Μια… άλλη Ανάσταση

Δημοσίευση: 30 Απρ 2016 8:42

 

Από την Καλλίτσα Γκουράβα- Δικτά

Καθισμένος σε μια αυτοσχέδια πολυθρόνα, έξω απ’ την ψαροκαλύβα, κοντά στα βράχια ο Νικόλας, εκείνο το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου, αφουγκράζεται τους ήχους της φύσης.

Ένα ελαφρό αεράκι δημιουργεί έναν ψίθυρο, απ’ το θρόισμα των φύλλων στο δασάκι, πίσω απ’ την καλύβα.

Ένα χαδιάρικο τιτίβισμα των πουλιών που πετούν στον καταγάλανο ουρανό και κάνουν τρελά παιχνίδια.

Τα μικρά κυματάκια που έρχονται φουριόζικα και σπάνε στα πόδια των βράχων και πάλι ξαναγυρίζουν στην αγκαλιά της θάλασσας, για να ξανασπάσουν σε λίγο.

Ένας αιώνιος αγώνας της θάλασσας να καταπιεί τα βράχια κι εκείνα να αντιστέκονται και να αμύνονται με σθένος στη μανία της.

Θυμώνει εκείνη κάποιες φορές και συνθηκολογεί με τον αέρα και αφρίζει και κάνει βουνά τα κύματα, μα τίποτα πάλι δεν καταφέρνει.

Όλα τα παραπάνω ο Νικόλας τα ζει κάθε πρωί, που ξυπνάει απ’ το χάραμα, καθισμένος έξω απ την καλύβα του, πριν μπει στο μικρό του βαρκάκι να ξανοιχτεί να μαζέψει τα δίχτυα.

Ο Νικόλας, που κανένας δεν ήξερε αν ήταν αυτό το όνομά του, ούτε και κανένας ήξερε από πού κρατούσε η ... σκούφια του, ζούσε εκεί σ’ εκείνη την ψαροκαλύβα, κοντά στα βράχια, περίπου πέντε χρόνια.

Ένα πρωινό τον ξέβρασε η θάλασσα μισοπεθαμένο σ’ εκείνο το μέρος. Για καλή του τύχη, τον βρήκε ένας νησιώτης που κατέβηκε πρωί - πρωί να πάει για ψάρεμα και τον ... μάζεψε. Μαζί με το γιο του ο καπετάν-Γιακουμής τον μετέφεραν στην καλύβα πάνω στα βράχια. Με ξόρκια και μαντζούνια, απ αυτά που ήξεραν οι γερόντισσες του νησιού, τον συνέφεραν. «Όταν έχει λάδι το καντήλι, όσοι κεραυνοί κι αν πέσουν επάνω σου, θα ζήσεις ...». Έτσι λέει ο σοφός λαός.

Ο καπετάν — Γιακουμής κάθε μέρα επισκεπτόταν τον ξένο ώσπου να σταθεί στα πόδια του.

Όταν συνήλθε, ρώτησε να μάθει κάποια πράγματα. Όμως ο ... Νικόλας - κάπως έπρεπε να τον φωνάζουν κι επειδή βρέθηκε μια εικονίτσα του Αϊ-Νικόλα κρεμασμένη στο λαιμό του, σκέφτηκαν πως ίσως δεν ήταν τυχαίο. - Ο Νικόλας λοιπόν σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, δεν είχε απάντηση.

Κοίταζε σα χαμένος και κουνούσε το κεφάλι του. Τον πρώτο καιρό ζούσε απ’ τη φιλανθρωπία των ανθρώπων του νησιού.

Πέρα απ’ το φαγητό του οι νησιώτες φρόντισαν και για την ... επίπλωση και τον εξοπλισμό της ψαροκαλύβας. Άλλος του πήγαινε ένα στρώμα, άλλος μια κατσαρόλα, ένα πιάτο κι ο Γιακουμής που εκείνη τη χρονιά είχε αγοράσει μια μεγαλύτερη βάρκα, του χάρισε το μικρό βαρκάκι και ένα δίχτυ, για να μπορεί να εξασφαλίζει το καθημερινό του.

Άσσος στο κουπί ο Νικόλας κι ατρόμητος, όταν συνήλθε για καλά, δημιουργούσε πολλές απορίες, για το ποιος ήταν και γνώριζε τόσο καλά τη θάλασσα.

Και τα χρόνια κύλησαν σαν το ποτάμι, σαν τη βροχή που δε γυρίζουν πίσω. Όσες απορίες είχαν οι νησιώτες για κείνον, άλλες τόσες είχε κι εκείνος για τον εαυτό του.

Ποιος ήταν... ! Πως βρέθηκε εκεί...! Είχε οικογένεια...!

Ο χρόνος για κείνον άρχισε να μετράει απ’ την ημέρα που συνήλθε και βρέθηκε μέσα σ’ εκείνη την ψαροκαλύβα.

Πριν απ’ αυτή, τίποτα, χάος, μαύρο σκοτάδι. Ήταν φανερό πως είχε αμνησία, μα πως; Πότε την έπαθε!

Στον ύπνο του συχνά έβλεπε φουρτουνιασμένη θάλασσα κι ένα καράβι να παλεύει με τα κύματα. Και φωνές, φασαρία κι εκείνος μέσα σ’ αυτήν την κοσμοχαλασιά. Τότε κάτι πήγαινε να σκάσει στο μυαλό του, αλλά έπεφτε πάλι η πυκνή ομίχλη και τα σκέπαζε όλα.

Και πορευόταν ο Νικόλας, έτσι χωρίς σκοπό. Η μικρή εικονίτσα του Άϊ-Νικόλα εξακολουθούσε να είναι κρεμασμένη στο στήθος του και να του δίνει μια ελπίδα. Πως κάποτε θα ξεκαθάριζε το μυαλό του...

Εκείνο το Μέγα Σάββατο, βγήκε όπως συνήθιζε πρωί - πρωί, ν’ αγναντέψει τη θάλασσα.

Δεν του φάνηκε και τόσο ...φιλική. Μια μαυρίλα έβγαινε απ’ τα βαθιά κι ένας αναστεναγμός μέσα απ’ τα... σπλάχνα της. Ο ουρανός σε λίγο μαύρισε και το μπουρίνι δεν άργησε να φανεί. Μπήκε μέσα στην καλύβα, γιατί τα κύματα έφθαναν ως την πόρτα της.

Παρακολούθησε ώρα πολλή εκείνη την κοσμοχαλασιά και κάποια στιγμή... ένιωσε μέσα του κάτι απροσδιόριστο... Ένα φόβο, μια ταραχή, έναν δυνατό πόνο στο κεφάλι και ύστερα... τίποτα, όλα σκοτείνιασαν, έπεσε στο πάτωμα και χάθηκαν οι εικόνες απ’ τα μάτια του.

Μια φωνή άκουσε σαν από μακριά... «Νικόλα... Νικόλα».

Άνοιξε τα μάτια του. Που ήταν; Ανασηκώθηκε, κοίταξε γύρω του ... Η πόρτα της καλύβας άνοιξε και μπήκε ο Γιακουμής. Θορυβήθηκε, έτρεξε κοντά του.

«Τι έπαθες Νικόλα, δεν είσαι καλά;» Άνοιξε τα μάτια του.

«Καλά είμαι Γιακουμή… καλύτερα δεν ήμουνα ποτέ».

«Τι θέλεις να πεις, μίλα μου... εγώ ήρθα για να σε προσκαλέσω στο σπίτι μου το βράδυ, μετά την Ανάσταση, να φάμε όλοι μαζί.

Σ` ευχαριστώ Γιακουμή, καλέ μου φίλε, σωτήρα μου, θυμήθηκα, βρήκα το μνημονικό μου, έγινε το θαύμα… Σταυροκοπήθηκε. «Δόξα να ’χεις         Χριστέ μου και συ Αϊ-Νικόλα μου...

Η θάλασσα είχε ηρεμήσει από ώρα. Τα κύματα έσκαγαν ανόρεχτα στα βράχια κι ο ουρανός ξεκαθάρισε. Καθισμένοι έξω απ’ την ψαροκαλύβα, έπιναν το καφεδάκι τους οι δύο άντρες, που τους ένωνε τώρα πια, μια βαθιά φιλία.

Ο Γιακουμής ρουφούσε θαρρείς την κάθε λέξη που έβγαινε απ’ το στόμα του Νικόλα. - Ναι, αυτό ήταν τ’ όνομά του η διαίσθησή του δεν τον ξεγέλασε. - Η κάθε λέξη λοιπόν έλυνε και τις απορίες που είχαν οι νησιώτες για τον ξένο.

Ένας ατρόμητος καραβοκύρης ήταν ο Νικόλας, που όργωνε τις θάλασσες από πολύ νέος.

Πεθαίνοντας ο πατέρας του, του άφησε το καράβι και μια συμβουλή. «Η θάλασσα γιε μου δεν έχει μπέσα... να είσαι προσεχτικός και να θυμάσαι, πως σε σένα βασίζονται τόσες ψυχές που υπηρετούν το μπάρκο και οι οικογένειές τους τους περιμένουν με λαχτάρα να γυρίσουν πίσω.

«Εγώ όμως τις συμβουλές του πατέρα μου τις πέταξα στη θάλασσα Γιακουμή. Και να ’μαι τώρα, ένας καραβοτσακισμένος και δεν σου κρύβω, φοβάμαι να γυρίσω στον τόπο μου».

Ξέσπασε σε κλάματα, αυτός ο δυνατός, ο ατρόμητος, ο καπετάν - Νικόλας, που πάλευε μια ζωή με τ’ αγριεμένα κύματα.

Σώπασαν ... Ένα γλαροπούλι ήρθε και στάθηκε πάνω στα βράχια, έσκουξε παραπονιάρικα, διαισθανόταν ίσως πως θα έχανε σε λίγο τον καλό του φίλο το Νικόλα, που τον συντρόφευε κάθε μέρα.

Η Καλλίτσα Γκουράβα- Δικτά είναι Λογοτέχνις

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass