Είναι στ’ αλήθεια τυχεροί όσοι πεθαίνουν νέοι; Μπορεί να το δεις κι έτσι... Τον Σεπτέμβρη του 1955, μόλις 24 χρόνων, ο Τζέιμς Ντιν πάτησε τέρμα το γκάζι της ασημένιας του Πόρσε και πέρασε μια για πάντα στη σφαίρα του θρύλου. Κι ας είχε παίξει ελάχιστα στο σινεμά. Η εικόνα του, η εικόνα της ασυμβίβαστης νιότης και της αιώνιας εφηβικής ομορφιάς που τον περιέβαλε, μας στοιχειώνει ακόμη.
Κάπως έτσι και ο αδικοχαμένος τραγουδιστής Παντελής Παντελίδης –τηρουμένων των αναλογιών –θα είναι πάντοτε ένας μικρός θρύλος, κι ας είχε μια πολύ σύντομη καριέρα. Ο χρόνος δεν θα τον αγγίξει. Δεν θα δοκιμάσει ας πούμε το πικρό ποτήρι που πίνει π.χ. σήμερα, ο Γιώργος Νταλάρας, λαϊκό είδωλο τη δεκαετία του ‘60, πλην όμως απωθητική εικόνα παρακμής σήμερα, όταν επιχειρεί ο δύστυχος, στα γεράματά του, να εμφανιστεί ενώπιον κοινού. Αδυσώπητος ο χρόνος σε μετατρέπει από είδωλο σε καρικατούρα. Αν αυτό σε παρηγορεί, ο Παντελίδης, όταν καρφώθηκε στο στηθαίο της Λεωφόρου Βουλιαγμένης, έκανε το περιβόητο «άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά» για το οποίο μίλησε ο Ελύτης.
Τα παιχνίδια της μοίρας όμως δεν σταματούν εδώ. Την ημέρα που η Ελλάδα θρηνούσε τον δημοφιλή τραγουδιστή, ο υπόλοιπος πλανήτης με συγκίνηση πληροφορείτο τον θάνατο του Ουμπέρτο Έκο, που, για κάποιο παράξενο λόγο ήταν και αυτός ένα μικρό είδωλο στην Ελλάδα, πράγμα περίεργο για συγγραφέα. Τα δυο πρόσωπα, πέραν της κοινής πάνω-κάτω ημερομηνίας θανάτου, φαινομενικά δεν έχουν καμιά σχέση. Μιλάμε για δύο κόσμους τέλεια διαφορετικούς, τέλεια αντίθετους μεταξύ τους. Φιλόσοφος, γλωσσολόγος, διανοητής παγκοσμίου διαμετρήματος και συγγραφέας ο ένας, Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής ο δεύτερος. Η μέρα και η νύχτα.
Δεν θα σταθώ τόσο στον Παντελίδη, έχουν άλλωστε γραφεί τόσα πολλά μέσα στον παροξυσμό συγκίνησης που ακολούθησε τον άδικο θάνατό του. Εξάλλου ο Έκο είχε εγκαίρως και πολύ επαρκώς περιγράψει τη γέννηση φαινομένων σαν κι αυτό του άτυχου τραγουδιστή. Ο Έκο μάς «σύστησε» τον Παντελίδη, όταν μέσα από πληθώρα άρθρων του τα τελευταία χρόνια εξηγούσε ότι στην ηλεκτρονική εποχή μας, τα πρότυπα, οι ιδέες και τα είδωλα θα επιβάλλονταν πέρα από κάθε κανόνα, άναρχα, ασύμμετρα, από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Και πράγματι, ήρθε ο χαοτικός και ανεξέλεγκτος κόσμος του YouTube να καθιερώσει τον Παντελίδη, παρακάμπτοντας τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες που για χρόνια λυμαίνονταν τον χώρο επιβάλλοντας τους καλλιτέχνες της αρεσκείας τους - συνήθως τους ευνοούμενους.
Επιστρέφω στον μεγάλο Ιταλό. Λέω λοιπόν –ας μου επιτραπεί η παραδοξολογία- πως, κατά μια έννοια, ο Ουμπέρτο Έκο στην Ελλάδα ήταν ένας... Παντελίδης της διανόησης. Και να πώς: Πιάσε δέκα σημερινούς Έλληνες και ζήτα να σου αναφέρουν ονόματα συγγραφέων που γνωρίζουν. Είναι βέβαιο ότι οι περισσότεροι, δηλαδή οι εννιά στους δέκα θα σου αναφέρουν τον ... Κοέλιο (αυτός είναι μακράν πρώτος), την πολυγραφότατη Λένα Μαντά, και φυσικά τον Έκο.
Τριάντα χρόνια μελετούσε και έγραφε ο Έκο. Τεράστιο το έργο του στον τομέα της σημειωτικής. Κι όμως, δεν τον ήξεραν παρά μονάχα οι ψαγμένοι και οι φοιτητές του. Όταν εκεί κοντά στα πενήντα του, από το πουθενά, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα που λίγο μετά έγινε κινηματογραφική ταινία και κατέβηκε στις μάζες, όλοι άρχισαν να ρωτάνε και να μαθαίνουν γι’ αυτόν. Το περιώνυμο «Όνομα του ρόδου» δεν ήταν τίποτε το σπουδαίο μπροστά στο τεράστιο και κοπιώδες θεωρητικό του έργο. Πλην όμως ήταν το πρώτο έργο με το οποίο ο Ιταλός άφησε το γραφείο του και την τεράστια βιβλιοθήκη του και απευθύνθηκε στις μάζες. Ακολούθησε η παγκόσμια εκδοτική επιτυχία και όχι τυχαία. Με το έργο του αυτό ο Έκο δημιουργούσε χωρίς να το φανταστεί Σχολή. Επανέφερε τον Μεσαίωνα ως ντεκόρ και ως λογοτεχνική ύλη και έδωσε το έναυσμα να γυριστούν κάμποσες ταινίες μεσαιωνικής συνωμοσιολογίας που απεδείχθησαν εμπορικότατες. Με δυο λόγια, το πλατύ παγκόσμιο κοινό έμαθε και αγάπησε τον Έκο ως έναν πρωτότυπο παραμυθά πρώτα, με την καθοριστική συνέργεια του κινηματογράφου και παρεμπιπτόντως άκουσε ότι υπήρξε και καθηγητής σημειωτικής χωρίς να δώσει και πολύ μεγάλη σημασία σ’ αυτό. Όπως ακριβώς συνέβη με την ξαφνική καριέρα του Παντελίδη... Τον μάθαμε σαν τραγουδιστή που εμφανίστηκε ξαφνικά, σαν έναν άνθρωπο χωρίς παρελθόν, απλά με ένα παρόν.
Από τη στιγμή που και οι ελληνικές μάζες έμαθαν τον Έκο, άρχισε μια ελληνικού τύπου διαχείριση του συγγραφέα που λίγο απείχε από τη γελοιότητα. Στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες, όλοι άρχισαν να επικαλούνται τον Έκο, έχοντας διαβάσει μερικά κείμενά του όλα κι όλα κι αυτά από το προχειρολόγο Διαδίκτυο. Μηρυκασμός μασημένης τροφής με αποκορύφωμα την ατάκα που ακούμε κάθε Αύγουστο στα ραδιόφωνα από διάφορους απίθανους εκφωνητές:
«Αγαπητοί ακροατές, όπως λέει και ο Έκο, δεν υπάρχουν ειδήσεις τον Αύγουστο». Διατύπωση με την οποία προσπαθούσαν να δώσουν μια επίφαση επιστημοσύνης στην αδυναμία τους να καλύψουν την καλοκαιρινή ανυπαρξία ειδήσεων.
Ο Έκο... υπέφερε στα χέρια των ημιμαθών. Δόξα τω Θεώ να λέμε που εμφανίστηκε λίγο μετά εκείνος ο καλός άνθρωπος ο... αλχημιστής Κοέλιο με το σύμπαν του, το οποίον – όπως γνωρίζει κάθε σύγχρονος Έλληνας «συνωμοτεί για να πετύχεις αυτό που θέλεις» και έτσι άφησαν ήσυχο τον Ιταλό. Για να έρθει στη συνέχεια ο Τσόμσκι να γίνει μόδα και να δώσει κι αυτός ένα χέρι βοηθείας στον κανιβαλισμό που υφίστανται οι διανοητές στην Ελλάδα του στείρου δημόσιου λόγου στην Ελλάδα.
Στη σύγχρονη βιομηχανία του θεάματος και της παραγωγής πνευματικών προϊόντων, ασφαλώς όλοι έχουν τον χώρο τους. Όλοι εκφράζουν μια μεγάλη βεντάλια από γούστα, ανάγκες, αισθητικές. Όλοι έχουν –και δικαιούνται να έχουν το κοινό τους. Στον ουρανό της δημοσιότητας χωράνε μέσα και αστέρια τύπου Παντελίδη για να εκφράσουν τα πάθη, τις καψούρες και τους νταλκάδες του αγαπησιάρικου μεσογειακού μας ταπεραμέντου, αλλά χωράνε και Γαλαξίες σαν τον Έκο για να εκφράσουν τις πιο σύνθετες διαδρομές του μυαλού.
Το θέμα πλέον έγκειται στον τρόπο διαχείρισης του κάθε δημιουργού μετά θάνατον, κεφάλαιο πολύ σημαντικό αν μιλάμε για τον κόσμο της τέχνης. Πολύ φοβούμαι ότι ο Έκο θα εξακολουθήσει να υποφέρει μεταθανατίως από όλους αυτούς που θα συνεχίσουν μιλάνε δημοσίως για το πρόσωπό του, χωρίς να έχουν διαβάσει κατ’ ουσίαν τίποτε από το έργο του, παρά μονάχα μερικές επιφανειακές αναλύσεις.
Αντιθέτως ο Παντελίδης υπήρξε και σ’ αυτό τυχερός. Τα πλήθη που έσπευσαν να τον κλάψουν, όλος αυτός ο πανεθνικός και διαταξικός ξεσηκωμός, έχει μέσα του στοιχεία γνησιότητας...
Αν μη τι άλλο, ο παντελίδειος «λόγος» δεν χρειάζεται και πολλή ανάλυση, δεν θέλει στρώσιμο και μελέτη. Μόνο πόνο, ντέρτι και ουίσκι θέλει από τους ακούοντες. Είναι ένας λόγος απλός και κατανοητός που έκφρασε τα ομολογημένα και ανομολόγητα σώψυχα των Ελλήνων. Τον τραγουδούσαν εν ζωή, πίνοντας και ξεσαλώνοντας στις παρέες, τον θρηνούν τώρα με πραγματική οδύνη συναισθανόμενοι ότι ο εκφραστής και του δικού τους πάθους δεν θα τραγουδήσει ξανά.
Πραγματικά είναι κρίμα που ο Έκο δεν γνώρισε τον Παντελίδη ως φαινόμενο. Είναι βέβαιο ότι θα έγραφε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο περί της ψυχοσύνθεσης του ελληνικού κοινού..
Καλό κατευόδιο και στους δυο... Ποιος ξέρει μπορεί να συναντηθούν σε καμιά γωνιά του Παραδείσου και ο Ουμπέρτο να... ψυχαναλύσει τον Παντελή!
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr