Η έλλειψη αυτή εξηγεί σε σημαντικό βαθμό την τροπή των πολιτικών πραγμάτων κατά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και το πώς η χώρα οδηγήθηκε σε χρεοκοπία και Μνημόνιο.
Στη συνείδηση του απλού πολίτη, συλλήβδην, οι πολιτικοί όλων των κομμάτων και των ιδεολογικών αποχρώσεων έχουν ταυτιστεί με τους αριβίστες και θεσιθήρες του δημόσιου βίου, οι οποίοι λυμαίνονται τα αξιώματα της πολιτείας προς ίδιον όφελος.
Η κρίση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως μανιχαϊστική, καθώς εμπεριέχει μεγάλες δόσεις θυμού και οργής των πολιτών σε βάρος του πολιτικού κόσμου για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, κυρίως κατά την επταετία της οικονομικής κρίσης. Υπάρχουν βέβαια ακόμη πολιτικοί που θέτουν σε πρώτη προτεραιότητα το εθνικό συμφέρον από το ατομικό. Αλίμονο εάν δεν υπήρχαν…
Ωστόσο, ο επαγγελματισμός και η χρησιμοθηρία συνεχίζουν να αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πολιτικού προσωπικού της χώρας μας, καθώς η διατήρηση της βουλευτικής έδρας σε καιρούς χαλεπούς αποτελεί «ισχυρό» πρόταγμα, ενώ το δέλεαρ της παραμονής στην εξουσία αποδεικνύεται ιδιαίτερα θελκτικό, ώστε σε αρκετές περιπτώσεις το commune bonum να τίθεται σε δεύτερη μοίρα ή να παραβιάζονται διατάξεις του Συντάγματος.
Γι’ αυτό, καλό είναι να μην εκπλήσσεται ο πολίτης γιατί η διακηρυγμένη πρόθεση των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης, ακόμη και των πιο πρόσφατων, να εκριζώσουν το πελατειακό κράτος αποδείχτηκε μια συνηθισμένη φθηνή προεκλογική πομφόλυγα, ενώ οι περιπτώσεις πολιτικών που εξήλθαν από το δημόσιο βίο φτωχότεροι ή πένητες είναι μάλλον λιγοστές.
Επειδή, λοιπόν, επιδίωξή μας είναι «να φανούμε χρήσιμοι και όχι αρεστοί», στο σημείωμα αυτό θα αναφερθούμε σε ένα «επεισόδιο» από τη στρατιωτική υπηρεσία του Νικολάου Πλαστήρα, ενδεικτικό για τον τρόπο που ο ίδιος πολιτεύτηκε αργότερα ως δημόσιος ανήρ.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας, γνωστός ως «Μαύρος Καβαλάρης», γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1883 στο Μορφοβούνι Αγράφων Καρδίτσας. Έλαβε μέρος σε όλες τις μεγάλες πολεμικές περιπέτειες του ελληνισμού κατά την περίοδο 1910-1935. Διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας τρεις φορές, μεταξύ 1945-1952. Πέθανε πάμπτωχος, σε ηλικία εβδομήντα χρονών, στις 27 Ιουλίου 1953, σε ένα φτωχικό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας.
Το παρακάτω περιστατικό, το οποίο αφηγείται ο Γιάννης Σπανδωνής στη βιογραφία του με τίτλο «Νικόλαος Πλαστήρας. Η χαμένη ευκαιρία της Ελλάδος» (εκδ. Πατάκη 2001), σκιαγραφεί το πρότυπο του αληθινού ηγέτη, του «υπηρέτη» του κοινωνικού συνόλου, που προσωποποίησε ο Πλαστήρας.
Κατά την υποχώρηση, λοιπόν, του ελληνικού στρατού στη Μικρασία, ύστερα από το «σπάσιμο» του μετώπου στο Αφιόν Καραχισάρ, την 13η Αυγούστου 1922, το Σύνταγμα του Πλαστήρα ήταν από τα λιγοστά που αποχώρησαν συντεταγμένα.
Σε μια πλαγιά ανάμεσα στα βουνά Τουκμάν Νταγ και Ελμά Νταγ, ο Πλαστήρας σταματάει τους ευζώνους του για δίωρη ανάπαυση. Τοποθετεί σκοπούς, ορίζει περίπολο και δίνει εντολή να τους ξυπνήσουν μετά από δύο ώρες. Πέφτουν όλοι τους «ξεροί».
Εκείνος όμως υποπτευόμενος ότι από την απέναντι κορυφή μπορεί να «ξεφυτρώσει» ο εχθρός, δεν αναπαύεται αλλά ανεβαίνει ένοπλος έως εκεί, όπου φυλάγει ως σκοπός μέχρι το χάραμα. Όταν ξύπνησαν οι τσολιάδες και η περίπολος κινήθηκε έως την κορυφή, διέκριναν έναν άνδρα στο σύθαμπο. Δεν τον αναγνώρισαν και ετοιμάστηκαν να τον χτυπήσουν, ώσπου άκουσαν τη φωνή του διοικητή τους: «Εγώ είμαι, παιδιά, πλησιάστε».
Οι στρατιώτες έμειναν για λίγο αμήχανοι και προσπάθησαν να δικαιολογηθούν για πιθανή δική τους ολιγωρία. Τότε έλαβαν την απάντηση του συνταγματάρχη, η οποία προδίδει και το μεγαλείο του ανδρός: «Εγώ πηγαίνω καβάλα και είμαι πιο ξεκούραστος από σας. Εσείς πάτε με τα πόδια, και φορτωμένοι. Αν δεν σας φυλάξω εγώ, ποιος θα σας φυλάξει;». Δάκρυσαν λοχίας και τσολιάδες. «Αυτός δεν είναι διοικητής, έλεγαν μετά. Αυτός είναι πατέρας».
Δυστυχώς, οι πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης όχι μόνο δεν επέδειξαν προς τους πολίτες ανάλογη ρωμαλέα στάση με αυτή του Πλαστήρα προς τους ευζώνους του, αλλά μηχανεύτηκαν τρόπους και επινόησαν επικοινωνιακά τεχνάσματα για να διατηρηθούν στην εξουσία προς όφελος των ιδίων και των ελίτ που εκπροσωπούν. Και συνεχίζουν…