Στο παρόν άρθρο με τον όρο σιτηρά θα εννοούμε τα χειμερινά σιτηρά, δηλαδή εκείνα που καλλιεργούνται το φθινόπωρο-χειμώνα και που είναι το σκληρό και μαλακό σιτάρι, το κριθάρι, η βρώμη, η σίκαλη και το τριτικάλε σε αντιδιαστολή με τα ανοιξιάτικα, δηλαδή, το καλαμπόκι, το ρύζι και το σόργο που καλλιεργούνται την άνοιξη-καλοκαίρι για τα οποία δεν θα αναφερθούμε εδώ.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα σιτηρά καταλαμβάνουν το 25% της καλλιεργούμενης έκτασης, ενώ στη χώρα μας το 32%. Ειδικά στη Θεσσαλία, που είναι το δεύτερο μεγαλύτερο σιτοπαραγωγικό διαμέρισμα της χώρας μετά τη Μακεδονία, τα σιτηρά καταλαμβάνουν το 46% της καλλιεργούμενης έκτασης, ενώ σε ότι αφορά ειδικά στο σκληρό σιτάρι, στη Θεσσαλία παράγεται το 31% της χώρας. Είναι γνωστό άλλωστε ότι παραδοσιακά η Θεσσαλία αποκαλούνταν και ο «σιτοβολώνας» της Ελλάδας.
Πέντε πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά των σιτηρών καταδεικνύουν τη σπουδαιότητά τους.
Πρώτα απ’ όλα για να αναφερθούμε στον τόπο μας, στη Θεσσαλία, καταλαμβάνουν σχεδόν τη μισή καλλιεργούμενη γη και αυτό έχει ιδιαίτερη οικονομική σημασία διότι γι’ αυτή τη γη κατασκευάσθηκαν διαχρονικά μεγάλα και δαπανηρά εγγειοβελτιωτικά έργα και επενδύθηκαν πολλά κεφάλαια σε μηχανήματα και κατασκευές, αλλά και κάθε χρόνο καταναλώνονται πολλές εργατοώρες και πολλά αναλώσιμα κεφάλαια για την καλλιέργειά της.
Είναι γνωστό επίσης ότι, τόσο παλαιότερα όσο και στις μέρες μας τα σιτηρά αποτελούν το κυριότερο προϊόν διατροφής του ανθρώπου, είτε ως ψωμί, παξιμάδια και διάφορα αρτοσκευάσματα, είτε ως ζυμαρικά, διάφορες πάστες και παραδοσιακά παρασκευάσματα, είτε ως πρώτη ύλη στη μπισκοτοποιία είτε ως απαραίτητο υλικό στη ζαχαροπλαστική κ.λπ., αλλά είναι απαραίτητα και στη διατροφή των ζώων.
Εξάλλου, τα σιτηρά και τα προϊόντα τους, τροφοδοτούν και στηρίζουν μία τεράστια γκάμα οικονομικών δραστηριοτήτων όπως βιομηχανίες, βιοτεχνίες, εργαστήρια και επιχειρήσεις εμπορίας, διαχείρισης και διανομής προϊόντων διατροφής καθώς και κλάδους των ζωοτροφών και όπου απασχολούνται χιλιάδες εργαζόμενοι.
Άλλος πολύ σημαντικός ρόλος των χειμερινών σιτηρών είναι η συμμετοχή τους μαζί με τα χειμερινά ψυχανθή στην αμειψισπορά, δηλαδή, στην εναλλαγή των εαρινών-ποτιστικών ετήσιων καλλιεργειών, μία πολύ σπουδαία αγρονομική τεχνική για τη διατήρηση της γονιμότητας και της αειφορίας του εδάφους. Αλλά, είναι εξίσου σημαντικός ο ρόλος τους όπου, και πάλι μαζί με τα χειμερινά ψυχανθή, εξασφαλίζουν τη φυτική κάλυψη τεράστιων εκτάσεων κατά τη χειμερινή περίοδο και προστατεύουν έτσι τα εδάφη από φαινόμενα απορροής, διάβρωσης και σκελετοποίησης.
Ενώ λοιπόν τα σιτηρά, είναι εξόχως παραδοσιακές καλλιέργειες της χώρας και οπωσδήποτε της Θεσσαλίας, τα προϊόντα τους είναι πολύ σημαντικά στη διατροφή του ανθρώπου και παίζουν πολύ σπουδαίο οικολογικό ρόλο στην αειφορία του εδάφους, τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζονται από τους παραγωγούς ως «φτωχοί συγγενείς», ως «αναγκαστικές» καλλιέργειες στη γεωργική εκμετάλλευση. Τα σιτηρά είναι σπουδαία αλλά και καταφρονεμένα.
Η χαμηλή κατά στρέμμα πρόσοδός τους, που κυμαίνεται γύρω στα 50 ευρώ ανά στρέμμα, σε συνδυασμό με τη μικρή έκταση της κάθε γεωργικής εκμετάλλευσης καθιστά την καλλιέργεια αδύναμη να εξασφαλίσει ικανοποιητικό εισόδημα στη γεωργική οικογένεια και έτσι αυτή διατηρείται εξ ανάγκης ως μία συμπληρωματική καλλιέργεια. Το γεγονός αυτό οδηγεί πολλούς παραγωγούς στη χρήση φτηνού εγχώριου σπόρου και όχι πιστοποιημένου, στη μη συστηματική φυτοπροστασία (ζιζάνια-ασθένειες), στη στέρηση της άρδευσης, ενώ αυτή είναι απαραίτητη στα στάδια από το καλάμωμα μέχρι το ξεστάχυασμα, χρονιές που επικρατεί ανομβρία τους μήνες Φεβρουάριο μέχρι Απρίλιο. Και όλα αυτά βέβαια για ένα και μοναδικό σκοπό, τη μείωση των δαπανών παραγωγής, αφού από ότι φαίνεται μέχρι τώρα οι παραγωγοί από μόνοι τους και ο καθένας χωριστά, δεν έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την τιμή και δεν θα μπορέσουν ποτέ να την επηρεάσουν διότι τα σιτηρά πέφτουν αναγκαστικά στον ανταγωνισμό των πολύ μεγάλων σιτοπαραγωγών χωρών όπως Ρωσία, Ουκρανία, Ρουμανία, Πολωνία, Γερμανία, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Καναδάς, ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, τα Ελληνικά σιτηρά έχουν ένα μεγάλο προσόν, την ποιότητα που οφείλεται στις πολύ καλές εδαφοκλιματικές συνθήκες και χάριν της οποίας λαμβάνουν μία σημαντική προστιθέμενη αξία στην τιμή τους, που όμως την κερδίζει ολοκληρωτικά το εμπόριο.
Τέλος, έχει μεγάλο ενδιαφέρον η μεταποίηση των σιτηρών η οποία καλύπτει μία τεράστια γκάμα από τη βιομηχανία των αλεύρων, της μπισκοτοποιίας, των ζυμαρικών και τις βιοτεχνίες και τα εργαστήρια που δραστηριοποιούνται στο ψωμί, τα διάφορα αρτοσκευάσματα και τη ζαχαροπλαστική, μέχρι τα παραδοσιακά χειροποίητα παρασκευάσματα με βάση το σιτάρι και το αλεύρι – τραχανάδες, πάστες, πίτες κλπ –, καθώς και τους κλάδους των ζωοτροφών, όπου θα μπορούσαν και θα έπρεπε να διεκδικήσουν οι παραγωγοί ένα μερίδιο.
Αν λάβουμε υπόψη την παγκόσμια τάση αύξησης της σιτοκαλλιέργειας, αλλά και τη συνεχή αύξηση της ζήτησης σιτηρών στη χώρα μας, τη σπουδαιότητα στη διατροφή του ανθρώπου και των ζώων, το σημαντικό περιβαλλοντικό ρόλο τους και το σημαντικό επίσης ρόλο που παίζουν στην οικονομία της χώρας γενικότερα, τα σιτηρά θα πρέπει να τύχουν μεγαλύτερης προσοχής και ενδιαφέροντος τόσο από τους παραγωγούς όσο και από τους φορείς τους. Και θα πρέπει να στοχεύσουν προς τέσσερις κατευθύνσεις. Πρωτίστως, στη βελτίωση της παραγωγικότητας της καλλιέργειας με πιστοποιημένους σπόρους, με συστηματική φυτοπροστασία και με ενίσχυση της απαιτούμενης υγρασίας στα κρίσιμα στάδια καλάμωμα-ξεστάχυασμα κατά τις χρονιές ανομβρίας, με σκοπό την επίτευξη καλών αποδόσεων και της ολικής έκφρασης καλής ποιότητας που τα εδάφη και το κλίμα μας μπορούν να δώσουν. Το δεύτερον, είναι η ένταξη των σιτηρών σε συστήματα πιστοποιημένης ποιότητας, ώστε να έχουν το απαιτούμενο διαβατήριο στις αγορές που πλέον το ζητούν. Τρίτον και ίσως το σημαντικότερο, είναι η οργάνωση των παραγωγών σε συνεταιρισμούς και ομάδες, ώστε να αποκτήσουν οντότητα και διαπραγματευτική ικανότητα στην αγορά, στη διαμόρφωση των τιμών, στην εφαρμογή συστημάτων ποιότητας και στα κέρδη από την ποιότητα και στη μείωση των δαπανών των γεωργικών εφοδίων. Τέλος, θα πρέπει να απασχολήσει πολλούς η προοπτική να έχουν μερίδιο από τη μεταποίηση. Ιδιαίτερα μικρές βιοτεχνίες, εργαστήρια και οπωσδήποτε ομάδες ή συνεταιρισμοί παραγωγών θα έπρεπε να προχωρήσουν σε προϊόντα τοπικά και παραδοσιακά, να δημιουργήσουν όνομα. Είναι κρίμα ο σιτοβολώνας της Ελλάδας να μην έχει ονομαστά προϊόντα του σίτου. Στόχος θα πρέπει να είναι τα σιτηρά να εξακολουθήσουν να είναι σπουδαία αλλά όχι καταφρονεμένα.