Ο λόγος και πάλι για το μάθημα της Ιστορίας, το οποίο ως άλλη επίκληρος κόρη γίνεται αντικείμενο επιδίωξης από διάφορες ειδικότητες. Μάθημα το οποίο παραδοσιακά διδάσκουν οι φιλόλογοι και διεκδικούν ειδικότητες όπως αγγλικής, γαλλικής, γερμανικής φιλολογίας καθώς επίσης νομικοί και κοινωνιολόγοι.
Η τακτική που ακολουθείται στο θέμα είναι αντιεπιστημονική και αντιδεοντολογική. Το Υπουργείο Παιδείας πρόσφατα έκανε σωστά βήματα αφαιρώντας το συγκεκριμένο μάθημα από τους θεολόγους, που το είχαν ως β΄ ανάθεση και το ίδιο θα πρέπει να κάνει και με τους ξενόγλωσσους καθηγητές. Το επιχείρημα είναι απλό. Η Ιστορία όπως όλοι γνωρίζουμε στηρίζεται στις πηγές.
Οι φιλόλογοι έρχονται σε επαφή με τις πηγές του γραπτού λόγου. Είναι λογικό πως όταν διδάσκουμε Όμηρο, τραγικούς ποιητές, ακριτικά τραγούδια, Ερωτόκριτο, σύγχρονη ποίηση και πεζογραφία, κάθε λογοτεχνικό έργο γενικά, το εντάσσουμε στην ιστορική του περίοδο και φωτίζουμε εκφάνσεις της καθημερινής ζωής. Με την ίδια λογική και οι καθηγητές αγγλικής, γαλλικής, γερμανικής φιλολογίας είναι καθύλην αρμόδιοι για να διδάξουν την Ιστορία της χώρας, των λογοτεχνών της οποίας διδάσκουν τα κείμενα, εφόσον άλλωστε γνωρίζουν άριστα και τη συγκεκριμένη γλώσσα.
Αυτή λοιπόν η στρέβλωση να έχουν ως β΄ ανάθεση την Ιστορία πρέπει να σταματήσει γιατί είναι εντελώς αντιεπιστημονική. Άλλωστε ειδικά οι καθηγητές της Αγγλικής φιλολογίας πρέπει να διεκδικήσουν περισσότερες ώρες στο αντικείμενό τους, ενιαία ύλη στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο και εξετάσεις κρατικές, ώστε να αποκτούν τα παιδιά μας βασικό τουλάχιστον πτυχίο μέσα από το σχολείο. Ας αφήσουν λοιπόν τους φιλόλογους να διδάσκουν την Ιστορία και ας αναβαθμίσουν το μάθημά τους.
Όσον αφορά την ειδικότητα των Νομικών αυτή είναι μια πονεμένη Ιστορία. Ανάμεσα στα πολλά δεινά που μας κληροδότησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις-για λόγους φυσικά ψηφοθηρικούς- είναι και οι πολλοί διορισμοί. Ειδικά στο χώρο της εκπαίδευσης διορίστηκαν πολλές ειδικότητες.
Με αποτέλεσμα, αφενός πολλές φορές να επικαλύπτονται τα γνωστικά τους αντικείμενα, όπως συμβαίνει με τους Κοινωνιολόγους και τους Νομικούς και αφετέρου, παρόλο που γνώριζαν αρχικά ότι θα καλύπτουν πρόγραμμα σε πολλά σχολεία, με τις δεύτερες αναθέσεις που τους δόθηκαν να προσπαθούν να συμπληρώνουν πρόγραμμα σε ένα μόνο σχολείο.
Το παραπάνω γεγονός θα το χαρακτήριζα αντιδεοντολογικό γιατί όπως όλοι αντιλαμβάνονται προκαλεί αντιπαλότητες, όταν μάλιστα οι ώρες της Ιστορίας που απαιτούνται μπορεί να φτάνουν και τις 10!
Σε κάθε περίπτωση οι ιθύνοντες πρέπει να τολμήσουν να πάρουν αποφάσεις και να ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Δεν είναι δυνατόν οι φιλόλογοι στα σχολεία να μένουν με ελάχιστες ώρες Ιστορίας και να παραγκωνίζονται από ένα μάθημα ζωτικό για τη σφαιρικότητα των γνώσεων που οφείλουν να προσφέρουν στους μαθητές τους.
Επίσης μια καινοτόμα πρόταση θα ήταν να δημιουργηθεί ξεχωριστή ειδικότητα Ιστορικών μέσα από τη διαδικασία εξετάσεων, στις οποίες θα μπορούσε να πάρει μέρος όποιος το επιθυμεί. Έτσι θα μπορούσε για παράδειγμα και ένας Φυσικός να γνωρίζει πολύ καλή Ιστορία και να μπορεί να τη διδάξει!
Συνεπώς η κατάσταση αυτή, όπως έχει παγιωθεί, προκαλεί δυσλειτουργία στην κεντρική διοίκηση. Όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενο άρθρο μου πρέπει επιτέλους να ενοποιηθεί η Πρωτοβάθμια και η Δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέχρι τουλάχιστον το Γυμνάσιο και οι διάφορες ειδικότητες να καλύπτουν πρόγραμμα από κοινού.
Οι συνθήκες σήμερα νομίζω ότι είναι ώριμες γι αυτή την αλλαγή. Τέλος ας μην υποτιμηθεί το γεγονός ότι οι Διευθυντές με τη διευθέτηση που κάνουν να κρατήσουν κάτω από την προστατευτική ομπρέλα του σχολείου ορισμένους εκπαιδευτικούς, μπορεί να μετατραπούν σε δικτατορίσκους και να διχάσουν τους Συλλόγους των σχολείων σε ημέτερους και μη.
Όταν μάλιστα αυτό αφορά λειτουργούς που αντικείμενό τους είναι η Παιδεία με την ευρεία της έννοια, όλοι καταλαβαίνουν πόσο σημαντικό είναι το ζήτημα και πόσο λεπτούς αλλά και ουσιαστικούς χειρισμούς χρειάζεται.
(*) Η κ. Δέσποινα Καλπακίδου είναι φιλόλογος 6ο Γυμνάσιο Λάρισας