Ο κόσμος καθημερινά αστικοποιείται. Υπολογίζεται πως, πλέον, πάνω από το μισό του πληθυσμού της γης ζει σε αστικά κέντρα. Η αστικοποίηση οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μια αλλαγή των χρήσεων γης, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα φανερό στην αλλαγή της περιφέρειας των πόλεων που βρίσκεται γύρω από τους παλιούς παραδοσιακούς αστικούς πυρήνες. Οι αλλαγές αυτές προκαλούν μεταβολή της πληθυσμιακής σύνθεσης, αλλαγές του αστικού ιστού και αλλαγή της βιοποικιλότητας.
Η διάκριση ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια χαρακτηρίζει όλες τις διεθνείς αναλύσεις που αφορούν την περιφερειακή ανάπτυξη. Στην καταγεγραμμένη επιστημονική σκέψη του 20ού αιώνα κυριαρχεί ο όρος «rural–urban dichotomy», καθώς παντού μεταξύ κέντρου-περιφέρειας, υφίσταται μια διχοτόμηση εξουσίας, πόρων, δυνατοτήτων και υπηρεσιών. Η πολυσυζητημένη εξάλειψη ανισοτήτων, πίσω από τη θεώρηση «rural–urban continuum» (αστική-αγροτική συνέχεια ) γίνεται χρόνια τώρα μια προσχηματική «προβληματική» αφού, παρότι έχουν ξοδευτεί τόνοι μελανιού, στην πράξη έχουν γίνει λίγα...πολύ λίγα!
Με τα δεδομένα αυτά, η διαδικασία του σχεδιασμού στρατηγικών αναπτυξιακών πλάνων σε επίπεδο Δήμου και Περιφέρειας καθορίζεται (με βάση τους επιστήμονες-μελετητές της περιφερειακής ανάπτυξης) από μια διττή ανάγκη. Αφενός την ανάγκη συντονισμού των ομάδων συμφερόντων που ενδιαφέρονται να επενδύσουν ή να επιχειρήσουν σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο και αφετέρου απο την ανάγκη για οφειλόμενη διασύνδεσή τους με τους απαραίτητους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους, οι οποίοι αποτελούν προϋποθέσεις για τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό ανάπτυξής της κάθε περιφέρειας. Δηλαδή κάθε αναπτυξιακό πλάνο θα πρέπει να παντρεύει τις επιχειρούμενες επενδύσεις με τούς όρους και τις προϋποθέσεις της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της συγκεκριμένης περιφέρειας.
Όταν όμως βλέπει κάποιος τις περιφέρειες των θεσσαλικών πόλεων διαπιστώνει πως τις αρχές που προαναφέρθηκαν, κάποιοι τις αγνοούσαν ή τις προσπέρασαν ή ακόμα χειρότερα εγκαταλείποντας «νεκρουπόλεις» εμπορικών κέντρων που φτιάχτηκαν πρόχειρα για να ανταγωνιστούν τις εμπορικές δραστηριότητες του πυρήνα της πόλης (Τρίκαλα-Καρδίτσα).
Οι περιφέρειες αντιμετωπίζουν σειρά οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων που οδηγούν στην ανεργία, στην πληθυσμιακή ερήμωση και στον κατακερματισμό του διαθέσιμου κεφαλαίου. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι χρόνιες, ενώ ένας επιπλέον λόγος συντήρησης του αρνητικού αυτού φαινομένου είναι το γεγονός της ανεπαρκούς ανάπτυξης οργανωτικών μελετητικών μηχανισμών -σε επίπεδο μεμονομένων περιφερειών, π.χ. Δήμων- οι οποίοι θα στοχεύουν στην εκπόνηση αναπτυξιακών στρατηγικών πλάνων εξειδικευμένων για το τοπικό επίπεδο. Υπάρχουν άραγε στη Θεσσαλία μηχανισμοί μελέτης και επεξεργασίας των αναγκών, των προϋποθέσεων και της προαγωγής της ανάπτυξης κι αν υπάρχουν «λειτουργούν»; Πού και ποια είναι τα πονήματά τους;
Με βάση λοιπόν τις γενικές επιστημονικές θεωρήσεις, αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν στην εποχή που στοχεύει στην αγροτοβιομηχανική ολοκλήρωση ο Θεσσαλικός κάμπος να παραμένει ο μισός ακαλλιέργητος; Ιδιαίτερα μάλιστα μπροστά στην επερχόμενη επισιτιστική κρίση!
Εφόσον λοιπόν ο στόχος θα έπρεπε να είναι η αύξηση της καλλιέργειας της γης, γεννιέται το ερώτημα. Είναι λογικό να μετατρέπονται καλλιεργήσιμες εκτάσεις σε φωτοβολταϊκά πάρκα (διάχυτα στον θεσσαλικό κάμπο); Γιατί δεν θα μπορούσαν τα κατάλληλα προσανατολισμένα παλιά νταμάρια να χρησιμοποιηθούν ως εστίες παραγωγής ενέργειας με φωτοβολταϊκό σχεδιασμό; Επιπλέον, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας (ποιοτικά χαρακτηριστικά, κόστος παραγωγής) οδηγεί σε αύξηση της φυτικής παραγωγής. Είναι ορθολογικό να μην ελέγχεται αυστηρά μια γειτνιάζουσα προς τις καλλιέργειες βιομηχανική παραγωγή, που μειώνει την ποιότητα των αγροτικών προϊόντων, μέσω τοξικών υποπροϊόντων που παράγει; (π.χ. καύση RDF/SRF απελευθέρωση διοξινών στην ατμόσφαιρα-Βόλος, καύση μολυσματικών-βιολογικών τοξικών αποβλήτων και απελευθέρωση διοξινών/φουρανίων-Λάρισα). Στην ίδια λογική αν ο Παγασητικός Κόλπος είναι ένας φυσικός υδροβιότοπος, γίνεται κάτι για την προστασία του; Yπάρχει μήπως κάποιο παρατηρητήριο του φορτίου ρύπανσης;
Στην εποχή λοιπόν που το «διατροφικό» αναδεικνύεται ως κορυφαίο πρόβλημα στον πλανήτη, αναρωτιέται εύλογα κανείς. Είναι άραγε εφικτή η αναγκαία αύξηση της φυτικής παραγωγής όταν το κόστος ενέργειας, το κόστος καυσίμων και το κόστος λιπασμάτων καθιστούν μη ανταγωνιστικό το κόστος παραγωγής; Είναι δυνατόν να επιχειρείται τόσο πρόχειρα και επιπόλαια να μετατραπούν σε αιολικά πάρκα τα Άγραφα, η νότια Πίνδος και τα Χάσια; Την ώρα που δεν υπήρξε ποτέ μια μελέτη για εκτεταμένη εκμετάλλευση της υδατόπτωσης με μικρής κλίμακας υδροηλεκτρικά έργα! Τι έχει γίνει τελικά με την περιβόητη εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων στη δυτική Θεσσαλία; Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι υδάτινοι πόροι του ορεινού όγκου, θα μπορούσαν να αποτελούν πηγές ενέργειας υδατόπτωσης σε μικρή κλίμακα και ταυτόχρονα πηγές άρδευσης. Στην ίδια λογική η εντόπιση ζωνών γαιοθερμίας γεννά μόνον «ιδέες» ιαματικών λουτρών και όχι σχεδιασμό ενεργειακής αξιοποίησης-εκμετάλλευσης που είναι καθόλα χρήσιμη για την καλλιέργεια.
Το αγροτοβιομηχανικό αναπτυξιακό σύμπλεγμα περιλαμβάνει 3 τομείς: φυτική καλλιέργεια, κτηνοτροφία και παραγωγή τροφής. Τομείς οι οποίοι με βάση τις διεθνείς τάσεις των αναγκών που αναφύονται, απαιτείται να αυξήσουν την παραγωγή τους καθότι τα μαθηματικά μοντέλα τεκμηριώνουν την προοδευτική αύξηση της ζήτησης! Μολαταύτα η επαναλειτουργία του εργοστασίου παραγωγής ζάχαρης στη Λάρισα δεν αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού στην προβληματική των «αρίστων». Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητο και αναγκαίο να περιοριστεί δραστικά το φαινόμενο των «θεσμικών» φραγμών (γραφειοκρατία, διαφθορά, έλλειψη δανειοδότησης) ώστε να καταστεί ελκυστική η διάθεση για επενδύσεις στον κλάδο της βιομηχανίας τροφής. Πρέπει να επισημανθεί πως η ανάγκη δραστικής μείωσης των «θεσμικών» φραγμών δεν σημαίνει μη τήρηση περιβαλλοντικών κανόνων και μη τήρηση των GMP’s (Good Manufacturing Practices-ορθές πρακτικές παραγωγής)! Μια δηλαδή κορυφαία διαφοροποίηση από τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη η οποία προσεγγίζει τα ζητήματα μόνο από τη σκοπιά της ασύδοτης κερδοφορίας!
Πρέπει να μας απαντήσουν λοιπόν οι «κατ’ επάγγελμα» ταγοί αυτού του τόπου αν υπήρξε κάποια μελέτη διασύνδεσης της «υλικής και άυλης» κληρονομιάς της Θεσσαλίας, με κάποιο αναπτυξιακό πλάνο.
Ας αναφέρουμε κάτι αδρό... αν το κασέρι αποτελεί ένα προϊόν «τρικαλινή κληρονομιά» στην επεξεργασία του γάλακτος, πού βρίσκεται η υποστήριξη του προϊόντος; Γιατί δεν υπάρχει ένα βιοτεχνικό «μουσείο» να αναδείξει την κατασκευή, ωρίμανση, ή διατροφική ανάδειξη του κασεριού; Παρά το γεγονός λοιπόν που κυριαρχεί στη βιβλιογραφία ότι ο τουρισμός αποτελεί έναν σπουδαίο μηχανισμό ανάδειξης της ντόπιας παραγωγής και των προϊόντων trademark, εν τούτοις δεν βρίσκει κανείς, π.χ. στον Τύρναβο, μια επισκέψιμη δομή ανάδειξης της απόσταξης, ένα ινστιτούτο μελέτης της απόσταξης συνδεδεμένο με ένα συστηματικά οργανωμένο φεστιβάλ που θα αναδεικνύει το προϊόν.
Συνοψίζοντας, τα παραπάνω αναφερόμενα παραδείγματα είναι ενδεικτικά. Περισσότερο φιλοδοξούν να αναδείξουν την παντελή έλλειψη σχεδιασμού και πρόνοιας στη συγκρότηση του περιφερειακού κράτους των «αρίστων».
Αν πράγματι αγαπάμε τον τόπο μας πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία. Και φυσικά πρέπει να αλλάξουμε και πολιτικές επιλογές!