Σχετικά με την επιδρομή των Γερμανών στην Καλλιπεύκη, σαν σήμερα στις 30 Ιανουαρίου 1943 ο Απόστολος Καστώρης θυμάται:
«Συνήθως οι ιστορίες και τα παραμύθια αρχίζουν ως εξής: Μια ωραία πρωία κ.λπ., κ.λπ. Εδώ αγαπητοί μου αρχίζει αλλιώς η άσχημη ιστορία. Μια άσχημη πρωία μάλλον, βαθιά χαραή ξυπνήσαμε με ριπές πολυβόλων. Ήταν χειμώνας και είχε ένα γόνα χιόνι. Είχε ξαστεριά και έκανε πολλή παγωνιά. Γεμάτοι φόβο σηκωθήκαμε όλοι και δεν ξέραμε τι συνέβαινε.
Ο πατέρας μου πήγε στο διπλανό δωμάτιο και γυρίζοντας άκουσα να λέει: «Ευτυχώς φύγανε τα παιδιά». Τα παιδιά ήτανε τρεις με τέσσερις αντάρτες που μένανε στο σπίτι μας. Το σπίτι μας ήταν αποθήκη του Α.Τ.Α. Αυτό θα πει Αποθήκη Του Αντάρτη και είχε μέσα διάφορα τρόφιμα, τρεις με τέσσερις γίδες σφαγμένες, τσουβάλια με φακές, τσουβάλια με ρεβίθια, φασόλια, ρύζι, μακαρόνια, μανέστρα, όλα σε ποσότητες. Ακόμα είχε και κιβώτια με σφαίρες και χειροβομβίδες.
Είχε επίσης και ένα χάρτινο κιβώτιο με κομμένο καπνό και τσιγαρόχαρτα. Όλα αυτά τα άφησαν οι αντάρτες εκεί και έφυγαν. Επίσης στο σπίτι μας είχαν μαγειρείο και μαγείρευαν και για άλλους αντάρτες που έμεναν σε άλλα σπίτια. Άρχισε να ξημερώνει και ξυπνήσαμε όλοι και λέγαμε τι συμβαίνει, τι συμβαίνει! Αφού έφεξε, κοιτάμε απέναντι στη Μπλόσινα και βλέπουμε ότι οι Γερμανοί είχαν περικυκλώσει το χωριό μας. Κάθε 50 μέτρα και ένας Γερμανός στρατιώτης. Αφού έφεξε καλά, ακούμε τον ντελάλη από την Μπλόσινα να φωνάζει:
«Ακούστε πατριώτες. Διαταγή από το Γερμανό διοικητή όλοι οι άνδρες από 16 έως 60 ετών να βγουν στην πλατεία. Όποιον θα βρίσκουμε μέσα στα σπίτια θα τον σκοτώνουμε». Και άρχισαν οι άνδρες να βγαίνουν στην πλατεία. Όμως οι Γερμανοί γύριζαν στο χωριό και έψαχναν στα σπίτια μήπως και βρουν και άλλους. Φανταστείτε να έμπαιναν στο δικό μας το σπίτι και να βρίσκανε όλα αυτά τα τρόφιμα που άφησαν οι αντάρτες. Θα μας καίγανε κι εμάς μαζί με το σπίτι. Η μάνα μου έλεγε στις γειτόνισσες:
«Πάρτε μαρή καμιά γίδα η μία, μία η άλλη. Πάρτε και κανένα τσουβάλι με τρόφιμα». Τίποτα αυτές. Από το φόβο δεν πήρε καμία. Όποιο σπίτι είχε κλειστές τις πόρτες τις δίνανε μια κλωτσιά και έμπαιναν μέσα και έψαχναν. Όσα σπίτια είχαν ανοιχτές τις πόρτες δεν μπαίνανε μέσα γι' αυτό και η μάνα μου άνοιξε πόρτες, παράθυρα, αυλόπορτα σαν να ήτανε καλοκαίρι. Ευτυχώς που είχε λιακάδα και δεν μπήκε κανένας Γερμανός. Οι Γερμανοί κάθισαν μια βραδιά στο χωριό και την άλλη ξεκίνησαν να φεύγουν. Όμως πήραν μαζί τους πολλούς άνδρες για ομήρους, δεν ξέρω πόσους.
Εκείνο που ξέρω και θυμάμαι είναι το μπαλκόνι και βλέπαμε μια φάλαγγα ανθρώπων από τα Αλώνια μέχρι τις Κρανιές. Πιο πέρα δεν βλέπαμε. Η φάλαγγα ήταν μια γραμμή. Δηλαδή ένας - ένας, γιατί είχε χιόνι και δεν μπορούσαν να πάνε σε τριάδες. Μόλις όμως έφτασαν στη θέση Πουρνάρι, κατηφορίζοντας για το Τσαΐρι, τους περίμεναν οι αντάρτες και άρχισαν να τους ρίχνουν με τα όπλα όχι στο ψαχνό αλλά στον αέρα για να μην σκοτώσουν τους δικούς μας. Οι όμηροι μόλις είδαν αυτό το έσκασαν άλλος προς τα εδώ και άλλος προς τα εκεί, εκτός από 12, που οι καημένοι δεν μπόρεσαν να το σκάσουν.
Ευτυχώς οι Γερμανοί δεν τους έκαναν κακό. Μόλις γύρισαν στο χωριό αυτοί που το έσκασαν, πήραν από μια φλοκάτη και έφυγαν για να κοιμηθούν έξω στο ύπαιθρο όχι για μια βραδιά, αλλά για πολλές, φοβούμενοι μήπως ξανάρθουν οι Γερμανοί και τους πάρουν. Γι' αυτό βάλανε σκοπιές κάπου εκεί στο Πάντζελο να βλέπουν προς το Τσαΐρι και να ειδοποιήσουν αν έβλεπαν τίποτε. Επειδή έρχονταν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί και μας μάζευαν τα τρόφιμα δηλ. σιτάρι, καλαμπόκι κ.λπ. φτιάξαμε και επάνω στον Πευκωτό και Έλατο.
Καταλαβαίνετε τώρα ταλαιπωρία περνούσαμε στα χιόνια για να τα βγούμε εκεί επάνω. Όμως οι Γερμανοί ήρθαν πάλι στο χωριό την άνοιξη. Όλοι οι κάτοικοι τότε βγήκαν έξω από το χωριό. Άλλοι στον 'Ελατο άλλοι στον Πευκωτό και αλλού για να κρυφτούν. Οι Γερμανοί ερχόμενοι βρήκαν άδειο το χωριό και άρχισαν να ψάχνουν μέσα στο δάσος. Κρύβεται όμως ένα ολόκληρο χωριό στο δάσος;
Γι' αυτό και μας βρήκαν εμένα και τον πατέρα μας άλλους πολλούς δεν μας βρήκανε γιατί είχαμε πάει στη Δουριανή. Εκεί ήτο άλλοι, αλλά δεν θα πω ονόματα, για να μην παρεξηγηθώ. Εκεί, λοιπόν, ήταν μια οικογένεια και είχαν και τα πρόβατα. Άρμεγαν το γάλα, πίναν και το υπόλοιπο το πετούσαν, δεν ήξεραν τι να το κάνουν. Πηγαίναμε από το Νεράκι και βγαίναμε την ημέρα στον Αη-Γιάννη και κοιτούσαμε πάνω από την Πατωμένη που είναι κάτι μεγάλες πέτρες. Κοιτούσαμε με τα κιάλια που είχαν στα γύρω - γύρω σπίτια (ακριανά). Όμως φέρανε και τους κατοίκους των γύρω χωριών στο δικό μας. Από Καρυά, Σκαμνιά, Πουλιάνα. Και μια μέρα φωνάζει πάλι ο ντελάλης από μια πέτρα που είναι κοντά στην Αγία Τριάδα: «Όλοι οι άνδρες να έρθουν στο χωριό, αλλιώς θα σκοτώσουν τα γυναικόπαιδα». Και ξεκινάμε όλοι για το χωριό. Εγώ είχα μαζί μου και ένα βαρδάκι για να πίνω νερό. Την άλλη μέρα μας πήγαν όλους στη Ραψάνη και έκαψαν το χωριό. Αυτά για να μάθουν οι νέοι και να θυμηθούν οι παλαιοί, όσοι ζούνε φυσικά.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Απόστολος Καστόρης του Αναστασίου. Λάρισα, Γενάρης 2013.
(Σημ. 2 Το σπίτι του Αναστάση Καστόρη βρισκόταν και βρίσκεται ως σήμερα στη βρύση του Δεσπότη και η τοποθεσία της Μπλόσινας είναι απέναντι ακριβώς πάνω από τους Αγίους Αποστόλους.)».