Του Ηλία Κανέλλη
Στην αφετηρία μιας κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης, ίσως της πιο κρίσιμης της μεταπολίτευσης, ένα ερώτημα αρχίζει και δεσπόζει στην πολιτική αναμέτρηση: «υπάρχει κίνδυνος η Ελλάδα να αναγκαστεί να αποχωρήσει από το ευρώ;».
Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα εξαιτίας των διακηρύξεων και της ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος που προηγείται στις δημοσκοπήσεις και είναι πολύ πιθανόν να είναι ο κορμός της επόμενης κυβερνητικής λύσης, είτε αυτοδύναμης, είτε σε συμμαχία με κάποιες άλλες πολιτικές δυνάμεις. Στην προεκλογική ομιλία του, στο διαρκές συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρόεδρος του κόμματος Αλέξης Τσίπρας προσδιόρισε τον στόχο του ο οποίος, υποτίθεται, θα κάνει τη διαφορά. Σύμφωνα με αυτόν, στόχος είναι η διαπραγμάτευση εντός των πλαισίων της ΕΕ και των ευρωπαϊκών θεσμών «στο πλαίσιο μιας νέας ρεαλιστικής συμφωνίας εξυπηρέτησης του χρέους και ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας». Αυτή η συμφωνία, σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα, προβλέπει «τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο με τεχνική που δεν θα ζημιώνει τους λαούς της Ευρώπης, αλλά μέσω των συλλογικών ευρωπαϊκών μηχανισμών» κ.λπ.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ισχυρίζεται ότι αυτός μπορεί να πετύχει έναν τέτοιο στόχο, τον οποίο ισχυρίζεται ότι δεν επιδίωξαν οι προηγούμενοι, μάλιστα λέει ότι θα τον αποδεχθούν πιεζόμενοι και οι Ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές (πιστεύει, άραγε, ότι έτσι θα κάνει και το ΔΝΤ;). Κι όταν ερωτάται πώς είναι βέβαιος ότι όντως οι Ευρωπαίοι θα αποδεχθούν τους όρους του κι ότι η πολιτική του δεν χρεώνεται με σοβαρό ρίσκο χρεοκοπίας και αναγκαστικής εξόδου μας από το ευρώ, προκειμένου μια κυβέρνηση να μπορεί να χρηματοδοτεί τη δημόσια διοίκηση, ο κ. Τσίπρας κάνει λόγο για εκστρατεία ψέματος.
Ωστόσο αποφεύγει να αναφέρει τι θα κάνει αν οι εταίροι δεν αποδεχθούν το σχέδιό του. Από την άποψη αυτή, το σχέδιό του δεν παραμένει παρά μια υπόθεση εργασίας. Κι όταν κάνεις μια υπόθεση εργασίας, οφείλεις να κάνεις κι άλλες υποθέσεις εργασίας αν επιμένεις ότι το μέγιστο είναι η χώρα να παραμείνει στο ευρώ. Τέτοιες υποθέσεις ο κ. Τσίπρας δεν κάνει, ενώ οι επί των οικονομικών συνεργάτες του αποφεύγουν να τις συζητούν.
Κι αν, εξαιτίας αυτού, το Grexit, η πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν είναι απλώς φοβία, την οποία διακινεί ο πρωθυπουργός και αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς; Αν είναι πραγματικός ο φόβος της εξόδου, αν δηλαδή έχουν βάση τα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου, που με κάθε τρόπο προειδοποιούν για εξελίξεις προς την κατεύθυνση της οικονομικής απομόνωσης της χώρας, επικαλούμενα εκτιμήσεις οικονομικών οίκων, αναλύσεις ανεξάρτητων οικονομικών οργανισμών αλλά και των αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
***
Ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης είναι ένας από τους αρχιτέκτονες της εισδοχής της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ. Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, βαθύτατος γνώστης των συνθηκών και πρόσωπο με συστηματική πληροφόρηση από τα κέντρα αποφάσεων και ιδιαιτέρως μειλίχιος, πρόσωπο δηλαδή που δεν έχει σχέση με τους περιρρέοντες πολιτικούς φανατισμούς, είναι σαφής. «Ο κίνδυνος του Grexit δεν είναι ρητορικό σχήμα. Είναι, δυστυχώς, μια υπαρκτή προοπτική», τονίζει.
Σε άρθρο του, που δημοσίευσε στα Νέα, ο κ. Ιωακειμίδης γίνεται αναλυτικότερος. «Το θέμα της αποχώρησης/αποβολής από την ευρωζώνη», λέει, «δεν είναι νομικό. Είναι πολιτικό. Και παραμένει ως ακραία, έσχατη επιλογή, εάν μια χώρα παραμένει "αθεράπευτη περίπτωση" (incurable case) για το σύστημα. [...] Ως έσχατη επιλογή παραμένει στο συρτάρι. Και μπορεί εύκολα να υλοποιηθεί. [...] Το 2012 η ευρωζώνη δεν ήταν πράγματι και τόσο καλά προετοιμασμένη να απορροφήσει τους κραδασμούς από την αποχώρηση/εκδίωξη χώρας-μέλους. Σήμερα όμως είναι σε καλύτερη θέση για κάτι τέτοιο εάν διαπιστώσει ότι έχουν εξαντληθεί όλες οι άλλες επιλογές. Το 2012, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας ήταν ιδιαίτερα ευάλωτος και, σε κάποιο βαθμό, "στο έλεος του ελληνικού χρέους". Σήμερα, όμως, το ελληνικό χρέος έχει σχεδόν στην ολότητά του ανακεφαλαιοποιηθεί [...]. Παράλληλα η Ενωση έχει αναπτύξει άλλους, πρόσθετους μηχανισμούς, θεσμικά μέσα και διαδικασίες για την προστασία της ευρωζώνης (από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας μέχρι το πακέτο κανονισμών six/two pack, κ.ά.). Επιπρόσθετα [...] η Ελλάδα δεν αντιπροσωπεύει πλέον συστημικό κίνδυνο».
***
Υπάρχει, βεβαίως, μια γενικευμένη άποψη που λέει ότι η Ελλάδα έχει υποστεί τόσα δεινά μετά τη χρεοκοπία και τα μνημόνια, οπότε τι παραπάνω να πάθει;
Όσοι υποστηρίζουν αυτή τη θέση είναι βαθιά νυχτωμένοι. Και δεν ξέρουν τι θα πει καταστροφή. Δεν μπορούν να καταλάβουν, π.χ., ότι εκτός του ευρώ, με ένα πληθωρικό νόμισμα ανάγκης για την εσωτερική αγορά, η Ελλάδα θα μετατραπεί σε χώρα με χαρακτηριστικά παρόμοια των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Σύντομα, οι πολίτες της (εκτός όσων πρόλαβαν να έχουν ευρώ στο εξωτερικό), δεν θα μπορούν πλέον να αγοράζουν εισαγόμενα (ανάμεσά τους και τα καύσιμα), ακόμα και αν παραμείνουμε στη σύμβαση Σένγκεν δεν θα μπορούν οι Έλληνες να ταξιδεύουν για αναψυχή ή για ψώνια, όσοι σπουδάζουν παιδιά στο εξωτερικό θα αδυνατούν να τα χρηματοδοτήσουν, όσοι εργάζονται στην Ελλάδα και κάνουν δουλειές στο εξωτερικό θα σβήσουν εν μία νυκτί... Μια τόσο βαθιά ύφεση, συνήθως, την ακολουθεί αστάθεια και κοινωνική αναταραχή.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει υποχρέωση να απαντήσει στο ερώτημα αν έχει εναλλακτική λύση στην περίπτωση της (βέβαιης) άρνησης των εταίρων να αποδεχθούν τους όρους του. Δεν είναι αποτέλεσμα μεθοδευμένης φοβίας. Απηχούν πραγματικούς φόβους των Ελλήνων πολιτών. Οι οποίοι, αν ξεγελαστούν από μια πολιτική πρόταση σε βαθμό καταστροφής, δεν είναι σίγουρο ότι θα αντιδράσουν ορθολογικά...