* Από τον Κώστα Γιαννούλα
«Τέλος καλό, όλα καλά », λέει ο λαός μας γι’ αυτό και ως νεοδημοκράτης έχω κάθε λόγο να είμαι ικανοποιημένος απ’ τα αποτελέσματα και του πρώτου και του δεύτερου γύρου των εκλογών για ανάδειξη νέου προέδρου της Ν.Δ.
Και αυτό όχι μόνο για τη μεγάλη συμμετοχή του κόσμου στην εκλογική διαδικασία και τα πολλαπλά μηνύματα, που εξέπεμψε, αλλά και για την επικράτηση στον α΄ γύρο του δίδυμου Μεϊμαράκης-Μητσοτάκης, που επιθυμούσα χάριν μιας περισσότερο κεντρογενούς και φιλελεύθερης Ν.Δ., και την τελική νίκη του κ. Μητσοτάκη, που απ’ την πρώτη στιγμή στήριξα με την ψήφο μου.
Γιατί, όμως, ο Μεϊμαράκης, που θεωρούνταν το φαβορί, κατάφερε να χάσει πανηγυρικά από τον Μητσοτάκη, που ξεκίνησε ως αουτσάϊντερ τον αγώνα του; Σ’ αυτό το ερώτημα θα επιχειρήσω να δώσω και εγώ τη δική μου απάντηση.
Σίγουρα, ο Μεϊμαράκης ήταν μια σοβαρή υποψηφιότητα και ανάμεσα στα προσόντα του ξεχώριζε, η λαϊκότητά του, ο τσαμπουκάς του θα έλεγα, η μακρόχρονη προσφορά του στην παράταξη και η επιτυχημένη άσκηση των καθηκόντων του από όποιο πόστο κι αν πέρασε χωρίς να δώσει αφορμή στο παρελθόν για κομματική εσωστρέφεια. Ακόμα-ακόμα και το πώς πολιτεύτηκε και τι κατάφερε, όσο διάστημα ασκούσε τα καθήκοντα του προσωρινού προέδρου, σε γενικές γραμμές ήταν υπέρ του, μια που σε μια πολύ δύσκολη χρονική συγκυρία κατάφερε να εξασφαλίσει τη συνοχή και την ενότητα του κόμματος.
Μέτρησε, ωστόσο, σε βάρος του η διαπίστωση του κόσμου ότι το Καραμανλικό περιβάλλον, που τον στήριζε φανερά, μίλησε πάρα πολύ το τελευταίο διάστημα και, σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια, του έκανε ζημιά, αφού έδωσε την αίσθηση ότι, παρότι «Βαγγέλας», τελεί υπό κηδεμονία και λειτουργεί ως ενεργούμενο.
Δεν κατάλαβα π.χ., τι δουλειά είχε ν’ ανοίξει το στόμα του, ύστερα από παρατεταμένη σιωπή, ο κ. Ρουσόπουλος και απρόκλητα να υπερτονίσει τρεις μέρες πριν το α΄ γύρο τα ηγετικά προσόντα του κ. Τσίπρα, ούτε τη συμπεριφορά και τις δηλώσεις του κ. Στυλιανίδη περί τηλεφωνικών επαφών Καραμανλή – Τσίπρα, παρά μόνο ως προσπάθειά τους να προετοιμάσουν το έδαφος πιθανής συνεργασίας των δύο κομμάτων. Το καλύτερο θα ήταν, βέβαια, την πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο να την έπαιρνε ο ίδιος ο Μεϊμαράκης, όπως το έκανε, και μάλιστα μεθ’ υπερβολής κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στις πρόσφατες εθνικές εκλογές, αλλά δεν του βγήκε σε καλό. Άλλωστε, οι συνεργασίες, ειδικά όταν τις έχει ανάγκη η χώρα, είναι χρήσιμες και πρέπει να επιδιώκονται, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι τις επιθυμούν τουλάχιστον δύο και όχι ένας, γιατί τότε καταντούν δώρον-άδωρον και σε εκθέτουν.
Μέτρησε, επίσης, σε βάρος Μεϊμαράκη και υπέρ Μητσοτάκη, η διαπίστωση του εκλογικού σώματος, ότι ο κ. Τσίπρας και το δημοσιογραφικό όργανο του κόμματός του, η εφημερίδα «Αυγή», εξέφρασαν φανερά την προτίμησή τους στο πρόσωπό του Μεϊμαράκη, αφήνοντας να εννοηθεί ότι παίζονται πολιτικά παιχνίδια στις πλάτες του λαού και σε βάρος των συμφερόντων του, που πλήττονται βάναυσα και από το 3ο μνημόνιο.
Του βγήκε σε κακό, ακόμη, και ο εκρηκτικός χαρακτήρας του και τα «γαλλικά», που χρησιμοποίησε σε βάρος παραγόντων του κόμματος, όσο διάστημα ήταν υποψήφιος και ασκούσε παράλληλα τα καθήκοντα του προσωρινού προέδρου του κόμματος. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι αυτή η περίοδος δεν τον ωφέλησε καθόλου, γιατί οι συνυποψήφιοί του κατάφεραν να τον φορτώσουν ευθύνες, που δεν του ανήκαν καθ’ ολοκληρία, όπως π.χ. για το φιάσκο της αναβολής των εκλογών.
Και το πιο σημαντικό• είχε απέναντί του στο δεύτερο γύρο ένα Μητσοτάκη, που κατά τη διάρκεια της μεγάλης προεκλογικής περιόδου κατάφερε σιγά-σιγά να δείξει στα ακροατήριά του εκτός απ’ το βιογραφικό του, που υπερτερούσε έναντι όλων των άλλων συνυποψηφίων του, την άνεση στο βήμα και τον ξεκάθαρο πολιτικό του λόγο για το τί σκέπτεται να κάνει, για να γίνει η Ν.Δ. ελκυστική και αποτελεσματική αλλά και για να γυρίσει σελίδα η χώρα.
Η θαρραλέα επιμονή του για αλλαγές, εκσυγχρονισμό και μεταρρυθμίσεις, για αξιολόγηση προσωπικού που και ως Υπουργός επεδίωξε, το ενδιαφέρον του για τον ιδιωτικό τομέα και τις επιχειρήσεις, που πάσχουν από ανεργία και λουκέτα, και η στήριξη προπάντων στις δικές του δυνάμεις, ακόμη και χωρίς την αδελφή του στο πλευρό του, βρήκαν απήχηση στους άλλους συνυποψηφίους του και προπάντων στο εκλογικό σώμα και πέτυχε κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανατροπή και μαζί της την ήττα, εν πολλοίς, του παραγοντισμού, των παρασκηνίων και της εξάρτησης.
Θα έλεγε κανείς ότι, έτσι όπως ήλθαν τα πράγματα, τα πάντα και οι πάντες, εκόντες- άκοντες, δούλεψαν υπέρ Μητσοτάκη• ακόμη και ο ίδιος ο κ. Καραμανλής και το περιβάλλον του, που κατάφερε με τη στάση του να εξουδετερώσει και να στείλει στην τρίτη θέση τον Τζιτζικώστα, ουσιαστικά χωρίς τη θέλησή του κουβάλησε νερό στο μύλο του Μητσοτάκη με τις ακραίες και άστοχες παρεμβάσεις τους.
Και επειδή όλα αυτά αποτελούν, πλέον παρελθόν και επειδή η νίκη Μητσοτάκη σε μια κρίσιμη καμπή για τη Ν.Δ. και τη χώρα σηματοδοτεί περίοδο πολιτικών ανακατατάξεων, εύχομαι και ελπίζω η είσοδος στον πολιτικό στίβο νέας γενιάς στελεχών και η αξιοποίηση των καλύτερων απ’ τα παλιά , με σύνεση και πνεύμα ενότητας και σύνθεση απόψεων να φέρει, σύντομα, τη διερεύνηση της Ν.Δ. και καλύτερα αποτελέσματα και για τη χώρα και για το λαό της.