Από τον Μιχαήλ Γκρίλλα
Πολλές υποσχέσεις μικρές όμως προσδοκίες θα έλεγα, ήταν η επιτομή των αποτελεσμάτων της διήμερης επίσκεψης του Προέδρου της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, την 28 και 29-5-2016 στη χώρα μας. Πάντοτε ο Ελληνικός Λαός περιμένει πολλά από το γένος των ξανθών. Μην ξεχνάμε ότι οι υπόδουλοι Έλληνες κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στους Ρώσους είχαν εναποθέσει τις όποιες ελπίδες τους, για την ανάσταση του Έθνους μας.
Από τότε μέχρι σήμερα η στάση των Τσάρων και των σημερινών ηγετών της Ρωσίας, παραμένει η ίδια και πρωταρχικός τους στόχος ήταν και είναι πως, μέσω της ορθοδοξίας κα του Πατριαρχείου της Μόσχας και πασών των Ρωσιών προσδώσει στη μεγάλη αυτή χώρα, τον προστάτη των ορθοδόξων λαών πάντοτε όμως με το αζημίωτο, προς όφελος δηλαδή των δικών τους συμφερόντων που, είναι η ηγεμονία σε οικουμενικότητα, υποβαθμίζοντας τρόπον τινά διαχρονικά το δικό μας οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Ας έλθουμε τώρα στην επίσκεψη του Ρώσου Προέδρου η οποία περισσότερο έγινε επ’ ευκαιρία της επετείου των χιλίων χρόνων της ρωσικής μοναστικής παρουσίας στον Άθω. Δηλαδή στο Άγιο Όρος. Τυπικά δηλαδή για τη Ρωσική Προεδρία επισημαίνει ότι, οι ορθόδοξοι Ρώσοι έχουν παίξει ρόλο στο Άγιο Όρος. Στον επίσημο χαιρετισμό του πάντως, ο Βλαντιμίρ Πούτιν απέδωσε τιμές και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Εκκλησία της Ελλάδας. Η λιτότητα των διατυπώσεών του, ωστόσο προφανώς δεν σημαίνει ούτε κατά διάνοια υποχώρηση έναντι των πάγιων ρωσικών βλέψεων που, συστηματικά εποφθαλμιούν ζωτικά κέντρα της Ορθοδοξίας, τα οποία ανήκουν στη σφαίρα επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η επίσημη υποδοχή του Πούτιν έγινε στις Καρυές του κέντρου του Αγίου Όρους και στη συνέχεια μετέβη στο ρωσικό Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος όπου, ο ηλικιωμένος ηγούμενος, δεν είναι ρώσος αλλά Ουκρανός. Επίσης στο μοναστήρι αυτό υπάρχουν πολλοί Ουκρανοί Μοναχοί. Με δεδομένη την έχθρα που, υπάρχει μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας είναι προφανές ότι το ρωσικό Μοναστήρι δεν είναι σήμερα εύκολος χώρος μεταβίβασης των ιδεολογικών θέσεων και επιδιώξεων της ρωσικής πολιτικής, με όχημα την Ορθοδοξία στην περιοχή μας.
Ο Πρωθυπουργός στις δημόσιες δηλώσεις του, χαρακτήρισε «στρατηγική επιλογή» τις καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Δεν είναι μάλιστα λίγοι όσοι βλέπουν σε αυτές ένα χρήσιμο μοχλό πίεσης έναντι της Τουρκίας. Η επέμβαση εξάλλου της Ρωσίας στη Συρία και γενικότερα ο ρόλος της Ρωσίας σον εμφύλιο πόλεμο επίσης συζητήθηκε στη συνάντηση Τσίπρα - Πούτιν, στο πλαίσιο και του προσφυγικού. Κατά καιρούς έχει διατυπωθεί από την Ελλάδα η επιθυμία να συμβάλλει σε μια προσέγγιση της Ρωσίας - Δύσης. Παραμένει όμως άλλωστε άγνωστο πως ακριβώς, αυτό θα μπορούσε να συμβεί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα επιδιώκει να ενισχύσει την οικονομική συνεργασία με τη Ρωσία και θα καλωσόριζε ρωσικές επενδύσεις στη χώρα μας. Δεν είναι μυστικό ότι οι Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι ενδιαφέρονται για την ΤΡΑΙΝΟΣΕ και για την εταιρεία τροχαίου υλικού (ΕΕΣΣΤΥ) αλλά σε συνδυασμό όμως πάντοτε με την πώληση, σε αυτούς του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ).
Επιπλέον το ρωσικό ενδιαφέρον για τη συνεργασία με τα Ελληνικά Πετρέλαια (ΕΛΠΕ) αποδεικνύεται από την υπογραφή συμφωνίας με την εταιρεία Rosneft, ώστε αυτή, να εφοδιάζει τα ΕΛΠΕ με αργό πετρέλαιο που, στη συνέχεια θα προμηθεύουν με διυλισμένα προϊόντα στο Ρωσικό όμιλο.
Στον τομέα της ενεργειακής συνεργασίας οι υπερβολικές προσδοκίες έχουν χαμηλώσει, από τους ίδιους συνεργάτες του Έλληνα Πρωθυπουργού. Σε ιδιωτικές τους συνομιλίες επισημαίνουν ότι, η Ελλάδα έχει πλέον κάνει μια ξεκάθαρη ενεργειακή επιλογή με την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου TAP (Τουρκία - Ελλάδα - Αλβανία - Ιταλία) και των δύο παρελκόμενων σχεδίων του: πρώτον του Ελληνοβουλγαρικού αγωγού IGB και δεύτερο της κατασκευής δευτέρου τερματικού σταθμού αερίου στην Αλεξανδρούπολη.
Έμφαση αναμένεται να δοθεί στον τουρισμό όπου εφέτος αναμένεται οι Ρώσοι τουρίστες να υπερβούν το 1.000.000 με προοπτική διπλασιασμού σε δύο χρόνια, παρά την οικονομική κρίση που διέρχεται η Ρωσία λόγω της κατάρρευσης των τιμών του πετρελαίου και της υποτίμησης του ρουβλίου.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η επίσκεψη αυτή μόνο θετικά αποτελέσματα αναμένονται να προκύψουν και για τις δύο χώρες και ιδιαίτερα για εμάς τόσον στον οικονομικό τομέα όσο και για θέματα ασφαλείας της περιοχής. Και τέτοιες επισκέψεις είναι πάντοτε καλοδεχούμενες.