«Κάθε χρόνος που περνούσε τους άφηνε νέα κέρδη, αλλά οι φρόνιμοι αυτοί επιχειρηματίες δεν τα μοίραζαν, παρά τα μεταχειρίζονταν για να οργανώσουν χημικό εργαστήριο, το πρώτο που ιδρύθηκε στην Ελλάδα, και να φτιάξουν συγχρονισμένα βαφεία.
Το 1776 η πρόοδος σκόνταψε σε ένα δύσκολο ζήτημα, τη μεταφορά του προϊόντος στην πολιτισμένη Ευρώπη που δεν πρόφταινε να δίνει παραγγελίες. Η κακοδιοίκηση της Τουρκίας και η ληστεία που λυμαινόταν τον καιρό εκείνο τη Βαλκανική, έκανε αδύνατη την εξαγωγή. Πάλι κατέφυγαν οι Αμπελακιώτες στις Τράπεζες των Ιωαννίνων, επειδή τους χρειάστηκαν πάμπολλα χρήματα για την οργάνωση των καραβανιών. Η λαϊκή σοφία έλυσε και τούτο το πρόβλημα με απλά μέσα. Ήλθαν σε συμφωνία με τους ληστές του Ολύμπου, της Καστανιάς, της Αλβανίας και της Σερβίας, απ’ όπου θα περνούσαν οι φορτωμένες νήμα συνοδείες, για να τις φρουρούν στο διάβα από τις περιφέρειές τους οι ίδιοι οι συμμορίτες. Μετέβαλαν δηλαδή τους κακοποιούς σε αστυνόμους. Διαπραγματεύτηκαν και με τους πασάδες της Λάρισας, του Μοναστηριού, του Βελιγραδίου, καθώς και με τον μεγάλο Βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη, να τους πληρώνουν ορισμένο ποσό για κάθε πάκο νήμα που θάβγαινε από τα Τουρκικά σύνορα. Όταν πια τακτοποίησαν την ασφάλεια των μεταφορών, η εξαγωγή αύξησε σε αφάνταστο βαθμό.
Τότε, το 1878, η γενική συνέλευση εικοσιδύο χωριών τη Όσσας που τη συγκάλεσαν οι Αμπελακιώτες, ψήφισε ένα γενικό συνεταιριστικό καταστατικό σωζόμενο ακέραιο, μνημείο μοναδικό πολιτισμού, έργο όχι ανθρώπου μα λαού. Οι πλούσιοι κατάθεσαν τα χρήματά τους, οι γεωργοί τα χωράφια για την παραγωγή του μπαμπακιού, οι τεχνίτες τις γνώσεις τους. Ακόμα και οι φτωχοί, εκείνοι που δεν ήξεραν τίποτα, ή τα παιδιά, όλοι πήραν ορισμένο μερίδιο. «Ο κάθε σύντροφος χρεωστεί να ενεργεί μόνον εκ φόβου Θεού και της ψυχής του, και έστω η ψυχή του πλήθους μία. Κάθε τρεις χρόνους να αναθεωρείται ο κοινός λογαριασμός και τότε, αναλόγως, εις τους μεν προκόπτοντας και πιστούς να αναβιβάζωμεν το μερίδιον, των δε αμελών και αναξίων να καταβιβάζωμεν».
Όλα τα άρθρα της συμφωνίας ξεχειλίζουν από φρονιμάδα. Μετά την αφαίρεση των εξόδων και των τόκων, πριν διανεμηθεί μέρισμα, χώριζαν ένα ποσό για να σπουδάσουν τα εξυπνότερα παιδιά στην Ευρώπη. Ειδική διάταξη όριζε να τα παρακολουθεί κάποιος στις σπουδές τους ώστε «να μην παίζουν χαρτιά ή μπιλιάρδο ή άλλο φθοροποιό παιχνίδι». Στη διανομή των κερδών κρατούσαν και άλλα χρήματα για χτίσιμο νοσοκομείων και σχολείων και για ταμείο συντάξεως εργατών, τη λεγόμενη «Κάσα των πτωχών», βιβλιοθήκες, δωρεάν περίθαλψη των ασθενών και για δρόμους.
Μ’ αυτό τον τρόπο μέσα σε λίγα χρόνια τα Αμπελάκια γίνανε παράδεισος, την εποχή ακριβώς που στη Γαλλία η δυστυχία του λαού ξεσπούσε σε αιματηρότατη μεγάλη επανάσταση. Μια ατμόσφαιρα ευτυχίας βασίλευε στα χωριά της Όσσας, απ’ όπου είχε εξαφανιστεί η κοινωνική αδικία και ο φθόνος. Η ζωή έπαψε να είναι χωριάτικη και ξένος περιηγητής που πέρασε από κει σημειώνει την απάντηση που του έδωσε ένας νέος της οικογένειας Δρόσου, διδάκτωρ της φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Λειψίας, όταν τον ρώτησε γιατί άφησε τη Γερμανία και προτίμησε να ξαναγυρίσει στο χωριό του, «διότι, του απήντησε, εδώ βρίσκω περισσότερο πολιτισμό». Η υποταγή των ατόμων στην ιδέα του συνόλου έφερε, εκτός από τα κοινωνικά, και περίφημα οικονομικά αποτελέσματα. Ο συνεταιρισμός είχε καταστήματα στη Βιέννη, την Πόλη, την Οδησσό, τη Λυών, το Άμστερνταμ, το Τριέστι, το Λονδίνο, τη Λειψία. Όλο το μπαμπάκι της Ανατολής ερχόταν στον Όλυμπο και οι ζημιές που προξένησαν τα Αμπελάκια στα αγγλικά και γερμανικά νηματουργεία άφησαν εποχή. Διάφοροι επιστήμονες ξεκινούσαν για να δουν αυτό το πρωτάκουστο φαινόμενο και έχουμε περιγραφές ξένων που δίνουν ανάγλυφη την εικόνα τί μπορεί να καταφέρει η ομόνοια και η πειθαρχία όταν Έλληνες την εφαρμόσουν με τη θέλησή τους. Μέσα στη σκοτεινιά της τουρκικής δουλείας έλαμψε πάλι φως δυνατό από την Ελλάδα, δίδαγμα μοναδικό για μελλοντικούς θεσμούς.
Το 1803 ο Πρώσσος Μπαρτόλδυ, περιηγητής μισέλληνας, που έγραψε για τον τόπο μας χωρίς αγάπη, εν τούτοις έμεινε εκστατικός μπροστά στο θέαμα των Αμπελακίων. Διηγείται πως όταν μπήκε στο χωριό δε βρήκε ούτε ένα, μα ούτε ένα σπίτι ανοικτό, γιατί ήταν ώρα εργασίας και όλοι δούλευαν. Οι γυναίκες γνέθαν το νήμα, οι άντρες το βάφαν, τα παιδιά πακετάριζαν. Ένας άλλος περιηγητής, ο Γάλλος Μπωζούρ, περιγράφει το ξεκίνημα των ατέλειωτων καραβανιών για όλα τα μέρη του κόσμου και τον συνωστισμό στην πλατεία του χωριού από ξένους εμπόρους με τις γραφικές φορεσιές τους. Άγγλοι, Ρουμάνοι, Γερμανοί και Ρώσοι, Πολωνοί και Ολλανδοί, έρχονταν οι ίδιοι ως τα Τέμπη για να μπορέσουν να πάρουν το ταχύτερο την παραγγελία τους, επειδή η ζήτηση ξεπερνούσε την παραγωγή. Όλοι αυτοί οι μάρτυρες επαινούν τα μεγάλα φιλανθρωπικά έργα της Συντροφιάς, το θέατρο που λειτουργούσε δωρεάν τις Κυριακές με παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών, καθώς και τις φιλελεύθερες συνελεύσεις της που έλυναν με δικαιοσύνη κάθε είδους διαφορά μεταξύ βιομηχάνων και εργατών. Οι απλοϊκοί εκείνοι χωρικοί είχαν νεωτερίσει τόσο ώστε τώρα μόλις, αφού πέρασαν 150 χρόνια, άρχισαν τα κράτη να τους νιώθουν και να ακολουθούν τα βήματά τους, την προπαίδευση δηλαδή των νέων, την οργάνωση των διασκεδάσεων μετά την εργασία, την κοινωνική περίθαλψη εις βάρος του πλούτου, την εργασία για όλους, την υποχρεωτική διαιτησία, την τήρηση αυστηρής ηθικής, τη μονοπώληση από την πολιτεία της παραγωγής και των εξαγωγών. Αλλά ο Αλή πασάς και η πτώχευση της Τράπεζας της Βιέννης όπου είχαν καταθέσει τα χρήματά τους, κατέστρεψε το 1811 το ωραίο αυτό παράδειγμα του συνεταιρισμού σε έναν τόπο που τόσο δύσκολα ταιριάζουν τα ατομικά συμφέροντα μεταξύ τους.
Από την παλιά αυτή δόξα δεν απομένει τώρα τίποτα άλλο παρά τα σπίτια των πλούσιων συνεταίρων, του Μαύρου, του λεγόμενου Σβαρτς, του Σολωμού, του Δημητρίου. Το σπίτι του Μαύρου που διατηρείται καλύτερα από τα άλλα, είναι τρίπατο, βαρύ κάτω με μικρά σιδερόφρακτα παράθυρα, ανάερο επάνω, ανοικτό στο φώς και τους ανέμους, κεντημένο ξυλούργημα. Όσο το πρώτο πάτωμα μοιάζει με φρούριο ικανό να ανθέξει σε πολιορκία, με τις σιταποθήκες, τους φούρνους, το πηγάδι του, τόσο το τρίτο είναι καμωμένο για τις υποδοχές και τη σπατάλη. Η επικοινωνία με την Ευρώπη έχει δώσει στα στολίδια του τόνο εξευγενισμένο, τα λουλούδια και τα κοσμήματα στους τοίχους θυμίζουν πορσελάνες της Βιέννης. Μόνο τα τοπία των τοιχογραφιών, η Αγία Σοφία, το λιμάνι τη Κωνσταντινούπολης, η Βενετία έχουν τύπο φανταστικό σα λαϊκή χαλκογραφία. Από τη βεράντα του τρίτου πατώματος βλέπω την εξαίσια θέα προς την μεριά των Τεμπών με τον Όλυμπο απέναντί μου, και πάλι μούρχεται στο νου η Αθηνά, εδώ κάπου θα κρύβεται, μέσα στο σπίτι του Μαύρου. Τα Αμπελάκια είναι η Ακρόπολη των συνεταιρισμών όλου του κόσμου και το σπίτι τούτο ο νέος Παρθενώνας.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com