Ήταν Οκτώβριος του 1912 όταν ξεκίνησε από τη Λάρισα η νικηφόρα πορεία του Ελληνικού στρατού, η οποία επανέφερε μετά από αιώνες την ελευθερία στην Μακεδονία. Πρώτη περιοχή που απελευθερώθηκε ήταν η επαρχία Ελασσόνας, η οποία είχε μείνει έξω από την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881, σύμφωνα με τη συνθήκη του Βερολίνου. Τις παραμονές του πολέμου αυτού η πόλη μας, είχε αποτελέσει το ορμητήριο του απελευθερωτικού αγώνα και χιλιάδες στρατιώτες και επίστρατοι με τους αξιωματικούς τους, φωτογράφοι και δημοσιογράφοι από την Ελλάδα και όλον τον κόσμο, καθώς και κινηματογραφικά συνεργεία, την είχαν κατακλίσει απ’ άκρου εις άκρον. Μεταξύ των δημοσιογράφων μπορούμε να κατατάξουμε και τον Τιμολέοντα Αμπελά[1], ο οποίος κατέγραψε τις αναμνήσεις του από την πρώτη ημέρα του πολέμου καιτο 1914 τις εκτύπωσε σε βιβλιαράκι 38 σελίδων, το οποίο κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Η εισβολή του Ελληνικού Στρατού εις την Ελασσόνα»[2]. Το πρώτο κεφάλαιο των αναμνήσεών του επιγράφεται «Παραμοναί». Σ’ αυτό μνημονεύει όχι μόνον τις στρατιωτικές προετοιμασίες του επικείμενου πολέμου που επικρατούσαν στη Λάρισα, αλλά περιγράφει και την πόλη όπως ήταν την περίοδο εκείνη. Από το κεφάλαιο αυτό απομονώσαμε όσα σημεία έχουν σχέση με την πόλη μας γιατί, όπως θα διαπιστωθεί, έχουν ενδιαφέρον και μάλιστα όταν είναι καταγραμμένα από μια προσωπικότητα που διετέλεσε δικαστικός, είχε υπηρετήσει επί δύο χρόνια ως εφέτης στη Λάρισα και συγχρόνως ήταν λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Η γραφή του Αμπελά, μια και ήταν οπαδός των γλωσσικών ιδεών του Μυστριώτη, είναι στην λόγια καθαρεύουσα της περιόδου εκείνης, για ευχερέστερη όμως ανάγνωση και καλύτερη κατανόηση από τους αναγνώστες της στήλης την μεταγράψαμε στην σημερινή καθομιλούμενη γλώσσα. Γράφει λοιπόν ο Τιμολέων Αμπελάς:
«Η Λάρισα με τους μεγάλους δρόμους και τις πλατείες, με τους μιναρέδες που έχουν διασωθεί και τους πολλούς στρατώνες, με τις απέραντες πεδιάδες που την περιβάλλουν και την εγγύτητα των ελληνοτουρκικών συνόρων τα οποία απέχουν δύο ώρες από την πόλη, έμοιαζε σαν απέραντο και πολυθόρυβο παρασκήνιο του μεγάλου θεάτρου του πολέμου. Θόρυβος δαιμονιώδης καθ’ όλητην διάρκεια της ημέρας και της νύκτας, αποτελούμενος από τα αδιάκοπα σαλπίσματα των μετακινούμενων τμημάτων στρατού, από τα ακατάπαυστα συρίγματα των σιδηροδρόμων οι οποίοι κατέφθαναν κάθε τέταρτο της ώρας από Βόλο και Αθήνα, από τον κρότο των αυτοκινήτων και τους καλπασμούς των ίππων, από τον θόρυβο των διερχομένων αμαξών και κάρων, κρατούσε τους πολίτες σε μια διαρκή νευρική διέγερση. Όλοι, και όσοι μετείχαν στα διερχόμενα στρατεύματα και οι θεατές της αδιάκοπης κίνησης, βρισκόμασταν επί ποδός ή συνωστιζόμασταν στα καφενεία και τις κεντρικές πλατείες, βλέποντας ή αποχαιρετώντας τους διερχόμενους οπλίτες […] και το ασυνήθιστο θέαμα των στρατιωτών που ξεπερνούσαν τις εκατό χιλιάδες, οι οποίοι μετακινούνταν σαν ατέλειωτες σειρές μυρμηγκιών σε κάθε δρόμο και πλατεία ή συνωστίζονταν στα λίγα καφενεία της πλατείας που έφερε το όνομα της «ειρηνικωτάτης» Θέμιδος. Μεγάλες συγκεντρώσεις από χιλιάδες βαθμοφόρους, εκατοντάδες δημοσιογράφους, φωτογράφους και κινηματογραφικούς απεσταλμένους παρατηρούνταν στα δύο μεγαλύτερα καφενεία αυτής της πλατείας και ιδίως στο «Πανελλήνιον», όπου διασταυρώνονταν με ομάδες από ελληνίδες, ουγγαρέζες και γερμανίδες νοσοκόμες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας αποβιβάζονταν στο «Πανελλήνιον» και καραβάνια ολόκληρα από άτομα που έρχονταν από την Αθήνα […]. Εκείνες τις ημέρες δεν υπήρχε στα ξενοδοχεία ούτε μια γωνία, μικρή ή μεγάλη, για όσους κατέφθαναν στην πόλη. Η αστυνομία είχε ξεκινήσει άμεσα την επίταξη σπιτιών, τα οποία φιλοξενούσαν όσους δεν είχαν «που την κεφαλήν κλίναι». Τα Σχολεία και τα Δικαστήρια είχαν μεταβληθεί σε ξενώνες ή νοσοκομεία, αλλά όλα αυτά δεν επαρκούσαν για να στεγάσουν προσωρινά τους επίστρατους οι οποίοι κατέφθαναν στην πόλη σωρηδόν. Μια ομάδα πενήντα επίστρατων από την Νάξο και την Πάρο, έπειτα από περιπλάνηση δύο ωρών στους δρόμους της σκοτεινής Λάρισας, είχαν φθάσει μέχρι την πλατεία και προγραμμάτιζαν να ξαπλώσουν στην ύπαιθρο, κάτω από βροχή. Αμέσως επιτάχθηκε το γωνιακό καφενείο της πλατείας[3], καθώς και η αυλή του θερινού θεάτρου που διέθετε, και εκεί στοιβάχθηκαν σαν σαρδέλες και πέρασαν όλη τη νύχτα.
Για μέρες η πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, η οποία σε καιρό ειρήνης μόλις περνάει τις δέκα χιλιάδες κατοίκους, φιλοξενούσε τουλάχιστον δεκαπενταπλάσιο κινητό πληθυσμό. Σχηματίζονταν ουρές στα εστιατόρια και πολλοί περίμεναν επί ώρες για να βρουν μια θέση. Τα λίγα παντοπωλεία της πόλεως είχαν εσπευσμένα προμηθευθεί μεγάλες ποσότητες εδώδιμων προϊόντων και κονσερβών […]. Σ’ αυτό το μωσαϊκό του κινητού πληθυσμού που μετακινούνταν όπως τα αντικείμενα στο καλειδοσκόπιο[4], επικρατούσε το χακί. Κυκλοφορούσαν όμως και ενδυμασίες με όλα τα χρώματα, όπως τα χτυπητά χρώματα των τσιγγάνων γυναικών, των χωρικών, τα υπόλευκα των φουστανελοφόρων και τα ιδιότυπα των προσκόπων που είχαν συρρεύσει στην πόλη. Στα μεγάλα καφενεία επικρατούσαν κυρίως τα αστραφτερά ξίφη και τα λαμπερά κουμπιά από τις στολές των αξιωματικών και οι πολεμικές στολές των διαφόρων πολεμικών ανταποκριτών[…]. Πολλοί από τους τελευταίους αναζητούσαν την άδεια του στρατηγείου για να μετακινηθούν προς το μέτωπο, αλλά τούτο δεν ήθελε να χορηγήσει άδειες σε δημοσιογράφους και πολεμικούς ανταποκριτές, ούτε και στα κινηματογραφικά συνεργεία που είχαν έλθει για να αποθανατίσουν την έναρξη του προαναγγελθέντος πολέμου. Κατόπιν τούτου ο κ. Λεόνς που ήταν επικεφαλής του συνεργείου, περιορίσθηκε κατά τις πρώτες ημέρες να κινηματογραφήσει την αναχώρηση του στρατού για το μέτωπο, την άφιξη του Αρχιστρατήγου, κατόπιν του βασιλέως Γεωργίου, της βασιλίσσης Όλγας και την μεταφορά των πρώτων Τούρκων αιχμαλώτων. Όμως σκεπτόμουν ότι θα ήταν ιστορικό απόκτημα η κινηματογραφική διάσωση των πρώτων μαχών και η αποτύπωση σε ταινία των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων.
(Συνεχίζεται)
[1]. Ο Τιμολέων Αμπελάς ήταν δικαστικός, λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 4 Μαΐου 1849,ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σύρο και αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως δικηγόρος στη Σύρο και εν συνεχεία ως δικαστής σε διάφορες επαρχιακές πόλεις. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε από τη μαθητική του ήδη ηλικία το 1865. Έγραψε δράματα, κωμωδίες, ιστορικές μελέτες, συλλογές διηγημάτων. Διετέλεσε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Εθνοφύλαξ» και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός. Στο γλωσσικό ζήτημα ήταν υπέρ της καθαρεύουσας, μάλιστα συμμετείχε ως ανακριτής στην υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου το 1911. Πέθανε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1926.
[2] Αμπελάς Τιμολέων, Η εισβολή του Ελληνικού στρατούς εις την Ελασσόνα. Το πρώτον λάφυρον. Αναμνήσεις της πρώτης ημέρας του πολέμου, εν Αθήναις, εκδοτικός οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1914.
[3]. Πρόκειται για το καφενείο «Παράδεισος», ιδιοκτησίας του φαρμακοποιού Μανεσιώτου, το οποίο διέθετε και δύο θεατρικές σκηνές, μία χειμερινή εντός του καφενείου και μία δεύτερη θερινή υπαίθρια στην αυλή του. Βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Μεγ. Αλεξάνδρου και Κούμα. Στο σημείο αυτό μεταπολεμικά κτίσθηκε ο κινηματογράφος «Ορφεύς», ενώ σήμερα στεγάζονται υποκατάστημα τράπεζας και στη γωνία κατάστημα γνωστής πανελλήνια αλυσίδας αρτοσκευασμάτων και γλυκισμάτων.
[4]. Το καλειδοσκόπιο είναι οπτικό όργανο που συνήθως χρησιμοποιείται ως παιδικό παιχνίδι. Πρόκειται για έναν σωλήνα που από τη μία άκρη του τοποθετείται στο μάτι και από την άλλη, με τη βοήθεια μικρών κατόπτρων, αντανακλάται το εισερχόμενο φως με τέτοιο τρόπο ώστε εμφανίζονται συμμετρικές εικόνες από μικρά κομμάτια γυαλί. Με την περιστροφή του σωλήνα τα κομματάκια κινούνται και έτσι δημιουργούνται διαφορετικοί έγχρωμοι σχηματισμοί.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com
.