Σε ανακοίνωσή του ο Ιατρικός Σύλλογος Λάρισας αναφέρει ότι «κάθε επιδημική έξαρση της γρίπης εισβάλλει ταχύτατα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η πρόβλεψη του χρόνου αλλά και του τόπου εκδήλωσής της, ενώ συχνά προκαλεί την αποδιοργάνωση της επαγγελματικής και της κοινωνικής ζωής, την υπέρμετρη αύξηση της κατανάλωσης φαρμάκων και όχι σπάνια, την αύξηση της θνησιμότητας. Οι τοπικοί εποχικοί παράγοντες που ευνοούν τον ταχύτατο τρόπο μετάδοσης του ιού της γρίπης μέσω σταγονιδίων καθιστούν αναποτελεσματική την πρόληψη μόνο με τους κλασικούς τρόπους (π.χ. αποφυγή συγχρωτισμού σε κλειστούς χώρους, απομόνωση πασχόντων, μέτρα ατομικής υγιεινής κλπ.)».
Ο αποτελεσματικότερος τρόπος πρόληψης σύμφωνα με τους ιατρούς είναι ο εμβολιασμός με το αντιγριπικό εμβόλιο, το οποίο, όταν χορηγηθεί σωστά και έγκαιρα, καλύπτει σε υψηλό ποσοστό και προφυλάσσει από τη μετάδοση του ιού της γρίπης συμβάλλοντας μεταξύ άλλων στη μείωση απουσιών από την εργασία και το σχολείο και κάθε άλλη κοινωνική εκδήλωση.
Επισημαίνεται επίσης από τον ΙΣΛ ότι «μέσω των συστημάτων φαρμακοεπαγρύπνησης που λειτουργούν διεθνώς, δεν έχουν καταγραφεί σοβαρές συστηματικές παρενέργειες του αντιγριπικού εμβολίου.
Στα παιδιά χορηγείται μέχρι την ηλικία των 3 ετών η μισή δόση του τριδύναμου εμβολίου ενηλίκων. Μετά την ηλικία αυτή συνιστάται η χορήγηση αντιγριπικών εμβολίων τύπου ενηλίκου (τριδύναμου ή τετραδύναμου).
Το αντιγριπικό εμβόλιο πρέπει να χορηγείται έγκαιρα και πριν την έναρξη της συνήθους περιόδου εμφάνισης της έξαρσης των κρουσμάτων γρίπης, δεδομένου ότι απαιτούνται περίπου 2 εβδομάδες για την επίτευξη ανοσολογικής απάντησης.
Ο αντιγριπικός εμβολιασμός συνιστάται σε όλα τα άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 6 μηνών (εφόσον το επιθυμούν).
Ο αντιγριπικός εμβολιασμός περιλαμβάνει μια δόση εμβολίου».
ΟΜΑΔΕΣ ΑΥΞΗΜΕΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ο αντιγριπικός εμβολιασμός να εφαρμόζεται σε άτομα (ενήλικες και παιδιά) που ανήκουν στις καλούμενες ομάδες αυξημένου κινδύνου.
Οι ομάδες αυξημένου κινδύνου είναι οι εξής: Άτομα ηλικίας 60 ετών και άνω, παιδιά και ενήλικες που παρουσιάζουν έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω επιβαρυντικούς παράγοντες ή χρόνια νοσήματα: • Άσθμα ή άλλες χρόνιες πνευμονοπάθειες
• Καρδιακή νόσο με σοβαρές αιμοδυναμικές διαταραχές
• Ανοσοκαταστολή (κληρονομική ή επίκτητη εξαιτίας νοσήματος ή θεραπείας).
• Μεταμόσχευση οργάνων
• Δρεπανοκυτταρική νόσο (και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες)
• Σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα
• Χρόνια νεφροπάθεια.
Στις ομάδες αυξημένου κινδύνου είναι επίσης: Νευρομυικά νοσήματα, έγκυες γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας κύησης, λεχωίδες, θηλάζουσες, άτομα με Δείκτη Μάζας Σώματος(BMI) μεγαλύτερης των 40 kg/m2, παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια (π.χ. νόσος Kawasaki, ρευματοειδής αρθρίτιδα και άλλα) για τον πιθανό ο κίνδυνος εμφάνισης συνδρόμου Reye μετά από γρίπη, άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά μικρότερα των 6 μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα, τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών από τη γρίπη, οι κλειστοί πληθυσμοί (προσωπικό και εσωτερικοί σπουδαστές γυμνασίων-λυκείων, στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών, ειδικών σχολείων ή σχολών, τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων κ.ά.), εργαζόμενοι σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας (ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και λοιποί εργαζόμενοι).