Βασική παράμετρος οποιασδήποτε απόπειρας να προσεγγίσουμε το ρόλο των Αμερικανών στην εκδήλωση και τη διαχείριση της τελικής έκβασης του πραξικοπήματος είναι η παρουσία του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν στις ΗΠΑ.
Ο Γκιουλέν ζει αυτοεξόριστος στην Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ η έκδοσή του στην Τουρκία είχε ζητηθεί από τις τουρκικές αρχές αμέσως μετά την καταστολή του πραξικοπήματος και την προσωρινή αποκατάσταση της τάξης, αίτημα στο οποίο οι Αμερικανοί δεν έχουν απαντήσει ακόμη θετικά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ήδη από τις πρώτες του δηλώσεις στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης «Κεμάλ Ατατούρκ» τα ξημερώματα του Σαββάτου 16 Ιουλίου, «έδειξε» ως υποκινητή και ηθικό αυτουργό του πραξικοπήματος τον Γκιουλέν, καθώς ο τελευταίος διατηρεί ισχυρές διασυνδέσεις στον τουρκικό στρατό και τη δικαιοσύνη, ενώ συντηρεί οικονομικά πολυάριθμα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Από την άλλη πλευρά, παρά τη στήριξη που πρόσφεραν στο πρόσωπο του Ερντογάν ο Μπαράκ Ομπάμα και ο αντιπρόεδρός του Τζον Κέρι ύστερα από την κατάληξη του πραξικοπήματος, οι αρχικές αντιδράσεις Αμερικανών αξιωματούχων ήταν μάλλον «υποτονικές». Συνεπώς θα μπορούσε να υποτεθεί ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Αμερικανών δε βρισκόταν εάν ο Ερντογάν θα συνέχιζε και μετά το πραξικόπημα στο «τιμόνι» της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τη γενικόλογη και ασαφή διατύπωση Αμερικανών διπλωματών κατά τις πρώτες ώρες εκδήλωσης του πραξικοπήματος, όταν το αποτέλεσμά του ήταν ακόμη αβέβαιο, ότι μέριμνα των ΗΠΑ είναι «η συνέχεια και η σταθερότητα» στην Τουρκία.
Μερικές ημέρες αργότερα το κλίμα βάρυνε επικίνδυνα, κυρίως από επίσημες τοποθετήσεις Τούρκων αξιωματούχων ότι πίσω από το πραξικόπημα βρισκόταν αμερικανικός δάκτυλος. Η αντίδραση των Αμερικανών υπήρξε άμεση, και ενδεχομένως με αυτή να συνδέεται και το γεγονός ότι στο κείμενο της συνόδου των G-20 δεν έγινε αναφορά στο τουρκικό πραξικόπημα, όπως επιδίωξε η τουρκική πλευρά.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι σε έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία προσδιοριζόταν ως "Turkish Uprising" («τουρκική εξέγερση»), γεγονός που προκάλεσε τη «μήνι» των Τούρκων ιθυνόντων.
Χωρίς να είναι στις προθέσεις μας να ενδώσουμε σε θεωρίες συνωμοσίας, που πιθανολογούν την ανάμιξη της αμερικανικής διπλωματίας στην εκδήλωση του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, μέσω της στήριξης στον Γκιουλέν και τους «ανθρώπους» του στην Τουρκία, μπορούμε να παραθέσουμε αρκετούς λόγους για τους οποίους οι διπλωματικές σχέσεις Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών δε φαίνεται να διάγουν την καλύτερη φάση τους.
Καταρχάς, η αλαζονική εξωτερική πολιτική που άσκησε κατά το τελευταίο διάστημα ο νεόκοπος «σουλτάνος» Ερντογάν, είχε ως αποτέλεσμα να περιθωριοποιήσει τη χώρα του, εν μέσω σημαντικών ευκαιριών στην ευρύτερη περιοχή της. Μόλις πρόσφατα, ο Ερντογάν «ανέκρουσε πρύμνα» και αποκατέστησε διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία και κυρίως το Ισραήλ, όπως ενδεχομένως επιθυμούσαν οι Αμερικανοί.
Οι Αμερικανοί δεν ξεχνούν βέβαια την απροθυμία, κάποιοι τη θεωρούν «διπροσωπία», που επέδειξε ο Ερντογάν στην αντιμετώπιση του «Ισλαμικού Κράτους» καθώς και το ανελέητο κυνηγητό που έχει εξαπολύσει σε βάρος των Κούρδων, στην προσπάθειά του να «ξορκίσει» την ιδέα δημιουργίας κουρδικού κράτους στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας.
Ακόμη και στο βλέμμα ενός απλού παρατηρητή των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, οι «καλές» ημέρες των αρχών της δεκαετίας του 1990, όταν οι Αμερικανοί χρησιμοποιούσαν αβίαστα, για τις επιχειρησιακές ανάγκες του Πολέμου του Κόλπου, τις αεροπορικές βάσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, μοιάζουν μακρινές.
Είναι γεγονός ότι τις διπλωματικές σχέσεις Τουρκίας και ΗΠΑ, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη διακήρυξη του δόγματος Τρούμαν (1947), διέπουν διαχρονικά τρεις «σταθερές»: η γεωγραφική θέση της Τουρκίας στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ, που δραστηριοποιείται στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, η στρατιωτική της δύναμη, καθώς διαθέτει δεκαεννέα μεραρχίες στη διάθεση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, και οι στρατιωτικές βάσεις που παραχωρεί κατά περίσταση στους Αμερικανούς, σπουδαιότερη από τις οποίες είναι η αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ (την οποία, κατά σύμπτωση, χρησιμοποίησαν πρόσφατα και οι πραξικοπηματίες…).
Βέβαια, μετά τη λήξη της εποχής του Ψυχρού Πολέμου και για αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα, σε περιόδους ύφεσης των ρωσοτουρκικών σχέσεων, οι τουρκικές ηγεσίες δεν εμφανίζονταν πάντα πρόθυμες να ικανοποιούν τις αμερικανικές απαιτήσεις και περιορίζονταν στο ρόλο του συμμάχου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Παράδειγμα άσκησης αυτής της πολιτικής αποτελεί η στάση που υιοθέτησε απέναντι στους Αμερικανούς ο Ισμέτ Ινονού στη δεκαετία του 1960.
Ο Ερντογάν όμως φαίνεται ότι προχώρησε ένα βήμα παρακάτω σε σχέση με τον Ινονού στην «κλίμακα των αντιστάσεων» απέναντι στις αξιώσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, υπερπροβάλλοντας την ισχύ της σύγχρονης Τουρκίας και το ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης. Οι Αμερικανοί εμφανίζονται «ενοχλημένοι» από τις επιλογές του, χωρίς αυτό να μπορεί να τεκμηριώσει οποιαδήποτε ανάμιξή τους στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.
Ωστόσο, το πογκρόμ κατά των αντιφρονούντων, στο οποίο έχει αποδυθεί με μανία, εκμεταλλευόμενος την αποτυχία του πραξικοπήματος, ο Τούρκος πρόεδρος, σε συνδυασμό με τον «πρότερο βίο» του, καθιστούν τους Αμερικανούς επιφυλακτικούς απέναντι στο πρόσωπό του. Κάποιοι μάλιστα φτάνουν να εκτοξεύουν απειλές για αποπομπή της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, εφόσον ο «σουλτάνος» δε συνετιστεί και συνεχίσει να παρακάμπτει κάθε έννοια δικαίου και ανθρωπισμού.
Ασφαλώς, μια τέτοια εξέλιξη θα αποδυναμώσει σημαντικά τη διπλωματική θέση της Τουρκίας, και μάλιστα σε μια αποσταθεροποιημένη περιοχή, που συγκεντρώνει πάνω της τα βλέμματα όλου του κόσμου. Μήπως ήρθε, τελικά, η ώρα της Ελλάδας να εγγυηθεί την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή;
* Ο Βασίλης Πλατής, είναι φιλόλογος-δρ. Ιστορίας στο Α.Π.Θ.