Όπως είναι γνωστό, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα και – πολύ περισσότερο – κάθε άλλο παρά ευνοούν οι γενικότερες συνθήκες ως προς την υλοποίησή του εντός του 2017!
Είναι σαφές ότι από την πρώτη στιγμή που το ενδεχόμενο αποσύνδεσης του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ήρθε στη δημοσιότητα – αρχικά κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου Θεσσαλών βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στη Λάρισα, τον περασμένο Μάρτιο – πολλοί γνώστες της κατάστασης εκτίμησαν ότι μια τέτοια διαδικασία πολύ δύσκολα θα μπορέσει να υλοποιηθεί.
Άλλωστε, ο ίδιος ο υπουργός Υγείας είχε αναφερθεί στα… προαπαιτούμενα μιας τέτοιας προσπάθειας: «Για να γίνει η αποσύνδεση απαιτείται νομοθετική ρύθμιση και όχι απλά μια υπουργική απόφαση. Για να υπάρξει αυτή η διοικητική αλλαγή χρειάζεται να ενισχυθούν τα νοσοκομεία με ανθρώπινο δυναμικό, γιατί διαφορετικά θα είναι δώρο άδωρο. Απαιτείται λοιπόν η κατάλληλη προετοιμασία και η διάθεση των λιγοστών ανθρώπινων και οικονομικών πόρων με βάση τις πραγματικές ανάγκες. Παράλληλα, θα συζητήσουμε το θέμα και με άλλες περιοχές της χώρας ώστε να καταθέσουμε εντός του 2016 μια νομοθετική ρύθμιση – πακέτο που θα αφορά ίσως και 10 νοσοκομεία πανελλαδικά. Μέχρι όμως να συμβεί αυτό, θα προχωρήσουμε άμεσα σε συγκεκριμένες παρεμβάσεις με πόρους και προσωπικό προς το ΓΝΛ. Βέβαια, κάθε νομοθετική πρωτοβουλία είναι υπό την αίρεση ότι θα την εγκρίνουν και οι θεσμοί. Η εμπειρία μας λέει ότι όταν παρουσιάζουμε ένα συγκροτημένο σχέδιο μπορούν να το δεχτούν».
Νομοθετική ρύθμιση για το θέμα, ασφαλώς δεν υπήρξε και δεν προέκυψε στο μεσοδιάστημα κάποια άλλη συγκεκριμένη πρωτοβουλία εκ μέρους της ηγεσίας του υπουργείου προς την κατεύθυνση αποσύνδεσης του ΓΝΛ.
Η είδηση των προηγούμενων ημερών ότι ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης έστειλε εγκύκλιο προς όλα τα υπουργεία με την οποία απαγορεύει κάθε παρέκκλιση από την εκτέλεση του προϋπολογισμού τους, οδηγεί σχεδόν μετά βεβαιότητας στο συμπέρασμα ότι ούτε το 2017 είναι δυνατό να προχωρήσει η αποσύνδεση.
«Οι υπουργοί δεν θα πρέπει να αναλαμβάνουν την παραμικρή υποχρέωση, εάν προηγουμένως δεν έχουν διασφαλιστεί τα κονδύλια για τη χρηματοδότηση και την κάλυψη της οποιασδήποτε ανάγκης», αναφέρεται συγκεκριμένα στην εγκύκλιο του κ. Χουλιαράκη και η αποσύνδεση που θα φέρει την εκ νέου αυτοτέλεια του «Κουτλιμπάνειου» απαιτεί πολύ και ζεστό χρήμα που… δεν υπάρχει.
Έτσι, το ερώτημα αν το ζήτημα έχει κιόλας παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, αποκτά ρητορική διάσταση!
ΟΙ ΑΜΕΣΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗΣ
Το ενδεχόμενο άρνησης των Θεσμών, «κουμπώνει» έτσι κι αλλιώς στην καταρχήν απόφαση για διασύνδεση νοσοκομείων ανά την επικράτεια, πίσω στο 2012, στο πλαίσιο των με κάθε τρόπο περικοπών των δαπανών του δημόσιου τομέα.
Αποδείχθηκε πάντως ότι η διαδικασία διασύνδεσης μεταξύ κοντινών νοσοκομείων έγινε χωρίς να είναι σαφές και ενιαίο το μοντέλο που θα ακολουθηθεί. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μια συνταγή αλά καρτ, με αποτέλεσμα άλλου τύπου να είναι οι διασυνδέσεις των νοσοκομείων της Λάρισας και του Ηρακλείου και εντελώς διαφορετικού αυτές των νοσοκομείων της Πάτρας ή των Ιωαννίνων, για παράδειγμα.
Οι ενιαίοι οργανισμοί που δημιουργήθηκαν λειτούργησαν με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, γεγονός που δικαιολογεί σήμερα την ανάγκη να υπάρξει διαφορετική αντιμετώπιση.
Ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, στο πλαίσιο της απαραίτητης αποτίμησης που πρέπει να προηγηθεί όποιας νέας δομής, είναι αν αυτοί οι ενιαίοι οργανισμοί λειτούργησαν ως μηχανισμοί ενίσχυσης του «αδύναμου» νοσοκομείου, ή ως φορείς αφομοίωσης του «μικρού» από το «μεγάλο».
Στα προσεκτικά βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν, στην ύπαρξη συγκεκριμένου σχεδίου και πλάνου, καθώς και στην ανάγκη εξεύρεσης επιπλέον πόρων για τη χρηματοδότηση του εγχειρήματος αναφέρθηκε άλλωστε και ο ίδιος ο υπουργός από τη Λάρισα.
Μπορεί σήμερα να γίνονται βήματα για την αναβάθμιση του Γενικού Νοσοκομείου ώστε διαχειριστικά να είναι έτοιμο να λειτουργήσει και σε περίπτωση αποσύνδεσής του από το Πανεπιστημιακό, η γενικότερη όμως οικονομική κατάσταση δεν επιτρέπει τη δραστική παρέμβαση της πολιτείας.
Σε πρόσφατο ρεπορτάζ της η «Ε» έχει καταγράψει ορισμένες από τις άμεσες ανάγκες του «Κουτλιμπάνειου» ως ένα αυτοτελές νοσοκομείο που θα προσφέρει υπηρεσίες δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας, επιτρέποντας παράλληλα στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο να δράσει και στο πλαίσιο του τριτοβάθμιου ρόλου του.
Στο ΓΝΛ δεν υπάρχουν Γαστρεντερολογική και ΩΡΛ κλινικές, η Χειρουργική κλινική λειτουργεί στο όριο, ενώ λείπει μεγάλος αριθμός γιατρών σε ειδικότητες όπως ουρολόγοι, ορθοπαιδικοί, νευρολόγοι και νευροχειρουργοί. Για να μπορέσει να λειτουργήσει το νοσοκομείο ως αυτοτελές θα πρέπει να ενισχυθεί με 20 – 30 γιατρούς, χωρίς να υπολογίζεται το επιπλέον παραϊατρικό προσωπικό που απαιτείται!
Κατά τα φαινόμενα, η πρόσθετη οικονομική ενίσχυση, που προϋποθέτουν τα παραπάνω, όση πολιτική βούληση και να υπάρχει, δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί από το υπουργείο Υγείας υπό τις παρούσες συνθήκες.
Μενέλαος Κατσαμπέλας