εκπαιδευτικά sites, επίκειται η παρουσίαση από την υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΑΙΘ) κ. Νίκη Κεραμέως του Νομοσχεδίου, το οποίο θα περιγράφει και θα δρομολογεί το νέο καθεστώς στις διαδικασίες επιλογής των στελεχών (Περιφερειακών Διευθυντών, Διευθυντών Εκπαίδευσης, Συντονιστών Εκπαιδευτικού Έργου [μετονομαζομένων σε «Συμβούλους Εκπαίδευσης»] και Διευθυντών Σχολικών Μονάδων) και θα καθιερώνει σύστημα (ατομικής) αξιολόγησης των εκπαιδευτικών.
Ας τα πάρουμε ένα-ένα:
* Eπιλογή στελεχών: Yπάρχει μια ισορροπημένη τάξη πραγμάτων την οποία καθιέρωσε ο Ν. 4547/2018 (επί ΣΥΡΙΖΑ / Γαβρόγλου) δρομολογώντας (υπό την πίεση των Θεσμών, είναι η αλήθεια) μια διαδικασία με προϋποθέσεις (αρθ. 22) και κριτήρια επιλογής (αρθ. 23) διαφανή και μετρήσιμα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να έχουν επιλεγεί (επί ΣΥΡΙΖΑ) υποψήφιοι που σήμερα (επί ΝΔ) κατέχουν, απολύτως αξιοκρατικά, υψηλές θέσεις όχι σε δομές εκπαίδευσης (για τις οποίες είχαν επιλεγεί), αλλά σε καίρια πόστα πολιτικής ευθύνης στο ΥΠΑΙΘ. Αμφισβητήσεις σε επιμέρους διατάξεις του Ν. 4547/2018 υπήρξαν αρκετές, αλλά για τις επιλογές των στελεχών οι δυο-τρεις «μπαλωθιές» που έπεσαν πέρασαν στον εκπαιδευτικό κόσμο απαρατήρητες, γιατί η συντριπτική πλειονοψηφία των επιλέγεντων -με «κριτήρια Σόιμπλε» - Συντονιστών Εκπαιδευτικού Έργου (ΣΕΕ) κατ’ αρχήν και Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης (ΠΔΕ) στη συνέχεια, ήταν προσοντούχοι -και με το παραπάνω- εκπαιδευτικοί, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων και κομματικών εντάξεων. Οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» (Λουκ. 24, 18) γνωρίζουν ότι στις σημερινές (συν-)θέσεις των ΣΕΕ και των ΠΔΕ υπάρχει πολιτική πολυχρωμία, με υπερέχουσα μάλιστα ελαφρώς (απολύτως δε αξιοκρατικώς) τη «γαλάζια» απόχρωση. Τα «κριτήρια Σόιμπλε» φάνηκε να λειτούργησαν αποτελεσματικά. Η παρούσα Κυβέρνηση, θαρρώ, δεν έχει διαφορετική λογική. Ούσα εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη κι αυτή να εφαρμόσει «κριτήρια Σόιμπλε» προσανατολίζεται σε κριτήρια που θα είναι επί το πλέον μετρήσιμα και επί το πλέον ακαδημαϊκά, δίδοντας (βάσει του προσχεδίου νόμου που διέρρευσε) ιδιαίτερη βαρύτητα στα επιστημονικά προσόντα (συναφείς μεταπτυχιακούς/διδακτορικούς τίτλους, επιστημονικές δημοσιεύσεις, πιστοποιημένη επιμόρφωση σε θέματα διοίκησης, κατάρτιση στις νέες τεχνολογίες, κ.ά.), σε συνδυασμό, φυσικά με την προσμετρουμένη εκπαιδευτική / διδακτική προϋπηρεσία/εμπειρία. Το πρόβλημα που γεννάται είναι επί του (προαναγγελθέντος) χρονοδιαγράμματος περαίωσης των διαδικασιών και επί του ζητήματος αναφορικώς με το ποιες κατηγορίες στελεχών θα περιλαμβάνει, καθώς φημολογείται ότι το Ν/Σ θα κατατεθεί μετά τις Πανελλαδικές (περί τα τέλη Ιουνίου), εν συνεχεία, μεσούντος του θέρους, θα συζητηθεί στη Βουλή και, αφού ψηφισθεί, από τον προσεχή Σεπτέμβριο, θ’ αρχίσουν, λέει, οι κρίσεις... Ποιων; Των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης (που η θητεία τους λήγει του χρόνου τον Ιούλιο [7/2022]; Των «προσωρινών» (ενός έτους, υποτίθεται) Διευθυντών (Α/θμιας και Β/θμιας) Εκπαίδευσης; Των Συντονιστών Εκπ/κού Έργου (που η θητεία τους λήγει τον προσεχή Ιούλιο [7/2021], παραταθείσα μέχρι την 30ή Αυγούστου 2021, οπότε λήγει θεωρητικά η εν εξελίξει διαδικασία αξιολόγησης των σχολικών μονάδων στην οποία εμπλέκονται για τα σχολεία παιδαγωγικής τους ευθύνης); Tων Διευθυντών Σχολικών Μονάδων (που η θητεία τους έληξε πέρυσι και ήδη τελούν σε καθεστώς παράτασης); Πώς και πότε θα γίνουν οι αλλαγές (αν ξεκινήσουν Σεπτέμβριο και διαρκέσουν το λιγότερο 2-3 μήνες); Μεσούσης της σχολικής χρονιάς (...καλά Χριστούγεννα);.. Σ’ όλους αυτούς τους προβληματισμούς θα πρέπει να δώσει το ταχύτερον διευκρινίσεις η υπ. Παιδείας, για να σταματήσει η κάθε είδους παραπληροφόρηση που μόνο κακό προκαλεί στην ομαλή λειτουργία του σχολείων.
* Αξιολόγηση εκπαιδευτικών: Aπό τις πλέον «πονεμένες ιστορίες» στον χώρο της Εκπαίδευσης είναι κι αυτή της αξιολόγησης. Όχι των μαθητών -αυτοί αξιολογούνται κανονικώς και αδιαλείπτως- αλλά των εκπαιδευτικών (Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης) για τους οποίους το ρολόι είναι σταματημένο τριάντα εννέα (39) ολόκληρα χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στο 1982 όταν με τον Ν. 1304/1982 (επί πασοκικής «Αλλαγής») καταργήθηκε ο θεσμός του Επιθεωρητή στην ελληνική εκπαίδευση. Ωστόσο, τότε, δεν καταργήθηκε μόνο ο Επιθεωρητής, υπό την έννοια ενός θεσμικού ρόλου, αλλά σταμάτησε, συλλήβδην, και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Οι χιλιάδες εκπαιδευτικοί που διορίσθηκαν μετά το 1982 -δηλαδή μία ολόκληρη γενιά δασκάλων και καθηγητών- αξιολόγησαν δεκάδες χιλιάδες μαθητές, αυτοί όμως, μέχρι και τη συνταξιοδότησή τους (2015 και εντεύθεν - «χονδρικώς» με τη συμπλήρωση 30/35ετίας) δεν αξιολογήθηκαν ποτέ και από κανέναν! Πολλοί εξ αυτών -αυτοί που δεν καμώνονται τους αλαθήτους, δίκην Πάπα Ρώμης- το ’χουν παράπονο, γιατί, όπως και να το κάνεις, έστω και για λόγους ψυχολογικούς μια (αξιολογική) επιβεβαίωση ότι κάνεις καλά τη δουλειά σου, ή μια (αξιολογική) παρατήρηση ότι σε τούτο και σ’ εκείνο το σημείο δεν την κάνεις και τόσο καλά και πρέπει να βελτιωθείς, αυτήν την επιβράβευση ή και την παρατήρηση, όλοι την έχουμε ανάγκη. Αντιθέτως, άλλοι θεωρούν την ανυπαρξία αξιολόγησης και την πορεία με «αυτόματο πιλότο» ως «κατάχτηση» του κλάδου.
Δόξα τω Θεώ, υπάρχει ολόκληρος επιστημονικός κλάδος και πλουσιότατη βιβλιογραφία που λέει το «τι» και το «πώς» θα πρέπει να γίνει για να πραγματοποιηθεί σωστά η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Οι κραυγές και οι αφορισμοί δεν ωφελούν κανέναν και ιδιαιτέρως την εικόνα για το σινάφι μας - δεν λειτουργούμε εν κενώ, κρινόμαστε από την κοινωνία και θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η εικόνα που έχει η κοινωνία για τον κλάδο μας. Το σχολείο είναι ένας θεσμός στον οποίο διαρκώς, κάθε ώρα και λεπτό, εμείς οι εκπαιδευτικοί αξιολογούμε τους μαθητές μας. Θεωρούμε τους εαυτούς μας ικανούς να το κάνουμε. Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι οι ίδιοι είναι πέραν και υπεράνω πάσης αξιολογήσεως, ότι δεν υπάρχει κανείς που να έχει τη δική τους αντικειμενικότητα και δικαιοκρισία για να τους κρίνει. Οι περισσότερες από τις αντιρρήσεις τους είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ως συνειδητοί λειτουργοί και συνεπείς επαγγελματίες εκτελούν με υπευθυνότητα τα καθήκοντά τους δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν. Αντιθέτως, πιστοποιώντας την ποιότητα του έργου και της προσφοράς τους μέσω της διαδικασίας της αξιολογήσεως, μπορούν από άλλη βάση, με ισχυρότερα και πειστικότερα επιχειρήματα να διεκδικήσουν τη μισθολογική τους αναβάθμιση, αλλά και σε επίπεδο γοήτρου να αποκτήσουν το χαμένο -εξαιτίας της ισοπεδώσεως- κύρος τους στην κοινωνία.
Μετά από τριάντα εννέα χρόνια (απ’ το 1982) απουσίας κάθε ελέγχου στο σύστημα παροχής εκπαιδευτικού έργου επείγει ένα «νοικοκύρεμα». Τριάντα εννέα χρόνια στον «αυτόματο πιλότο» είναι πολλά - ή μήπως όχι;
Από τον Χάρη Ανδρεόπουλο*
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής Β’/βάθμιας (ΠΕ01), δρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ. (xaan@theo.auth.gr)