετύχεις το οτιδήποτε. Το πρώτο που θα έχεις «κερδίσει» είναι η ανθρώπινη αδυναμία να ρίχνεις το φταίξιμο πάντα στους άλλους. Κάθε συνωμοσία θα σου φαίνεται πια λογική. Θα γίνεις μνησίκακος, θα χαίρεσαι με τη συμφορά των άλλων και θα λυπάσαι με τη χαρά τους.
Κι ύστερα, θα έρθουν δημαγωγοί που θα σε πείσουν ότι εσύ κι οι όμοιοί σου αξίζετε να διεκδικήσετε την ελευθερία, την ανεξαρτησία και άλλα βαρύγδουπα που θα σε πείσουν. Θα ακούς τους δημαγωγούς και θα ορμάς στις μάχες και στις φασαρίες. Θα νιώθεις μέρος μιας επανάστασης που δεν θα γίνει ποτέ. Κι ύστερα θα πληρώσεις το τίμημα. Ως στρατιώτης της δήθεν ελευθερίας, θα έχεις χάσει τη δική σου προσωπική ελευθερία.
Γιε μου, θα σε μεγαλώσω σε μια πατρίδα όπου πολλά παιδιά μαθαίνουν να γίνονται φασίστες από τα γεννοφάσκια τους. Καταναλωτές, συνωμοσιολόγοι, μνησίκακοι, οπαδοί των ομάδων, στρατιωτάκια των δημαγωγών, που με ένα νεύμα ορμούν στον εχθρό για να σφάξουν και να σφαχτούν.
Κι όμως, η πατρίδα αυτή, δεν ήταν πάντοτε έτσι. Έχει και δρόμους φωτεινούς. Παλιούς και δύσκολους, όμως φωτεινούς. Έχει μια γλώσσα που θα στη μάθω στα όριά της. Τα όρια της λογικής, της ιστορίας της και τα όρια της μουσικής της. Θα σε ταξιδέψω σε πόλεις και κάστρα αλλοτινών εποχών για να αντιστοιχίσεις τις έννοιες, μέχρι να φτάσεις στην αρχή τους. Θα σου βάλω τραγουδάκια ξεχασμένα, όπου τα λόγια σκαλίζουν τα πιο λεπτά συναισθήματα της ψυχής σου.
Τη γλώσσα μας μάς την άφησαν σοφοί αλλά και απλοί άνθρωποι που από τύχη ή φώτιση δεν έζησαν στο ζοφερό κλίμα ενός αέναου εθνικού διχασμού. Η επίγνωσή της είναι ο δύσκολος δρόμος. Αυτός που θέλω, όσο τίποτα άλλο σ’ αυτόν τον κόσμο, να ακολουθήσεις.
Θα μετατραπεί μέσα σου σε λογική, σε σκέψη, σε συναισθήματα. Θα σε βοηθήσει να καταλαβαίνεις καλύτερα τους αριθμούς, τις εξισώσεις, τον κόσμο που σε περιβάλλει, τα λεπτά νοήματα της φύσης. Αλλά και τους ανθρώπους, τη γυναίκα που θα αγαπήσεις. Κι ύστερα τη μετατρέπεις κι εσύ σε ό,τι θελήσεις: επιστήμη, τέχνη, φιλοσοφία ή απλή, καθημερινή σοφία της πράξης.
Κι αν όλα αυτά τα καταφέρω θέλω να μου υποσχεθείς, με τη σειρά σου, ότι δεν θα τα κρατήσεις για τον εαυτό σου. Ήρθες στη ζωή σε μια στιγμή που η πατρίδα σου κινδυνεύει να γίνει απόλειμμα του διχασμού της, λάφυρο απολιθωμένων ηγετίσκων, συνωμοσιολόγων και δημαγωγών.
Θέλω λοιπόν να μου υποσχεθείς πως θα κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου ώστε όσα ωραία, όσα λυτρωτικά σου δώσει η πατρίδα σου, δηλαδή τη γλώσσα, τις μουσικές και την ιστορία της, να τα γυρίσεις πίσω σε αυτήν. Γιατί εσύ, οι λίγο πιο μεγάλοι και οι αγέννητοι, είστε, θαρρώ, η μόνη ελπίδα που πια μας απέμεινε.
Παναγιώτης Πασπαλιάρης