Από τον Κώστα Γιαννούλα
Δεν μπορώ να ξέρω, αν και πόσο ειλικρινής είναι ο κ. Τσίπρας, όταν, παρά τα δημοσκοπικά ευρήματα, συνεχίζει να χαμογελά και να πανηγυρίζει για τις μεταμορφώσεις του, τις επιλογές και επιδόσεις της κυβέρνησής του ή αν και πόσο μετάνιωσε, που βιάστηκε ν’ αναλάβει τα ηνία της χώρας και να κρατηθεί στην εξουσία, όσον το δυνατόν περισσότερο, μ’ οποιοδήποτε τίμημα και για τον ίδιο αλλά, προπάντων, για τη χώρα και τον λαό της.
Εκείνο, ωστόσο, που ξέρω, είναι ότι το μέχρι τώρα πέρασμά του απ’ τον κυβερνητικό θώκο προσφέρεται για να βγάλει ο καθένας χωριστά αλλά και το εκλογικό σώμα χρήσιμα συμπεράσματα για τις μελλοντικές του πολιτικές επιλογές και κυρίως να κατανοήσει, πώς παίζονται τα πολιτικά παιχνίδια για κατάκτηση της εξουσίας και πώς η γλύκα της, ως άλλη Κίρκη, μεταμορφώνει με το μαγικό ραβδί της όσους την ασκούν.
Αρκεί, γι’ αυτό, να θυμηθούμε εν τάχει, ποιός έδειχνε, πως ήταν ο κ. Τσίπρας, πριν γίνει πρωθυπουργός. Κοινωνικός επαναστάτης με αριστερή ρητορική, πολέμιος του πολιτικού συστήματος, ντόπιου και ξένου, και προπάντων αντιμνημονιακός, πρωτοστατούσε στις κοινωνικές ταραχές και σε κάθε είδους διαμαρτυρία υποσχόμενος στους πάντες τα πάντα, αλλά, προπάντων, σχίσιμο μνημονίων. Χρησιμοποιούσε λόγο καταγγελτικό κατά πάντων, ακολουθώντας μηδενιστική τακτική σε βάρος των επιλογών και των επιδόσεων των τότε κυβερνώντων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι έχει λύσεις για όλα και ότι διέθετε εναλλακτικά σενάρια ακόμα και για πορεία εκτός ευρώ και Ευρώπης. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι ήταν, συλλήβδην γι’ αυτόν, Μερκελιστές, Γερμανοτσολιάδες, Ολαντρέου, νενέκοι, αργυρώνητοι και προδότες της πατρίδας καθώς και υπηρέτες των συμφερόντων των δανειστών και των τραπεζιτών.
Σήμερα, 16 μήνες μετά την κατάκτηση της εξουσίας ελέω «ακροδεξιού» Καμμένου, κι ύστερα απ’ τις απανωτές κωλοτούμπες και τους συμβιβασμούς του έχει γίνει αγνώριστος, αφού έκανε τα ακριβώς αντίθετα απ’ αυτά, που υπόσχονταν, κατάντησε νεροκουβαλητής και υπηρέτης του συστήματος, μνημονιακός και φίλος της Μέρκελ, του Σόιμπλε και του Γιούνγκερ καθώς και του Ολάντ, που κάποτε καθύβριζε, ενώ στάζουν μέλι, όταν μιλούν γι’αυτόν κι άλλα πρωτοκλασάτα στελέχη της Ε.Ε., γιατί παρά τις μεγαλοστομίες του και την αριστερή ρητορική του αποδείχθηκε, τελικά, ο πιο βολικός, προκειμένου να προχωρήσει για λογαριασμό τους, όλα όσα αρνούνταν ή δυσκολεύονταν να υλοποιήσουν οι πριν απ’ αυτόν ομοϊδεάτες τους πρωθυπουργοί. Δεν είναι, άλλωστε, μικρό πράγμα να βάλεις στην πρέσα και στο κρεβάτι του Προκρούστη ξεζουμίζοντας με νέα πιο επώδυνα μέτρα έναν ολόκληρο λαό και ξεπουλώντας τα πάντα και μάλιστα αδιαμαρτύρητα, ενώ προηγουμένως του έταζες λαγούς με πετραχήλια ξεσηκώνοντας τον.
Για να τα καταφέρει, βέβαια, όλα αυτά χρειάστηκε να μετατρέψει το μεγάλο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος σε ΝΑΙ και να θυσιάσει την ιδεολογία του, την αξιοπιστία του, πρωτοκλασάτα στελέχη και φίλους του σαν τους κ. Βαρουφάκη, Λαφαζάνη, Κωνσταντοπούλου και άλλα, αφού, προηγουμένως, τα εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο, για να αναρριχηθεί και να κρατηθεί στην εξουσία. Απέδειξε, κατ’ αυτόν τον τρόπο εκτός των άλλων, ότι, όπως ως άθεος δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, έτσι και ως φίλος και συνεργάτης δεν έχει μπέσα και συνέπεια, μια που άλλα λέει και άλλα κάνει κι, όταν το απαιτούν οι συνθήκες, αντιμετωπίζει τους φίλους σαν στιμμένες λεμονόκουπες.
Επιπλέον, μ’ όλα αυτά που συνέβησαν ως τώρα κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας, απέδειξε με τις πράξεις του και όχι με τα λόγια, ότι παρά τα προβλήματά της η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και το ευρωπαϊκό νόμισμα αποτελούν μονόδρομο για τα συμφέροντά της, δικαιώνοντας έτσι, όσους πολιτικούς πριν απ’ αυτόν άνοιξαν και συνέχισαν αυτόν τον δρόμο. Η διστακτικότητα και η αναβλητικότητα να τον ακολουθήσει και η απέλπιδα προσπάθειά του να βρει κάποια άλλη εναλλακτική πορεία προσθέσανε, απλά, νέα βάρη στον ήδη δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό.
Και όχι μόνο αυτό• στη σύγκρουσή του με τους δανειστές αποδείχτηκε περίτρανα ότι, δυστυχώς για τους δανειζόμενους, το πάνω χέρι σ’ αυτή έχουν οι δανειστές, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα και να καθορίζουν και να επιβάλουν τους κανόνες του παιχνιδιού, προκειμένου να συνεχίζουν τη χρηματοδότηση μιας προβληματικής οικονομίας. Επέλεξε, δυστυχώς, να πάθει, για να μάθει. Δικαιώθηκαν, έτσι, όσοι πριν απ’ αυτόν έδωσαν τη δική τους μάχη, αλλά δεν κατάφεραν να πετύχουν, όσα επιθυμούσαν, και απαλλάχθηκαν απ’ τις ενοχές τους όσοι ψηφοφόροι τους στήριζαν.
Και επειδή, μέχρι πρότινος, κατακεραύνωνε τους εκάστοτε κυβερνώντες κατηγορώντας τους για αναξιοκρατία, οικογενειοκρατία και προώθηση ημετέρων σε καίρια πόστα, δεκαέξι μήνες εξουσίας ήταν αρκετοί, για να χαθεί το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς για ένα κόσμο καλύτερο, χωρίς ρουσφέτια και βολέματα ημετέρων.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, εκτιμώ ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση, οψέ-πότε γίνει, θα είναι διαφορετική απ’ τις άλλες, χωρίς ψευτοδιλήμματα και πλειοδοσία ψεύτικων υποσχέσεων, χωρίς αυταπάτες και πισωγυρίσματα, χωρίς μνημονιακά και αντιμνημονιακά στρατόπεδα χωρίς εξωευρωπαϊκές κορώνες και τις συνήθεις ύβρεις κατά Ευρωπαίων και Ελλήνων ηγετών, αλλά με όρους αλήθειας και ειλικρίνειας και με ουσιαστικές προτάσεις βελτίωσης της παραγωγικότητας της χώρας και αντιμετώπισης προβλημάτων, όπως αυτό της ανεργίας, που μαστίζει τον τόπο. Αμήν και πότε, λοιπόν.