δηλαδή κυρίως τη Λέσβο και τη νήσο Λαμπεντούζα που διοικητικά υπάγεται στην Ιταλία, είναι ενδεικτικές του ξενοφοβικού κλίματος που διαπερνά σημαντικό κομμάτι της αυστριακής κοινής γνώμης.
Βέβαια, σε ανάλογες δηλώσεις με αυτές του Κουρτς έχουν προβεί κατά το προηγούμενο διάστημα οι ιθύνοντες και άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με προεξάρχοντες τους ηγέτες των χωρών της ομάδας του Βίζεγκραντ (Πολωνίας-Ουγγαρίας-Τσεχίας-Σλοβακίας).
Επίσης, μόλις πρόσφατα ο γερμανός υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ αναφέρθηκε στην ανάγκη να επαναπροωθηθούν πρόσφυγες που έχουν ήδη εγκατασταθεί σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης στις χώρες εισόδου, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης του Δουβλίνου, που παρέμειναν τελικά αμετάβλητοι παρά τις διπλωματικές ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης.
Μια τέτοια εξέλιξη ασφαλώς θα δημιουργούσε σημαντικό πρόβλημα στη χώρα μας, καθώς και οι προσφυγικές ροές από τη γειτονική Τουρκία παρουσιάζονται το τελευταίο διάστημα αισθητά αυξημένες.
Οι παραπάνω τοποθετήσεις ευρωπαίων πολιτικών αποτελούν σαφείς ενδείξεις για την ενίσχυση των ακροδεξιών-ρατσιστικών ιδεολογιών στην Ευρώπη και των πολιτικών φορέων-κομμάτων, που τις διακινούν.
Ταυτόχρονα, οι ομαδοποιήσεις κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η χάραξη δικής τους πολιτικής σε μείζονα θέματα, όπως το Προσφυγικό, αποδεικνύει ότι η συνοχή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος έχει διαρραγεί σημαντικά. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έχει διαδραματίσει και το βρετανικό Brexit.
Η περίπτωση ωστόσο της Αυστρίας, μιας χώρας με ναζιστικό παρελθόν, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ενδέχεται στις 2 Οκτωβρίου, ή όποτε διεξαχθούν οι επαναληπτικές προεδρικές εκλογές, η χώρα να αποκτήσει ακροδεξιό πρόεδρο. Η εκτίμηση αυτή δε βασίζεται μόνο στα ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων αλλά και στην πρόσφατη ιστορική εμπειρία της χώρας.
Δεν είναι άλλωστε μακρινό το έτος 2000, όταν, μετά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας με τη συμμετοχή και του ακροδεξιού κόμματος του Γέργκ Χάιντερ, το οποίο ήρθε σε συμφωνία για το σχηματισμό κυβέρνησης με το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα.
Για το «ποιόν του Χάιντερ, η μνήμη του οποίου διατηρείται ακόμη ανεξίτηλη σε κάποιους από τους σημερινούς θιασώτες του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη, «μιλούν» τα «έργα και οι ημέρες του». Είναι εκείνος που το 1991 είχε χαρακτηρίσει την πολιτική του Τρίτου Ράιχ στην απασχόληση «σωστή», ενώ μερικά χρόνια αργότερα αποκάλεσε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου «ποινικά στρατόπεδα». Επίσης, ο Χάιντερ είχε χαρακτηρίσει τη συνάντησή του με τον πρόεδρο του Ιράκ Σαντάμ Χουσεΐν το 2002 ως μια «καθαρά «ανθρωπιστική» υπόθεση.
Αξίζει να επισημανθεί ότι ο πατέρας του Χάιντερ ανήκε στα Τάγματα Εφόδου του Χίτλερ, ενώ η μητέρα του, που ήταν δασκάλα, είχε διατελέσει αρχηγός της χιτλερικής νεολαίας. Συνεπώς, οι καταβολές του εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την ιδεολογική και πολιτική διαδρομή που ακολούθησε ο Χάιντερ.
Όπως ήταν φυσικό, η αναγόρευση του Χάιντερ, ηγέτη εγνωσμένων ναζιστικών φρονημάτων, σε κυβερνητικό εταίρο το 2000, προκάλεσε την έντονη αντίδραση των αρχηγών των υπόλοιπων δεκατεσσάρων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι διέκοψαν τότε τις επίσημες επαφές τους με την αυστριακή κυβέρνηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Σύνταγμα της Αυστρίας προβλέπει αυξημένες αρμοδιότητες για τον ομοσπονδιακό πρόεδρο, η εκλογή του οποίου γίνεται απευθείας από το λαό (για πρώτη φορά εκλογές για την ανάδειξη προέδρου στην Αυστρία έγιναν το 1951).
Ειδικότερα, με τη συνταγματική μεταρρύθμιση του 1929 έχει ενισχυθεί η θέση του προέδρου της Αυστρίας, ο οποίος εκτός από τα συνήθη καθήκοντα που απορρέουν από το ρόλο του ως επικεφαλής του κράτους, ανέλαβε και αρμοδιότητες που τον καθιστούν συνδιαμορφωτή της πολιτικής της χώρας. Μεταξύ άλλων, ο εκλεγμένος από το λαό αυστριακός πρόεδρος απέκτησε δικαίωμα σχηματισμού και αποπομπής της κυβέρνησης και διάλυσης της Εθνικής Βουλής.
Συνεπώς, η έκβαση των επικείμενων επαναληπτικών προεδρικών εκλογών στην Αυστρία αποκτά ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα, εάν αναλογιστεί κανείς τόσο το διευρυμένο θεσμικό ρόλο του ομοσπονδιακού προέδρου στη Δημοκρατία της Αυστρίας όσο και τις ανοδικές τάσεις που εμφανίζουν τα εκλογικά ποσοστά των κομμάτων της Ακροδεξιάς σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, οι οποίες προβλέπεται να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο από μια ενδεχόμενη εκλογή ακροδεξιού προέδρου στην Αυστρία.
Η ανάδειξη στην προεδρία της Αυστρίας, μιας χώρας που ανακηρύχτηκε για πρώτη φορά δημοκρατία το 1918 και εντάχτηκε στην ευρωπαϊκή οικογένεια κρατών το 1995, ακροδεξιού υποψηφίου αναμένεται να τροχοδρομήσει ανάλογες πολιτικές εξελίξεις και σε άλλες ισχυρές χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ας μην λησμονούμε ότι τον επόμενο χρόνο πρόκειται να διεξαχθούν κρίσιμες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία και βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία, τη στιγμή που η δημοφιλία και η εκλογική επιρροή του «Εθνικού Μετώπου» στη Γαλλία και της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» είναι ίσως η υψηλότερη των τελευταίων ετών, λόγω της παρατεταμένης κρίσης στη Συρία και της έντασης του Προσφυγικού.