Στη Σμύρνη ζούσαν 165.000 Έλληνες, 80.000 Τούρκοι και 125.000 Αρμένιου, Εβραίοι και λεβαντίνοι Ιταλοί. Η ελληνική σημαία κυμάτιζε στο Διοικητήριο της Σμύρνης από τις 2 Μαΐου 1919 όταν ο στρατηγός Λεωνίδας Παρασκευόπουλος αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Σμύρνης με τον ελληνικό στρατό, την έγκριση των συμμάχων και με πανηγυρική υποδοχή και συγκίνηση του ελληνικού πληθυσμού. Όμως 39 μήνες και 25 μέρες μετά υψώθηκε και πάλι η ημισέληνος.
Από εκείνη την ημέρα 27 Αυγούστου 1922 (παλιά ημερομηνία) άρχισε επίσημα ο ξεριζωμός και το τέλος της τρισχιλιετούς παρουσίας του Ελληνισμού στα χώματα της Μικράς Ασίας. Ήταν Σάββατο και στις 11 το πρωί ο στρατός του Κεμάλ με το ιππικό του έμπαινε στην πόλη με πρώτους τους τσέτες και με αρχηγό τον μονόφθαλμο Μπεχλιβάν. Στη συνέχεια ακολούθησε μία μεγάλη μονάδα ιππικού και το απόγευμα ένα σύνταγμα πεζικού.
Οι τσέτες άρχισαν τις εκτελέσεις, τους βιασμούς κοριτσιών και γυναικών και τις καταστροφές από τα προάστια της Σμύρνης. Όσοι έφερναν αντίσταση τους σκότωναν ακόμα και με αποκεφαλισμό και τους έπαιρναν ό,τι πολύτιμο είχαν επάνω τους. Ορισμένοι που σώθηκαν έτρεχαν προς το λιμάνι μισόγυμνοι και σε άθλια κατάσταση. Όποιες εκκλησίες έβρισκαν τις έκαιγαν και εκτελούσαν τους παπάδες. Στις 2 το μεσημέρι ο Τούρκος αστυνομικός κάλεσε τον μητροπολίτη Χρυσόστομο να πάει στο φρουραρχείο. Εκεί ο φρούραρχος Σαλί Ζεκή του είπε να εκδώσει εγκύκλιο και να προτρέπει τους Έλληνες χριστιανούς να παραδώσουν όσα όπλα κατείχαν καθώς και τους στρατιώτες ή αξιωματικούς που φιλοξενούσαν μετά την κατάρρευση του μετώπου. Σε περίπτωση ανυπακοής τους περίμενε η εκτέλεση. Εκτός βέβαια από τις ανακοινώσεις που έβγαλε ο Χρυσόστομος με την βοήθεια των επισκόπων και ιερέων και τοιχοκόλλησε σε διάφορα σημεία της Σμύρνης, ο φρούραρχος φόρεσε ελληνικές στρατιωτικές στολές σε Τούρκους (κυρίως τσέτες που ήξεραν ελληνικά) και διαλαλούσαν στους δρόμους την ανακοίνωση του φρούραρχου.
Την άλλη μέρα 28 Αυγούστου ημέρα Κυριακή, μεσημέρι, Τούρκοι στρατιώτες πήγαν στην επισκοπή και είπαν στον Χρυσόστομο ότι ο φρούραρχος τον καλεί και πάλι στο Διοικητήριο. Ο Χρυσόστομος πήγε έχοντας μαζί του τους δημογέροντες Τσουρούκτσογλου και Κλημάνογλου. Εκεί ο Σαλή Ζεκί μπέης μετά από ολιγόωρη συνομιλία τους παρέδωσε στους έξαλλους τσέτες και τους κατακρεούργησαν. Τον Χρυσόστομο τον έσυραν στους δρόμους της Σμύρνης. Στο νεκρό σώμα αυτού του αγίου ιεράρχη ο τουρκικός όχλος απέδειξε το μίσος του στην ορθόδοξη εκκλησία και στον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας. Να σημειωθεί ότι το πρωί της ίδιας ημέρας ο αρχιεπίσκοπος των καθολικών πρότεινε στον Χρυσόστομο να τον φυγαδέψει στο εξωτερικό και αρνήθηκε λέγοντας ότι «το καθήκον μου είναι να μείνω με το ποίμνιό μου». Το απόγευμα της Κυριακής η στρατιά του Κεμάλ έμπαινε στη Σμύρνη με τον ίδιο να εγκαθίσταται σε προάστιο.
Λίγες ημέρες πριν, στις 25 Αυγούστου ο Χρυσόστομος γνωρίζοντας την τραγική κατάσταση του Ελληνισμού έστειλε στο Βενιζέλο επιστολή στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει :
«Αγαπητέ φίλε και αδελφέ κύριε Ελευθέριε Βενιζέλε,
Επέστη η μεγάλη στιγμή της μεγάλης εκ μέρους σας χειρονομίας. Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το ελληνικό κράτος, σύμπαν το ελληνικό κράτος και το ελληνικό έθνος κατεβαίνει πλέον τον Άδη από του οποίου καμία πλέον δύναμη δεν δυνηθή να αναβιβάσει και το σώσει. Της αφαντάστου πάλι καταστροφής, βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και υμείς φέρετε το μέγιστον της ευθύνης βάρος δια δύο πράξεις σας : πρώτον, διότι αποστείλετε εις Μ. Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν (τον Στεργιάδη Αριστείδη) ίνα τουτ΄αυτό παράφρονα και εγωιστήν, φλύαρον, απορροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ του και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία …. και δεύτερον διότι πριν αποπερατώσητε το έργον σαν και θέσετε την σφραγίδα και το επιστέγασμα επί του ανεγερθέντος αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματός σας … είχατε την ατυχή και ένοχον έμπνευσιν να διατάξητε εκλογές (της 1 Νοεμβρίου 1920) κατ΄αυτάς ακριβώς τας παραμονάς της εισόδου σας εις Κωνσταντινούπολην και της καταλήψεως αυτής υπό του ελληνικού στρατού…»
Σε αυτό το σημείο να θυμίσουμε ότι το 1921 ο Κεμάλ ήταν πλέον σε στενή συνεργασία με την ΕΣΣΔ του Λένιν, ο οποίος είχε αντιμετωπίσει την εκστρατεία του ελληνικού στρατού μαζί με τους δυτικούς συμμάχους και δεν ήθελε να είναι τα Δαρδανέλια σε ελληνικά (βλέπε αγγλικά) χέρια. Συνεπώς, ενώ η βοήθεια των συμμάχων προς την Ελλάδα έσβηνε με δεδομένη και την απουσία του Βενιζέλου, η τεχνοοικονομική βοήθεια της σοβιετικής υπό τον Λένιν Ρωσίας προς τον Κεμάλ εξελίσσονταν. Ο Κεμάλ έλαβε 10.000.000 χρυσά ρούβλια από οποία τα 4.000.000 τον Απρίλιο του 1921. Από αυτά το 1.400.000 τα χρησιμοποίησε για αγορά πολεμικού υλικού από τη Γερμανία, όπως κανόνια μεγάλου βεληνεκούς που συνέβαλαν καθοριστικά στην κατάρρευση του ελληνικού μετώπου της Μ. Ασίας.
Στην ίδια επιστολή προς τον Βενιζέλο ο Χρυσόστομος Σμύρνης λέει :
«… Έκρινα δε προ πάντος απαραίτητον εκ των φλογών της καταστροφής εν αις οδύνεται ο Μικρασιατικός Ελληνισμός και ζήτημα είναι όταν το παρόν μου γράμμα αναγιγνώσης ται υπό της Υμετέρας Εξοχότητος εάν υπάρχωμεν πλέον εν τη ζωή προοριζόμενοι – τις οίδε – κατά τας ανεξερευνήτους βουλάς της Θείας Πρόνοιας εις θυσίαν και μαρτύριον να απευθύνω την υστάτην ταύτην έκκλησιν προς φιλογενή μεγάλην ψυχήν σας και να σας είπω μόνον δύο λέξεις : Εάν δια να σώσετε την Ελλάδα εκρίνατε καθήκον σας να προβήτε εις το Επαναστατικόν Κίνημα Θεσσαλονίκης, μη διστάσετε τώρα να προβήτε εις εκατόν τοιαύτα κινήματα ίνα σώσετε τώρα ολόκληρον τον απανταχού γης και ιδία τον Μικρασιατικόν και Θρακικόν Ελληνισμόν … Και νυν φίλτατε αδελφέ Σε μόνον θεωρούμεν τον από μηχανής Θεόν, Σε βράχον, Σε ελπίδα, Σε Σωτήρα και Μεσσίαν μας. …
Εν Σμύρνη τη 25 Αυγούστου 1922, Ο Σμύρνης Χρυσόστομος»
Ο άγιος αυτός ποιμενάρχης της Σμύρνης που βασανίσθηκε και σκοτώθηκε από τους Τούρκους έγινε το σύμβολο της καταστροφής και Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Ακόμα και σήμερα οι κυβερνήσεις της Τουρκίας – έναν αιώνα μετά – επιμένουν να αγνοούν επίμονα την Γενοκτονία που διέπραξαν σε 1,5 εκατομμυρίου και πλέον Αρμενίων και Ελλήνων του Πόντου, όλης της Μικράς Ασίας και ανατολικής Θράκης.
Ο τουρκικός στρατός στη Σμύρνη, τη Δευτέρα 29 Αυγούστου, με τις οδηγίες του Νουρεντίν Πασά (του πρωτεργάτη του σχεδίου εξολόθρευσης των Ελλήνων της Μ. Ασίας), άρχισε το καταστρεπτικό του έργο από την Αρμενική συνοικία και στη συνέχεια την Ελληνική. Ο θάνατος ήταν σκορπισμένος παντού μαζί με την αρπαγή κάθε περιουσιακού στοιχείου και τον βιασμό των γυναικών και νεανίδων. Στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, 5.000 Αρμένιοι που πήγαν για να σωθούν τους βρήκαν οι Τούρκοι και τους σκότωσαν όλους. Όλοι οι δρόμοι γεμάτοι πτώματα σκοτωμένα και κατακρεουργημένα, σε κάθε δέντρο και ένας κρεμασμένος. Το αίμα γέμισε τους δρόμους μέχρι το λιμάνι της Σμύρνης που τα πτώματα ήταν τόσα πολλά που για να φτάσουν στη θάλασσα οι καταδιωκόμενοι Έλληνες περνούσαν από πάνω τους. Η θάλασσα ήταν γεμάτη σκοτωμένους και πνιγμένους και το νερό είχε γίνει κόκκινο από το αίμα των αδικοχαμένων Ελλήνων και Αρμενίων πολιτών της Μικράς Ασίας. Τα πλοία των «συμμάχων» Αμερικανών και Άγγλων βρίσκονταν 200 μέτρα από την παραλία αλλά διασκέδαζαν και έβγαζαν φωτογραφίες από το εξελισσόμενο πρωτοφανές δράμα των δυστυχισμένων ανθρώπων. Αν ορισμένοι από αυτούς έφταναν στα πλοία τους πετούσαν στη θάλασσα ή τους έκοβαν ακόμα και στα χέρια για να μην ανεβούν.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και στις 30 Αυγούστου, ημέρα Τρίτη. Οι Τούρκοι δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Κατέστρεψαν τα πάντα. Την άλλη μέρα 31 Αυγούστου, ημέρα Τετάρτη όπου οι άνεμοι από βορειοδυτικοί έγιναν νοτιοανατολικοί οι Τούρκοι άρχισαν οργανωμένα να βάζουν φωτιές στα ερειπωμένα και άδεια σπίτια. Άρχισαν από την αρμενική συνοικία, όπου τα σπίτια ήταν φτωχά και κατά συνέπεια ξύλινα και με την βοήθεια των ανέμων οι φωτιές επεκτάθηκαν και στην ελληνική συνοικία. Οι φλόγες, οι εκρήξεις των αποθηκευμένων βαρελιών με οινόπνευμα, τσίπουρο και άλλες εύφλεκτες ουσίες των μαγαζιών της παραλίας έκαναν τη νύχτα προς την 1η Σεπτεμβρίου κόλαση. Ας αναφερθεί ότι η τουρκική, η εβραϊκή και η ιταλική συνοικία (λεβαντίνοι) δεν έπαθαν τίποτα. Η Σμύρνη ήταν στις φλόγες.
Βιβλιογραφία:
1.Θεοφάνης Μαλκίδης «Η Γενοκτονία των Ελλήνων – Θράκη, Μικρά Ασία, Πόντος» εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2015
2.Γιάννης Καψής «1922, Η μαύρη Βίβλος» εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1992
3.Δημήτρης Φωτιάδης «Τα φοβερά ντοκουμέντα – Σαγγάριος» εκδ. Φυτράκη, Αθήνα 1974
* Ο Στέφανος Παπαγεωργίου είναι
τεχνολόγος μηχανικός – ιστορικός μελετητής
‘