Σήμερα, στις αναπτυσσόμενες χώρες, η πρόοδος σημειώνεται πιο γρήγορα αλλά δεν επηρεάζει τους πιο φτωχούς. Η μόνη εξήγηση είναι ότι η κοινωνική πολιτική που εφαρμοζόταν στο παρελθόν ήταν πιο αποτελεσματική σε ό,τι αφορά τους φτωχούς. Και αυτό είναι θέμα διοικητικής ικανότητας και πολιτικής βούλησης. Πρέπει να διδαχθούμε από χώρες όπως οι σκανδιναβικές: Πρέπει να ξεκινάμε εφαρμόζοντας μια οικουμενική κοινωνική πολιτική που αφορά όλη την κοινωνία.
Για την αντιμετώπιση της φτώχειας πρέπει να κατανοήσουμε την κατάσταση των φτωχών και το πλαίσιο στο οποίο ζουν. Οι πολιτικοί αγνοούν τι σημαίνει να ζεις στη φτώχεια. Οι οικονομολόγοι μιλούν με αφηρημένους όρους: Αν έβλεπαν αυτό που πραγματικά συμβαίνει, θα δίσταζαν πολύ περισσότερο να κατηγορήσουν τους φτωχούς για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι η φτώχεια, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, αποτελεί ευθύνη αυτού που τη ζει καθημερινά. Πάντα βέβαια μπορεί να βρει κανείς μία εξαίρεση και να τη χρησιμοποιήσει ως πολιτικό όπλο. Σε γενικές γραμμές, πάντως, είμαι πεισμένος ότι οι κοινωνίες είναι θεμελιωδώς προοδευτικές και προχωρούν.
Φτώχεια δεν υπάρχει, φυσικά, μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες. Παρατηρείται και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η διαχωριστική γραμμή είναι 12 φορές πιο πάνω απ' ό,τι στην Αφρική. Όσο αναπτύσσεται μία οικονομία, τόσο εξελίσσεται και ο ορισμός της φτώχειας. Η πορεία της οικονομικής ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών έως το 1980 συνέβαλε αποφασιστικά στη μείωση αυτού του δείκτη. Στα τέλη της δεκαετίας του '70, όμως, αυτή η συσχέτιση έπαψε να υπάρχει. Η κυβέρνηση Ρίγκαν επένδυσε σκοπίμως λιγότερα χρήματα σε τομείς όπως η εκπαίδευση. Ήταν, έτσι, όλο και πιο δύσκολο για ένα φτωχό παιδί να συνεχίσει να σπουδάζει. Και οι ανισότητες αυξήθηκαν. Η ανάπτυξη ευνόησε μόνο την ανώτερη κλίμακα του οικονομικού φάσματος και άφησε πίσω τους λιγότερο προνομιούχους. Το αποτέλεσμα ήταν η μάχη κατά της φτώχειας να σταματήσει.
Χρειάστηκε να έλθει το τέλος της δεκαετίας του '90 για να ανακαλύψουν οι Ηνωμένες Πολιτείες ότι αν συνδυάσεις όλες τις κοινωνικές πολιτικές φτάνεις σε μία πολύ υψηλή φορολογία του εισοδήματος που πλήττει κυρίως τους μη προνομιούχους. Οι τελευταίοι μπορεί να έχουν μία νέα πηγή εσόδων, χάνουν όμως κάθε κέρδος λόγω της φορολογίας. Είναι η λεγόμενη παγίδα της φτώχειας: Καταστρέφει τα κίνητρα για να μπορέσουν οι πιο φτωχοί να βγουν από την κατάστασή τους, με τα δικά τους μέσα. Τα κίνητρα αυτά δημιουργούνται με τη βοήθεια έξυπνων κοινωνικών πολιτικών. Πρέπει, όμως, την ίδια στιγμή, να προσέξουμε να μην πέσουμε στον πατερναλισμό. Να αντιμετωπίζουμε όλα αυτά τα προβλήματα από τη σκοπιά του ανθρώπου που στερείται μέσων και όχι του πολιτικού που λέει στον κόσμο τι πρέπει να κάνει.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στη μάχη κατά της φτώχειας είναι η ανισότητα. Υπάρχουν όλο και περισσότεροι πολιτικοί που αντιλαμβάνονται ότι ο υψηλός δείκτης ανισότητας καταστρέφει τις οικονομικές ευκαιρίες, που παρατηρούν ότι η μεσαία τάξη μένει πίσω και που αναγνωρίζουν ότι δεν μειώνουμε τους δείκτες της φτώχειας. Δεν υπάρχει όμως μία συναίνεση για όλα αυτά. Η λέξη «ανισότητα» συνεχίζει να τρομάζει, η λέξη «φτώχεια» όχι. Ένα από τα πράγματα που θα μπορούσαν να γίνουν είναι η αποδόμηση του όρου «ανισότητα» και η ανάδειξη συγκεκριμένων πλευρών του που αφορούν την παιδεία και την υγεία. Αν συνειδητοποιήσουμε ότι η διαφορά ανάμεσα στο προσδόκιμο ζωής ενός πλούσιου και ενός φτωχού στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι 15 χρόνια, καταλαβαίνουμε ότι η ανισότητα δεν έχει σχέση μόνο με τον πλούτο και το χρήμα. Και βοηθάμε στο να γίνει αυτός ο όρος λιγότερο τρομακτικός.
Η άλλη μεγάλη πρόκληση είναι η σχετική φτώχεια. Σε μία περίοδο 10 ως 40 ετών μπορούμε να εξαλείψουμε την ακραία φτώχεια σε όλο σχεδόν τον κόσμο και αυτό θα είναι κάτι καταπληκτικό, γιατί αυτό είναι το χειρότερο είδος φτώχειας. Θα εξακολουθήσουν όμως να υπάρχουν φτωχοί. Και η ανισότητα θα εξακολουθήσει να αποτελεί ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα.
(Πηγή: El Pais)
* Ο Μάρτιν Ραβάλιον διδάσκει οικονομικά στο Georgetown University