Κρέμονταν η Νόρα από εκείνη τη σταγόνα που αιωρούνταν διστακτικά στο δάχτυλο της γιαγιάς. Έτσι κρέμεται το βλέμμα της και τώρα από τις σταγόνες της βροχής που δέρνουν το χώμα, κι εκείνο τις καταπίνει αχόρταγα. Η δίψα του κάμπου απ΄ την κάψα του καλοκαιριού δεν σβήνει εύκολα με την πρώτη φθινοπωρινή βροχή! Τις κοιτούσε ακουμπώντας το μέτωπο στο τζάμι και δάγκωνε τα χείλια της.
- Μπόρα του Σεπτέμβρη είναι, θα σταματήσει! Μην ανησυχείς! ακούστηκε η μάνα της από το μέσα δωμάτιο που πήγαινε κι έρχονταν από το νεροχύτη στο μπουφέ. Είχε να τακτοποιήσει στοίβες πιατικών από τα χτεσινά αρραβωνιάσματα της Νόρας.
- Δε μου λες; …ρώτησε ο άντρας της διστακτικά όταν ήρθε το προξενιό, της ήρθαν τα «ρούχα»; Ερώτηση καθόλου αδικαιολόγητη, αφού η Νόρα μόλις είχε κλείσει τα 14. Είχε βέβαια πάρει το δίπλωμα ραπτικής.
Η Νόρα σκούπιζε με το μανίκι της το τζάμι. Όσο κι αν εμπιστεύονταν τη γνώμη της μάνας της, ανησυχούσε με αυτή τη βροχή που έπεφτε χωρίς να πάρει ανάσα.
-Δε λες καλά που βρέχει και δεν θα έχει σκόνη απόψε! Χάλια θα γίνονταν οι γοβίτσες σου! Τι να σου κάνει και η έρημη η καταβρεχτήρα του δήμου! Πως να καταλαγιάσει τόση σκόνη στο χώμα! Τόσα πόδια το πατούν και σέρνονται πάνω του και πάν κι έρχονται και παν κι έρχονται κάθε βράδυ. Ξανακούστηκε η μάνα της.
Ένας ανεπαίσθητος αναστεναγμός που φούσκωσε το εφηβικό της στήθος θόλωσε τα τζάμια. Άφησε την κουρτίνα και κατευθύνθηκε στο ντιβάνι. Έσκυψε και τράβηξε ένα κουτί. Οι άσπρες γοβίτσες της τής χαμογέλασαν μόλις άνοιξε το καπάκι. Μια λάμψη σα νεογέννητη αστραπή σχηματίστηκε στα μάτια της. Την έσβησε όμως η βροντή που έκανε τα τζάμια να τρίξουν. Έβαλε τη μια δίπλα στην άλλη και γλίστρησε απαλά τα λεπτά ποδαράκια της μέσα τους. Ψήλωσε με μιας. Έκανε δυο τρεις στροφές και πήγε πάλι στο παράθυρο. Τικ τακ, τικ τακ οι γόβες στο πράσινο μωσαϊκό. Τικ τακ, τικ τακ και η καρδιά της. Γι΄ αυτό δεν ήθελε να βρέχει απόψε. Για να ακούσει αυτόν τον ήχο καθώς θα περπατά προς το παζάρι. Πρώτη φορά θα φόραγε γόβες! Πρώτη φορά θα πήγαινε χωρίς τους γονείς της στο παζάρι. Αυτό ήταν αρκετό να διώξει την αμηχανία που ένιωθε όταν κοιτούσε τη βέρα που της πέρασαν στον παράμεσο πριν λίγες μέρες. Αυτή με γόβες στο παζάρι! Θυμήθηκε εκείνες τις κοπέλες στις ταινίες, στο θερινό σινεμά «Χαραυγή», που πήγαιναν τις Κυριακές. Άσπρες γόβες φόραγαν κι εκείνες. Θυμήθηκε και τις άλλες τις κοπέλες που συναντούσε στο παζάρι στα μέσα κάθε Σεπτέμβρη. Σφιχτές, μυτερές γόβες, που έκαναν τα δάχτυλα να πονούν κι έτσι στην επιστροφή έβλεπε να τις κρατούν στο χέρι και να περπατούν ξυπόλητες. Σύννεφο σηκώνονταν η σκόνη στο περπάτημα. Καλά έλεγε η μάνα της. Η βροχή θα καταλαγιάσει τη σκόνη. Κοίταξε τις γόβες τις. Ένιωσε το σφίξιμο και γύρισε στο ντιβάνι. Τέντωσε και μάζεψε τα πόδια της δυο τρεις φορές γέρνοντας το κεφάλι δεξιά κι αριστερά. Τα φαντάστηκε να μπερδεύονται ανάμεσα σε τόσα άλλα και να σηκώνουν σκόνη στους χωμάτινους διαδρόμους της πανήγυρης. Έσκυψε και με τα χέρια σκούπισε τις γόβες, σα να είχαν κιόλας λερωθεί από την σκόνη που έφτανε καμιά φορά ψηλά και έγλειφε τους μηρούς των κοριτσιών που αναπηδούσαν ξαφνιασμένες με τις ελβιέλες τους, όταν τυχαία δήθεν ή λόγω αδιαχώρητου, ένιωθαν πάνω τους τα αγγίγματα των αγοριών.
Τα προγνωστικά της μάνας της βγήκαν σωστά. Η βροχή σταμάτησε κι εκείνη με τις γοβίτσες της κατά τις εννιά πήρε τον δρόμο πιασμένη στο μπράτσο του Ανδρέα για το Αλκαζάρ. Έχει νυχτώσει αλλά το φως απ΄ τις γεννήτριες ήταν δυνατό. Όπως πάντα συνωστισμός στον κεντρικό διάδρομο. Βήματα σημειωτόν. Δεν μπορούσε να δει τις γόβες της. Το πρόβλημα ήταν μέχρι να περάσει κανείς αυτόν τον κεντρικό διάδρομο. Στο τέλος του χωρίζεται σε τέσσερις μικρότερους κι ο κόσμος μοιράζεται. Η Νόρα ξέρει με κλειστά μάτια το δρομολόγιο. Με κλειστά μάτια τη θέση κάθε πάγκου και τι είναι αραδιασμένο στον καθένα. Αριστερά τα βιβλία, πολλά βιβλία. Απέναντι τα λουλούδια. Και το χάος ανάμεσά τους να γεφυρώνουν εσώρουχα γυναικεία με δαντέλες και φιόγκους, κρεμασμένα πάνω από τα κεφάλια τους με αόρατες κλωστές. Μια αψίδα με εσώρουχα να τους στεφανώνει, όπως τα σπαθιά των αξιωματικών στους δικούς τους γάμους. Τα μάτια των γυναικών χαμήλωναν και των ανδρών ανυψώνονταν. Τα μάγουλα των κοριτσιών γίνονταν σαν τα ρόδα του Σεπτέμβρη.
Στο τέλος του κεντρικού διάδρομου, η Νόρα με την οικογένειά της πάντα ακολουθούσαν τον πρώτο διάδρομο αριστερά. Εκεί που είναι οι πάγκοι με τα παιχνίδια. Πήγαινε στις κούκλες. Ώρες τις χάζευε και δεν τις χόρταινε. Κούκλες με φανταχτερά φορέματα που με το παραμικρό κούνημα ανοιγόκλειναν τα μάτια. Άλλες σε καρότσια, με μπιμπερό, κούκλες μωρά, με κοντά ή με μακριά μαλλιά, κούκλες σε κουτιά, με σκουφιά, με κορδέλες στα μαλλιά. Αναποφάσιστη ζητούσε τη γνώμη της μάνας της. Κάθε χρόνο έφευγε από το παζάρι με μια κούκλα.
Ο διάδρομος τελείωσε. Οι γοβίτσες της έκαναν να στρίψουν αριστερά. Βρήκαν αντίσταση το τράβηγμα του Ανδρέα προς τα δεξιά. Η Νόρα έμεινε μετέωρη. Έσκυψε και κοίταξε δήθεν τις γόβες της.
- Μα εκεί είναι τα παιχνίδια! Της είπε και την τράβηξε πιο έντονα. Της ξέφυγε ένας αναστεναγμός που έτρεξε και κρύφτηκε στις μικρές τρύπες, πληγές, από τις γόβες των γυναικών στο βρεγμένο χώμα. Στα αυτιά της έφταναν φωνές, μουσικές, ήχοι, χτυπήματα σε ταψιά. Στα ρουθούνια της χώνονται μυρωδιές, καπνός, ψημένα κάστανα, καλαμπόκια, λουκάνικα. Η βροχή έκανε έντονη τη μυρωδιά από τις κουτσουλιές των περιστεριών στα κλουβιά με τις «τύχες». Παντού μύριζε μαλλί της γριάς, χαλβάς Φαρσάλων και καμένη ζάχαρη. Όλα μια σβούρα στο κεφάλι της Νόρας. Και ξαφνικά έπιασε μπόρα. Ο κόσμος χώθηκε όπως όπως στα προχειροστημένα στέγαστρα των πάγκων. Ο Ανδρέας την τράβηξε κι άρχισαν να τρέχουν στη μέση του άδειου σχεδόν διάδρομου. Βρέθηκαν μπροστά στη στρογγυλή τέντα με τον «γύρο του θανάτου». Ώσπου να κόψει εισιτήρια ο Ανδρέας, εκείνη παρατηρούσε στη μικρή εξέδρα τη μηχανή και τον επιβλητικά ντυμένο άντρα με μαύρο δερμάτινο μπουφάν, μπότες και γαντοφορεμένα χέρια, που έστριβαν το γκάζι και σκόρπιζαν έναν τόσο εκκωφαντικό θόρυβο, που σκέπαζε ακόμη και τη φωνή του κράχτη. Μικρά συννεφάκια καπνού ελευθερώνονταν από την εξάτμιση της μηχανής και ο τόπος όλος μύριζε λάστιχο. Μπήκαν και ένα αναποδογυρισμένο λες χωνί τους κατάπιε. Χαμηλά στο κέντρο της σκηνής μια μηχανή γκάζωσε δυο τρεις φορές και ξεκίνησε την άνοδο στα τοιχώματα από το χωνί. Ανεβαίνοντας γύρους/επίπεδα η μηχανή παρασέρνει μαζί και την αδρεναλίνη του κόσμου. Πλαγιάζει επικίνδυνα αμφισβητώντας τους νόμους της βαρύτητας. Οι θεατές φωνάζουν. Κάποιες γυναίκες τσιρίζοντας σφίγγουν τις τσάντες τους στο στήθος από την αγωνία και κλείνουν τα μάτια. Η Νόρα κλείνει κι αυτή τα μάτια της. Όχι γιατί φοβάται, αλλά για να ονειρευτεί εκείνη την κούκλα στο κουτί που ήθελε απόψε να ζητήσει να της αγοράσει ο Ανδρέας και… ντράπηκε. Είναι πια 14 χρονών και είναι αρραβωνιασμένη!
* H Τασούλα Τσιλιμένη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και συγγραφέας