Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Τελικά οι Βρετανοί, στο κρίσιμο δημοψήφισμα της περασμένης εβδομάδας, επέλεξαν η χώρα τους να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα είναι απλό;
«Η Βρετανία μοιάζει με μια ομελέτα», λέει ένας ιδιαίτερα πεπειραμένος στα ευρωπαϊκά θέματα εμπειρογνώμονας. «Μπορείς μια ομελέτα να την ξαναμετατρέψεις στα αυγά από τα οποία φτιάχτηκε; Αδύνατον».
Η αλήθεια είναι ότι η Βρετανία είναι περισσότερο χωνεμένη μέσα στην ευρωπαϊκή ομελέτα απ’ όσο φαντάζονταν οι πολιτικοί της, που επένδυσαν στην έξοδο, στο Brexit. Είναι η αλήθεια ότι, θεωρητικά, μπορεί να ακολουθήσει κάποιες από τις προβλέψεις του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας και, σε δυο χρόνια από σήμερα, να έχει ολοκληρωθεί η έξοδος. Ωστόσο, ό,τι φαίνεται απλό στον ευρωπαϊκό χώρο δεν είναι κιόλας. Για παράδειγμα, η βρετανική νομοθεσία σε πολλά δεν θυμίζει τη νομοθεσία προ εντάξεώς της στον κορμό της Ένωσης – έχει, δηλαδή, προσαρμοστεί σε ιδιαίτερο βαθμό σε πολλές περιπτώσεις στην ευρωπαϊκή. Κάποια πράγματα, όπως π.χ. οι συνοριακοί έλεγχοι ή η δασμολόγηση προϊόντων που εξάγονται από τη Βρετανία, ή εισάγονται σε αυτή, θα χρειαστεί να αλλάξουν αμέσως. Κάποια άλλα, που επίσης θα χρειαστεί να αλλάξουν, χρειάζονται χρονοβόρες και πολύ ειδικές ρυθμίσεις, που μαζί με τις συζητήσεις στα Κοινοβούλια ή τις ψηφοφορίες, μπορεί να μην είναι εύκολο να οριστούν. Επίσης, η ανακίνηση ζητημάτων με τη Σκοτία ή την Ιρλανδία, αλλά και την κατάργηση ειδικών ρυθμίσεων που έχουν να κάνουν με ζητήματα κυριαρχίας σε χώρες της πρώην Κοινοπολιτείας (όπως, π.χ., στην Κύπρο, όπου ο βρετανικός στρατός κατέχει περίπου το 3% του νησιού, και μάλιστα με απόλυτη υπερίσχυση στις συγκεκριμένες περιοχές του βρετανικού δικαίου έναντι του δικαίου μιας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής χώρας) μπορεί να δημιουργήσει μια τάση περαιτέρω συρρίκνωσης της βρετανικής επιρροής στον κόσμο. Η διάψευση των οραμάτων ισχύος μιας ανεξάρτητης Βρετανίας, τα οποία μεταξύ άλλων υπόσχονταν ή υπονοούσαν οι πολιτικοί που υπεράσπισαν το Brexit, μπορεί να αποτελέσει πολύ σύντομα υλικό αμφισβήτησης τελικά της σκοπιμότητας εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Αλλά θα μπορούσε όντως να γίνει κάτι τέτοιο;
***
Με μια πρώτη ματιά, η Βρετανία επέλεξε και πρέπει να πληρώσει το τίμημα της επιλογής της. Πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ήδη ζητούν τη δρομολόγηση, το συντομότερο, της διαδικασίας αποχώρησής της. Θεωρούν ότι οποιαδήποτε άλλη στάση θα έπληττε την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, κυρίως, θα δημιουργούσε την επιθυμία και σε άλλες χώρες να επαναλάβουν το βρετανικό εγχείρημα. Να διεκδικήσουν, δηλαδή, δημοψηφισματικά την έξοδο. Αν πάντως οι βρετανοί πολίτες άλλαξαν γνώμη, λέει αυτή η προσέγγιση, ας κάνουν αίτηση επανεισδοχής στην Ένωση και υπάρχει η δυνατότητα να αρχίσουν γρήγορα ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Στο μεταξύ, όμως, θα έχουν καταργηθεί πολλές εξαιρέσεις, τις οποίες η Βρετανία είχε κατά καιρούς διεκδικήσει και λάβει για να συμμετάσχει στην Ε.Ε. – εξαιρέσεις που εκκινούν ήδη από την ισχύ των κανόνων της συνθήκης του Μάαστριχτ. Και οι εξαιρέσεις αυτές (μια απ’ αυτές έχει να κάνει με το ποσό που η χώρα πρέπει να εισφέρει στα κοινά ευρωπαϊκά ταμεία), σε ενδεχόμενη επανεισδοχή της χώρας, δεν θα υπάρξουν.
Σε αντίθεση με τις θέσεις αυτές, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, δεν φαίνεται να βιάζεται. Χθες, διά του προσωπάρχη της, έδωσε στη δημοσιότητα τη θέση της ότι οι πολιτικοί στο Λονδίνο πρέπει να έχουν την ευκαιρία να ξανασκεφτούν τις συνέπειες της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και να... πάρουν τον χρόνο τους, πριν επίσημα δηλώσουν ότι ξεκινούν τη διαδικασία της απομάκρυνσης.
Τι λέει στην πραγματικότητα η Άνγκελα Μέρκελ. Αν οι Βρετανοί πολιτικοί θεωρηθεί ότι έπεισαν τους πολίτες να ψηφίσουν έξοδο, όχι με ορθολογικά δεδομένα, μη υπολογίζοντας τις επιπτώσεις στις ζωές τους, στην καθημερινότητά τους (και ιδίως στην οικονομική τους κατάσταση), ας πάρουν την ευθύνη να βρουν έναν τρόπο να αλλάξει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Μπορεί να είναι ζήτημα ενός νέου δημοψηφίσμαος, μπορεί όμως να είναι και υπόθεση ερμηνείας του αποτελέσματος, δημιουργίας νέων συναινέσεων στο πλαίσιο των δημοκρατικών κανόνων που ισχύουν στη χώρα.
Με άλλα λόγια, η καγκελάριος Μέρκελ κλείνει το μάτι στον πρωθυπουργό της Βρετανίας Τζέιμς Κάμερον και σαν να του λέει: «Κάν’ το όπως ο Τσίπρας».
***
Με άλλα λόγια, η καγκελάριος Μέρκελ ζητεί από τους Βρετανούς πολιτικούς, ιδίως από τους δυο ηγέτες των μεγαλύτερων πολιτικών σχηματισμών της χώρας, από τον Τζέιμς Κάμερον του Συντηρητικού Κόμματος κι από τον Τζέρεμι Κόρμπιν του Εργατικού Κόμματος, επί της ουσίας να αυτοεξευτελιστούν κι άλλο. Διότι, προφανώς, άλλο ο Τσίπρας, ο οποίος στο ελληνικό δημοψήφισμα μετέτρεψε με μεγάλη άνεση το Όχι σε Ναι, κι άλλο δυο πολιτικοί ηγέτες σε μια χώρα οι πολίτες της οποίας, παρά το Όχι που είπαν, ήδη αισθάνονται προδομένοι και περισσότερο αβέβαιοι από την προ του δημοψηφίσματος περίοδο.
Ο πρώτος ευθύνεται για το δημοψήφισμα, αφού το εξήγγειλε εντελώς τυχοδιωκτικά το 2013, προκειμένου να λύσει άλλα εσωκομματικά προβλήματα. Ο δεύτερος, που ήδη κατηγορείται από εσωκομματικούς αντιπάλους για ανεπάρκεια, αριστερισμό, κρυφή ατζέντα και ήδη από χθες αμφισβητείται από επτά κορυφαία στελέχη του κόμματος, που έφυγαν από τη σκιώδη κυβέρνηση των Εργατικών, κατάφερε να απομακρύνει από το κόμμα πλήθος πολιτών τους οποίους έστειλε στις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού – πολλοί ενστερνίζονται ακόμα και τις ρατσιστικά αντιμεταναστευτικές κορόνες του ακροδεξιού ηγέτη του Brexit, Νάιγκελ Φάραζ.
Η καγκελάριος ποντάρει στην ατίμωση, για παραδειγματισμό των κυρίαρχων πολιτικών της Βρετανίας. Και σαν να λέει: αν θέλετε, κύριοι, να ηγείσθε, και η ηγεσία σας να είναι επωφελής για τον λαό σας, μάθετε ότι η πολιτική δεν είναι καιροσκοπισμός ή τακτικισμοί με βάση τις ενδείξεις των δημοσκοπήσεων, αλλά σύστημα, όραμα και έμπνευση. Η ενωμένη Ευρώπη είναι υπόθεση προσωπικοτήτων με σύστημα, όραμα και έμπνευση. Και τέτοιους χρειάζεται για να συνεχιστεί η πορεία της προς τη βαθύτερη ενοποίηση, απαραίτητη προϋπόθεση προόδου, ισχύος, ειρήνης και ευημερίας για τους λαούς της.