Οι ευρωσκεπτικιστικές τάσεις ενισχύθηκαν όχι μόνο σε χώρες -κυρίως του λεγόμενου παλαιού ανατολικού μπλοκ- που είχαν ευεργετηθεί πολλαπλά από την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σε κράτη που παραδοσιακά ανήκαν στον σκληρό πυρήνα της Ένωσης, όπως στη Γαλλία και την Ολλανδία.
Οι φωνές αυτές έφτασαν μέχρι του σημείου να ζητήσουν τη διεξαγωγή ανάλογου περιεχομένου με το βρετανικό δημοψηφισμάτων. Το «φάντασμα» των εθνικισμών του 19ου αιώνα είναι πια φανερό πως στοιχειώνει την Ευρώπη και βρίσκει την έκφρασή του σε καιροσκόπους λαϊκιστές, που επιδιώκουν να προσποριστούν πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη.
Με το βρετανικό δημοψήφισμα, επίσης, εκφράστηκε η δυσαρέσκεια και η αποστροφή ενός σημαντικού τμήματος των Βρετανών ψηφοφόρων απέναντι στην «απρόσωπη γραφειοκρατία» των Βρυξελλών, τους λεγόμενους «ευρωκράτες», οι οποίοι εξέφραζαν γι’ αυτούς η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης.
Συνεπώς, είναι ανάγκη να επαναπροσδιορισθεί το περιεχόμενο του όρου «Ευρωπαϊκή Ένωση» και να καθοριστούν εκ νέου με σαφήνεια τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή των κρατών-μελών σε αυτή.
Επιπλέον, το δημοψήφισμα φανέρωσε την απουσία κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας μεταξύ των Ευρωπαίων πολιτών καθώς και την έλλειψη συναισθηματικών δεσμών.
Η υποτιθέμενη υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκή ταυτότητα προσκρούει σήμερα στο βαρύ φορτίο των τοπικών εθνικισμών και θυσιάζεται στο βωμό των ανταγωνισμών των κρατών-μελών. Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη είναι μια υπερεθνική ομοσπονδία, στην οποία η ύπαρξη διαχωριστικών γραμμών είναι παραπάνω από εμφανής: πλούσιοι και φτωχοί, βόρειοι και νότιοι, δημοσιονομικά συνεπείς και οικονομικά ασύδοτοι.
Από την άλλη πλευρά, κατέστη πλέον σαφές ότι η Ευρώπη κυβερνιέται από μικρού διαμετρήματος ηγέτες, οι οποίοι προτάσσουν το εθνικό και προσωπικό συμφέρον έναντι του καλού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο τέλος, βέβαια, δεν εξυπηρετούν ούτε αυτό, όπως αποδείχτηκε στην περίπτωση του Ντέιβιντ Κάμερον.
Εάν εστιάσει κανείς στις σύγχρονες ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα διαπιστώσει ότι τη θέση του Ντε Γκωλ, του Σμιθ, του Αντενάουερ και των άλλων θεμελιωτών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, έχουν καταλάβει ηγέτες με μικρούς ορίζοντες, έλλειψη διορατικότητας και περίσσευμα καιροσκοπισμού.
Πολλοί, βέβαια, πολιτικοί εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατηγορούν τον Ντέιβιντ Κάμερον για «αστοχία» στην επιλογή του δημοψηφίσματος. Ανεξάρτητα πάντως από το εάν οι ίδιοι έχουν δίκαιο ή άδικο στην κριτική τους ή εάν οι Βρετανοί πολίτες εξέφρασαν όλη τη δυσαρέσκειά τους για τις οικονομικές ελίτ, το ευρωπαϊκό «κατεστημένο» και την παγκοσμιοποίηση στην κάλπη της 23ης Ιουνίου, είναι βέβαιο ότι οι ηγέτες της Ευρώπης οφείλουν να αναλογιστούν τις ευθύνες για τους ατυχείς χειρισμούς τους, οι οποίοι οδήγησαν στο αγγλικό «ατύχημα».
Σε αντίθετη περίπτωση, η μυωπική αντιμετώπιση των αιτίων αλλά και των συνεπειών του Brexit, θα έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη διάρρηξη των δεσμών των ευρωπαίων εταίρων και την κατάρρευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και κάτι τελευταίο: κανείς δεν θα πρέπει να λησμονεί ότι παρά την ύπαρξη ισχυρών οικονομικών ανταγωνισμών στο εσωτερικό της, η Ενωμένη Ευρώπη εξασφάλισε την ειρήνη και την ευημερία στη γηραιά ήπειρο για διάστημα περίπου μισού αιώνα. Είναι, λοιπόν, άδικο για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες να οπισθοδρομήσουν βίαια και απότομα σε συνθήκες ανάλογες με αυτές της εποχής του Μεσοπολέμου.