Του Τάσου Πουλτσάκη
Όταν με το πέρασμα των αιώνων τα καλλιτεχνικά ρεύματα του κλασικισμού1, του ρεαλισμού2, του ρομαντισμού3, του συμβολισμού4 κυριαρχούσαν στους αστικούς κύκλους, η εξαθλιωμένη εργατική τάξη στη Γαλλία, αγωνιζόταν εναντίον των αριστοκρατών, των τραπεζιτών και των χρηματιστών.
Περί τα μέσα του 19ου αιώνα οι εξεγέρσεις των εργατών, το 1830 και 1848, στο Παρίσι, μπορεί να απέτυχαν, άφησαν όμως ανοιχτή μια μικρή πόρτα στη συνείδηση όλο και περισσότερων δύσμοιρων Γάλλων. Οι διανοούμενοι της εποχής εκτός από τον Μπωντλαίρ που βρέθηκε στα οδοφράγματα του Παρισιού στο πλευρό των εργατών το 1848, και του Ουγκώ, κλεισμένοι στον εαυτό τους, προσπαθούσαν να συμμαζέψουν τα «κομμάτια» τους, προκειμένου να εκφράσουν στα έργα τους, τα συναισθήματά τους.
Ο όρος «καταραμένοι ποιητές» που πρωτοεμφανίστηκε το 1832 στο έργο του ποιητή Αλφρέ ντε Βινύ, Stello, όπου αποκαλεί όλους τους ποιητές, «ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης», είναι η μετάφραση της φράσης poétesmauditsτου Βερλαίν, που χρησιμοποίησε σε δημοσιεύματά του. Σύμφωνα με αυτά, τα χαρακτηριστικά των ποιητών ήταν η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών,έκσταση, ομοφυλοφιλία, βία, έγκλημα, ακόμα και ο πρόωρος θάνατος.
Ο Κάρολος Μπωντλαίρ (Charles Baudelaire, 1821-1867) ηγέτης των συμβολιστών, συνταίριασε στο έργο του, την ομορφιά με την κατάθλιψη, το σκοτεινό χιούμορ με τη βία, την ηδονή με τη σατανική κακία, τη φρίκη με την έκσταση, κι όλα αυτά, σφιχταγκαλιασμένα με την πρωτοπορία και την παρακμή.
Ενισχύοντας όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, γράφει κάπου: « (...) Από παιδί, δύο συναισθήματα αντιμάχονται στην καρδιά μου, η φρίκη και η έκσταση της ζωής (...)». Το κλασικό του έργο «Τα Άνθη του κακού», όταν δημοσιεύθηκε, προκάλεσε σάλο και τελικά κατασχέθηκε για «προσβολή των καλών ηθών». « (...)Σώπαινε ανίδεη ψυχή, μ` όλα ξετρελαμένη / στόμα με γέλιο παιδικό, οι άνθρωποι είναι δεμένοι / πιότερο με το θάνατο, παρά με τη ζωή». Στο έργο του «Λιτανείεςτου σατανά», γράφει: « (...) Εσύ ο πιο σοφός κι ο πιο ωραίος απ` τους αγγέλους / θεέ προδομένε από τη μοίρα και στερημένε απ` τους επαίνους... (...)».
Η εφημερίδα Figaro της 5/7/1857, με αφορμή το παραπάνω ποίημα, γράφει: « (...)Η αηδία πνίγει την αχρειότητα, και για να την καταπολεμήσει, σμίγει με το μόλυσμα (...)».
Στο σονέτο «ρομαντικό ηλιοβασίλεμα», γράφει: « (...) θυμάμαι!... όλα τα είδα, λουλούδι, πηγή, αυλάκι / να λιγώνονται κάτω απ` το μάτι σου, καρδιά που πάλει / Ας τρέξουμε προς τον ορίζοντα, είν` αργά, ας τρέξουμε γρήγορα / για να αδράξουμε τουλάχιστον της δύσης την ηλιαχτίδα (...)».
Ο ίδιος ο Μπωντλαίρ παρομοιάζει τους ποιητές με τα πουλιά άλμπατρος, που τα γιγαντιαία φτερά, τους εμποδίζουν να περπατήσουν.
Ο Κώστας Ουράνης, τον χαρακτηρίζει «σκοτεινό αλχημιστή της Τέχνης, που καλλιέργησε το παράδοξο, το αλλόκοτο».
Ο Πωλ Βερλαίν (Paul Verlaine, 1844-1896) με τη διακριτική μουσικότητα της γραφής του, είναι αυτός που συνέβαλε αποφασιστικά στην ομαλή μετάβαση από τον ρομαντισμό στον συμβολισμό. Μέσα απ` τον λυρισμό του αναδύονται η ακραία φτώχεια, το αλκοόλ και μάλιστα το αψέντι, ο ρομαντισμός, αλλά και ο εκρηκτικός του χαρακτήρας, ο βαρύς πόνος χωρίς αιτία, η απελπισία. Στο ποίημά του, «κάτι κλαίει» ο Βερλαίν, γράφει: Γλυκοσταλάζει η βροχή / στη γη στα κεραμίδια / στην άχαρη ψυχή / τι τραγουδάς βροχή; Κλάμα χωρίς αιτία καρδιάς βαριεστημένης / μήπως καμιά απιστία; ... / Πονώ χωρίς αιτία. (Μετ. Κ. Παλαμάς)
Το ερωτικό πάθος του για τον Ρεμπώ κατέληξε στον τραυματισμό του, με όπλο -ύστερα από κατάχρηση αλκοόλ-για τον οποίο ο Βερλαίν κλείστηκε στη φυλακή για 2 χρόνια.
«Αγαπιόμαστε σαν τίγρεις», έλεγε και έδειχνε τις χαρακιές και τα σημάδια στο στήθος από τον Ρεμπώ.
Ο Αρθούρος Ρεμπώ (Arthur Rimbaud, 1854-1891) από νωρίς έδειξε το ποιητικό του ταλέντο, αλλά και την προκλητική συμπεριφορά του στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Σε μια επιστολή του, κάποιος ποιητής, γράφει για τον Ρεμπώ: « (...) Μεγάλα χέρια, μεγάλα πόδια, παιδικό πρόσωπο, βαθυγάλανα μάτια, αυτός είναι ο νεαρός που με τη φαντασία του... και την αχρειότητά του έχει συναρπάσει ή φοβίσει όλους τους φίλους μας (...)
Σε ηλικία 17 ετών γράφει το αυτοβιογραφικό «Μεθυσμένο καράβι»: Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας πέρσι το μισοχείμωνο ρίχτηκα μεσ` στο σάλο / τον άγριο των παλιρροιών! και του έκπλου οι χερσόνησες / δεν θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ του πιο μεγάλο (μετ. Α. Μπορά)
Ύστερα από τον τραυματισμό του και την ολιγοήμερη νοσηλεία του, σταμάτησε πια να γράφει, και ρίχτηκε στα ταξίδια (Αφρική-Ασία) όπου έκανε όλες τις δουλειές, με βασικό κίνητρο τα χρήματα.
Οι Ν. Γκάτσος και Μάνος Χατζηδάκης έγραψαν για τον Ρεμπώ ένα θαυμάσιο τραγούδι, που αναφέρεται στο «καράβι» του: Αρθούρε Ρεμπώ / απόψε θα μπω / στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι / μακριά ν` ανοιχτώ / σε κύκλο φριχτό / που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει...
Οι «καταραμένοι ποιητές» δεν χάθηκαν, ζουν ακόμα ανάμεσά μας, είναι πλάι μας, ανασαίνουν αθόρυβα, γιατί η ποίηση είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής (Μπωντλαίρ).
1 Κλασικισμός: η αντικειμενική τέχνη (16ος αι.)2 Ρεαλισμός: η πραγματικότητα στην τέχνη3 Ρομαντισμός: ο άνθρωπος είναι φύση4 Συμβολισμός: φαντασία, όνειρο, πνευματικότητα.