εργοστάσιά τους, ο ΡίτσαρντΤρέβιθικ, το 1803, παρουσιάζει στο κοινό την πρώτη ατμάμαξα, οι «Τάιμς» του Λονδίνου γράφουν στο φύλλο της 8ης Ιουλίου 1808: «Πληροφορούμαστε από αξιόπιστη πηγή ότι μια ατμομηχανή πρόκειται να συναγωνιστεί σε ταχύτητα κάθε άλογο, φοράδα ή ευνουχισμένο ίππο, τον προσεχή Οκτώβριο» και ο «Ομπσέρβερ» υπερθεματίζει: «Η πιο εκπληκτική μηχανή που επινοήθηκε ποτέ».
Ενώ ο Ναπολέων, κατατροπωνόταν στο Βατερλώ, το 1815, από τις συνεργαζόμενες αγγλο-γερμανικές δυνάμεις των Ουέλιγκτον – Μπλίχερ, η εισαγωγή του ατμού στα εργοστάσια, ανέβασε στα ύψη τη βιομηχανική παραγωγή, η υπερπαραγωγή έφερε την υπερκατανάλωση και αυτή την αύξηση των εξαγωγών, - ιδιαίτερα στις μακρινές Ινδίες, - όπου τα εισαγόμενα φθηνά βαμβακερά, εκτόπισαν τα ινδικά, με αποτέλεσμα την ανεργία δεκάδων χιλιάδων εργατών στα υφαντουργεία.
Δύο δεκαετίες αργότερα, ενώ οι εξεγέρσεις των εργατών σε όλη την Ευρώπη (επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, κίνημα των χαρτιστών1 στη Βρετανία), καταπνίγονται και οι Κάρλ Μάρξ – Φρ. Έγκελς συντάσσουν το κομμουνιστικό Μανιφέστο, η βασίλισσα Βικτωρία, γράφει στο ημερολόγιό της: «Είμαστε ικανοί να καταφέρουμε τα πάντα».
ΙΝΔΙΑ. Χώρα απέραντη, σχεδόν ίση σε έκταση με την Ευρώπη και δεύτερη πολυπληθέστερη στον κόσμο, μωσαϊκό φυλών, γλωσσών, θρησκειών, αλλά αδύναμη πολιτικά-οικονομικά, δέχτηκε αδιαμαρτύρητα τη μοίρα της.
Οι πρώτοι κατακτητές Ολλανδοί - Γάλλοι -Πορτογάλοι αφού εκμεταλλεύτηκαν για αρκετές δεκαετίες τις όποιες πλουτοπαραγωγικές πηγές της, παραχώρησαν ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου στους Άγγλους, οι οποίοι με την ίδρυση της Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών, ενίσχυσαν τη θέση τους στον εμπόριο με απώτερο σκοπό τη διείσδυση στις αγορές της Κίνας.
Το 1861 ο πρόεδρος της Εταιρίας, Τσάιλντ, δηλώνει αυτάρεσκα: «Τώρα μπήκα στα θεμέλια μιας μεγάλης, αιώνιας και ασφαλούς αγγλικής κτήσης, στις Ινδίες».
Το 1824 έφθασε η Εταιρία να έχει 170 συντάγματα Ινδών στρατιωτών, 16 ευρωπαϊκά συντάγματα με συνολικό αριθμό 200.000 στρατιωτών.
Στις εύφορες πεδιάδες της Ινδίας-Βιρμανίας, οι αγρότες, με τη στήριξη της Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών, εκτός των άλλων, καλλιεργούν και την παπαρούνα (Μήκωνα την Υπνοφόρο), από την οποία εξαγόταν το όπιο, για ιατρικούς μόνο σκοπούς, λόγω της ισχυρής αναλγητικής δράσης των παραγώγων του (μορφίνη-κωδεΐνη).
Το 1819 οι Βρετανοί καταλαμβάνουν το «ελεύθερο λιμάνι» της Σιγκαπούρης, κι έτσι, «βάζουνε πόδι» σε μία περιοχή εύκολης πρόσβασης προς τα κινεζικά λιμάνια.
ΚΙΝΑ. Η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου με τα 400 εκατομ. κατοίκους το 1850 και τον πανάρχαιο πολιτισμό, έγινε ο στόχος των ιμπεριαλιστών, κυρίως των Βρετανών, που ήθελαν να προωθήσουν τα εμπορεύματά τους σε μια χώρα, που το εμπόριο με τους «βαρβάρους», όπως τους αποκαλούσαν οι Κινέζοι, το έβλεπαν με επιφύλαξη.
Η Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών διεξήγαγε τώρα εμπόριο τριών φάσεων· εισήγαγε αγγλικά βαμβακερά στην Ινδία, εξήγαγε στην Κίνα ινδικό βαμβάκι και έφερνε από την Κίνα τσάι, μεταξωτά και πορσελάνες, που τα διοχέτευε στην αγγλική αγορά, αλλά και στην ευρωπαϊκή. Όταν λίγο αργότερα διαπίστωσαν πως το εμπορικό ισοζύγιο με την Κίνα κατέστη αρνητικό, η «ξένη λάσπη», όπως αποκαλούσαν οι Κινέζοι το όπιο, θα τους ξελάσπωνε…, αφού στο τέλος του 18ου αιώνα, οι ποσότητες του οπίου που προωθήθηκε στην Κίνα έφτασε τα 2.000 κιβώτια (125 τόνους) και το 1830 τα 100.000 κιβώτια.
Με πρωτοβουλία της Εταιρίας φυτεύονται χιλιάδες στρέμματα της παπαρούνας, της οποίας ο χυμός συλλέγεται με εντομές στους καρπούς (κωδιές), συσκευάζεται σε μπάλες του ενός κιλού και μεταφέρεται στη Βεγγάλη, όπου πωλείται στην Καλκούτα σε πλειστηριασμό και καταλήγει στην Κίνα, με μεσάζοντες Άγγλους και Κινέζους εμπόρους. Ο αριθμός των τοξικομανών φτάνει στην Κίνα τα 12 εκατομ. το 1835, πράγμα που καταθορυβεί τις κινεζικές αρχές, ενώ οι Βρετανοί πολίτες χρησιμοποιούν το λαύδανο για παυσίπονο, που ήταν μίγμα γλυκού κρασιού με ελάχιστους κόκκους οπίου.
Το 1973 φτάνει στην Κίνα ο λόρδος Μακάρτνι με σκοπό να ζητήσει το άνοιγμα και άλλων λιμανιών – εκτός της Καντόνα – και την εγκατάσταση βρετανικής πρεσβείας στο κινεζικό έδαφος. Από πολύ παλιά οι Κινέζοι αισθανόταν πως υπερείχαν όλων των άλλων λαών του κόσμου και αποκαλούσαν τη χώρα τους «Κεντρικό βασίλειο» και τον αυτοκράτορα «Γιό του Ουρανού». Επί πλέον δεν δεχόταν πρεσβευτές ή ξένες αποστολές, τους οποίους αποκαλούσαν «κομιστές φόρου υποτέλειας» και «κόκκινους βαρβάρους», από το κόκκινο χρώμα της στρατιωτικής στολής τους.
Η άρνηση της Κίνας να ανοίξουν και άλλα εμπορικά λιμάνια – εκτός της Καντόνα – έφερε την ένταση στις σχέσεις με τη Βρετανία. Το 1831 με τον τερματισμό του μονοπωλίου της Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών και τη θέσπιση του ελεύθερου εμπορίου, αναλαμβάνει δράση η επίσημη βρετανική κυβέρνηση με την αποστολή του Αρχιεπιθεωρητή Εμπορίου στην Κίνα λόρδου Νάπιερ, ο οποίος ζήτησε στρατιωτική επέμβαση, λέγοντας: (…) Τι μπορεί να πράξει ένας στρατός με τόξα, βέλη, ακόντια και ασπίδες, εναντίον μιας μικρής ομάδας βρετανών βετεράνων πολεμιστών;(…) και αναρτά πανώ με το εξής κείμενο: «Γιατί χιλιάδες φιλόπονοι Κινέζοι πρέπει να καταστραφούν και να υποστούν ταλαιπωρίες εξ αιτίας του κυβερνητικού παραλογισμού;» Ο Κινέζος διοικητής, απαντά: «Παράνομος ξένος σκλάβος εξέδωσε μια προκήρυξη… Ο βάρβαρος σκύλος έχει το θράσος να αυτοαποκαλείται κυβερνητικός εκπρόσωπος. Αποτελεί εσχάτη προδοσία η υποκίνηση στάσης και έχουμε κάθε δικαίωμα να ζητήσουμε τον αποκεφαλισμό του». Διατάσσει την απομάκρυνση όλων των Βρετανών και ετοιμάζονται για την επικείμενη αναμέτρηση. Ο πρώτος πόλεμος του οποίου αρχίζει. Ήταν 1839.
Στο λιμάνι της Καντόνα οι βρετανικές φρεγάτες σηκώνουν τις άγκυρες και κινούνται προς την έξοδο. Οι ανταλλαγές πυρών μεταξύ των κανονιών των οχυρών βρετανικών κανονιών, ανάγκασαν τα κινεζικά πυρπολικά (μαούνες) να αναλάβουν δράση με σκοπό να αποκλείσουν τον Αγγλικό στόλο μέσα στο λιμάνι, ενώ ο Νάπιερ λέει: «Είναι σοβαρό αδίκημα να προσβάλει κανείς τη βρετανική σημαία». Τον Αύγουστο του 1842 οι Βρετανοί νικητές, ανάγκασαν τους Κινέζους να υπογράψουν τη Συνθήκη του Νανκίνγκ, σύμφωνα με την οποία άνοιγαν πέντε κινεζικά λιμάνια στους Βρετανούς, πλήρωναν αποζημίωση για τις κατασχέσεις του οπίου και παραχώρησαν το νησί του Χονγκ Κονγκ στους Βρετανούς.
Ο δεύτερος πόλεμος του οπίου, το 1856, με αφορμή το θάνατο είκοσι βρετανών στρατιωτών κατά τη διάρκεια συμπλοκής με Κινέζους, ήταν σύντομος αλλά και βάρβαρος, εκ μέρους των Άγγλων. Ο εκδικητικός διοικητής των βρετανικών δυνάμεων κόμης Έλγιν (γιος του περιβόητου καταστροφέα του Παρθενώνα), δίνει εντολή να καεί το θερινό αυτοκρατορικό ανάκτορο με τους περίφημους οκτώ ναούς, τους θησαυρούς, τα αυτοκρατορικά κειμήλια, ανυπολόγιστης αξίας αντικείμενα… Δεν έμεινε τίποτα όρθιο.
Με τη συνθήκη του Πεκίνου, το 1860, παίρνει τέλος η σύρραξη, καλύτερα η βάρβαρη επίθεση μιας αυτοκρατορίας θρασύτατης, εναντίον άλλης, ήσυχης, εσωστρεφούς, πολιτισμένης και αθώας.
1. Χαρτιστές. Οι οπαδοί του κινήματος της «Χάρτας», για το δικαίωμα ψήφου σε όλους.
Βοηθήματα
W.TRAVIS HANES III – FRANK SANELLO Οι πόλεμοι του οπίου Γκοβόστης 2002
Τόμας ντε Κουίνσυ. Εξομολογήσεις ενός οπιοφάγου Εστία 1985
Ζαν Κοκτώ, Το όπιο, Ίκαρος
Μεγάλη Ιστορική εγκυκλοπαίδεια τ. 8ος Μοντέρνοι καιροί
Παγκόσμια Ιστορία 1800-1850 Ο παλμός των επιχειρήσεων. Καπόπουλος