Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
Ο Αργύριος Διδίκας γεννήθηκε το 1840 στο χωριό Άλλη Μεριά του Άνω Βόλου του τότε Δήμου Ιωλκού. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος (1803-1883) διετέλεσε διευθυντής του τελωνείου του Βόλου και αργότερα επαρχιακός σύμβουλος [1]. Μετά το πέρας των εγκυκλίων μαθημάτων στον Βόλο, ο πατέρας του, ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών άλλων συγγενών του από την περιοχή του Βόλου και του Πηλίου τον έστειλε να φοιτήσει στην Εμπορική Σχολή της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Ζαγαζίκ, μία πόλη στο δέλτα του Νείλου, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο του βάμβακος. Ήδη από το 1869 η έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην πόλη, οδήγησε τον Αργύριο Διδίκα μαζί με τους Σωτήριο Κόκκα και τον Αλ. Καμπάνη να συγκροτήσουν Προσωρινή Επιτροπή για τη σύσταση της Ελληνικής Κοινότητος Ζαγαζικίου [2].
Στα τέλη του 1871 επέστρεψε στη γενέτειρά του. Στις 7 Μαΐου 1872 νυμφεύθηκε στον Βόλο την Περσεφόνη Α. Βλαχοπούλου και έλαβε από τον πεθερό του ως προίκα 400 χρυσά εικοσόφραγκα. Στη συνέχεια αναχώρησε οικογενειακώς για την Αίγυπτο στην οποία παρέμεινε μέχρι την Απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881). Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε στη Λάρισα όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο σαπώνων και ελαίων [3]. Παράλληλα επένδυσε τα χρήματα που είχε κερδίσει στην Αίγυπτο αγοράζοντας ακίνητα (κατοικίες, κτήματα, δάση και ιχθυοτροφεία) στο κέντρο και τα περίχωρα της Λάρισας. Είχε ήδη αγοράσει μία κατοικία στη συνοικία Ραμαζάν Αττίκ της Λάρισας και τρείς άλλες στη συνοικία Σαλατζλάρ, όταν στις 17 Φεβρουαρίου 1882 αγόρασε έναντι 25 χρυσών τουρκικών λιρών (630 δρχ.) τη μεγάλη έπαυλη της Φατμέ Χανούμ, συζύγου του Οθωμανού κτηματία Χουσεΐν Οσμάν Αζίζ, η οποία βρισκόταν δίπλα από τις τρεις προηγούμενες [4].
Μετά τις παύσεις του Οθωμανού δημάρχου Χασάν Ετέμ βέη και του υπηρεσιακού δημάρχου Κωνσταντίνου Δημητριάδη, διορίσθηκε με Βασιλικό Διάταγμα (9 Οκτωβρίου 1882) δήμαρχος της πόλης [5]. Παράλληλα διορίσθηκε σύμβουλος της νεοσυσταθείσας Τράπεζας Ηπειροθεσσαλίας μαζί με τους Διονύσιο Γαλάτη και Χρήστο Γεωργιάδη [6]. Ο Διδίκας διετέλεσε δήμαρχος μέχρι τις 20 Ιουνίου 1883 και αντικαταστάθηκε από τον Χρήστο Γεωργιάδη, τον πρώτο αιρετό δήμαρχο της Λάρισας, ο οποίος εκλέχθηκε στις δημοτικές εκλογές της 29ης Μαΐου 1883 [7].
Κατά τη διάρκεια της θητείας του εκπονήθηκε το πρώτο σχέδιο της Λάρισας, επισκευάστηκε η γέφυρα του Πηνειού, τοποθετήθηκε μεγάλος αριθμός φαναριών στους δρόμους της πόλης, δημιουργήθηκε ο παραποτάμιος δημοτικός κήπος του Αλκαζάρ και στήθηκε η μουσική εξέδρα στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Παράλληλα συνέχισε την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Τον Δεκέμβριο του 1883 αγόρασε κατοικίες και οικόπεδα στο κέντρο της Λάρισας τα οποία ανήκαν στην ιδιοκτησία της Ισμέτ Χανούμ, χήρας του Σερίφ εφένδη Δελήμπαση και των ανηλίκων τέκνων του [8].
Τον Απρίλιο του 1884 αγόρασε από τον Βελή Μπεκίρ Ογλού αγροτικές εκτάσεις στο χωριό Τουρκομουσλί της Κραννώνος [9] τα οποία στη συνέχεια εκμίσθωσε σε γεωργούς της περιοχής, δανείζοντάς τους συγχρόνως χρήματα με χαμηλό επιτόκιο [10]. Στις 11 Νοεμβρίου 1886 αγόρασε εξ’ αδιαιρέτου με τον έμπορο Νικόλαο Παπακώστα και τον ιατρό Αχιλλέα Λογιωτάτου το μεγάλο πανδοχείο του Αδάμ Ανακατωμένου το οποίο βρισκόταν στον λόφο του Φρουρίου [11].
Στις Κοινοβουλευτικές εκλογές της 3ης Μαΐου 1892 εκλέχθηκε βουλευτής Λαρίσης με το «Νεωτεριστικό» κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη. Από τη Λάρισα εκλέχθηκαν επίσης βουλευτές ο δικηγόρος Νικόλαος Καραστεργίου και ο Οθωμανός κτηματίας Χασήπ Σερίφ βέης [12].
Στις 25 Αυγούστου 1892 μεταβίβασε ως «εξασφάλιση» προς τη σύζυγό του Περσεφόνη, το μερίδιό του από τα τρία οικόπεδα τα οποία βρισκόταν στη γενέτειρά του Άλλη Μεριά του Άνω Βόλου (6.000, 1.197 και 1.300 τ. μ. αντίστοιχα) τα οποία ανήκαν από 1/3 εξ’ αδιαιρέτου ως πατρική κληρονομιά στην ιδιοκτησία του ιδίου και των αδελφών του Ιωάννη και Νικολάου. Η ενέργειά του είχε κατά βάση λογικό έρεισμα αφού ο Διδίκας «έχασε» την προίκα που του είχε παραχωρήσει ο πεθερός του σε αμφισβητούμενες επενδύσεις μετοχών και ομολόγων [13]. Για την εξεύρεση μετρητών άρχισε να πουλάει τα κτήματα που κατείχε στο Τουρκομουσλί, ενώ τον Φεβρουάριο του 1895 πούλησε στον Αριστείδη Μπέμπο όλα τα έπιπλα και είδη οικιακής χρήσης της κατοικίας του στη συνοικία Ραμαζάν Αττίκ αντί 4.050 δρχ. Στη συνέχεια ο τελευταίος τα ενοικίασε στον Διδίκα έναντι τριετούς μισθώματος 1.500 δρχ. [14]. Τον Νοέμβριο του ιδίου έτους πούλησε στον μεταπράτη Κωνσταντίνο Ματιάκα, κτήματα, δάση, οικόπεδα και κατοικίες που κατείχε στη Λάρισα και την ευρύτερη περιοχή της [15].
Ο πόλεμος του 1897 και η προσωρινή κατοχή της Θεσσαλίας υπήρξε η ταφόπλακα στην επιχειρηματική του δράση. Στα τέλη του 1898 ο Αργύριος Διδίκας, εγκατέλειψε τη Λάρισα και εγκαταστάθηκε στην πόλη Αμπού-Σουκούκ της Αιγύπτου. Μετά τις 28 Δεκεμβρίου 1898 άρχισαν να κοινοποιούνται στον Διδίκα διαταγές πληρωμές για χρέη προς την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας, ενώ στις 28 Οκτωβρίου 1900 εκπλειστηριάστηκαν από την Εθνική Τράπεζα μετοχές και ομόλογα που είχε στην κυριότητά του [16]. Τέλος στις 16 Αυγούστου 1901 με επίσπευση της Εθνικής Τράπεζας εκτέθηκε σε πλειστηριασμό η υπόλοιπη περιουσία του στο Τουρκομουσλί (15 αγροτεμάχια συνολικής εκτάσεως 254 στρεμμάτων) [17].
Απεβίωσε στην Αθήνα το 1915 πάμφτωχος και ξεχασμένος από τους άλλοτε ισχυρούς φίλους του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Βλ. «Νεκρολογία: Κωνσταντίνος Διδίκας», Θεσσαλία (Βόλος), φ. 412 (12 Φεβρουαρίου 1883).
[2]. Η κοινότητα ιδρύθηκε στις 14/26 Απριλίου 1870 στο Ελληνικό Προξενείο της πόλης. Βλ. Ιωάννης Ζήλλης, Οι ευεργέτες της ελληνικής κοινότητας του Ζαγαζικίου. Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Διασποράς [www.hellenicdiaspora.com].
[3]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 73 (30 Ιουνίου 1882).
[4]. Γενικά Αρχεία του Κράτους / Αρχεία Νομού Λάρισας, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 001 [1882], αρ. 184 (17 Φεβρουαρίου 1882).
[5]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 102 (10 Οκτωβρίου 1882).
[6]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 113 (17 Νοεμβρίου 1882).
[7]. Ο Διδίκας έθεσε υποψηφιότητα ως δημοτικός πάρεδρος με τον συνδυασμό του Αναστάσιου Κ. Αστεριάδη αλλά δεν εξελέγη.
[8]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 009 [1882-1883], αρ. 2456 (4 Δεκεμβρίου 1883).
[9]. Το 1927 μετονομάστηκε σε Φιλίκια (ΦΕΚ 306/Α/22-12-1927). Μετά το 1951 εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στο διπλανό χωριό Χαρά.
[10]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 011 [1884], αρ. 2962 (13 Απριλίου 1884) και φκ. 024 [1888], αρ. 7941, 7942, 7943 (21 Αυγούστου 1888).
[11]. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Αδάμ Ανακατωμένος (1835-1904)», Ελευθερία (Λάρισα), φ. 32894 (15 Νοεμβρίου 2015).
[12]. Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής, της Α΄ Συνόδου της ΙΓ΄ Βουλευτικής περιόδου (από 25 Μαΐου 1892 έως 27 Ιουλίου 1892). Εν Αθήναις: εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1892.
[13]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 038 [1892-1893], αρ. 13533 (25 Αυγούστου 1892).
[14]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 049 [1894-1895], αρ. 17743 και 17744 (4 Φεβρουαρίου 1895).
[15]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 053 [1895], αρ. 19065 (4 Νοεμβρίου 1895).
[16]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 549 (5 Νοεμβρίου 1900).
[17]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 580 (10 Ιουνίου 1901) και φ. 590 (19 Αυγούστου 1901).