Στην πρώτη περίπτωση, ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος 'Αντζελες (UCLA), με επικεφαλής τον καθηγητή Νευρολογίας και Ψυχιατρικής Ντάνιελ Γκέρσουιντ, χρησιμοποιώντας εξελιγμένες τεχνικές ανάλυσης του DNA, εντόπισαν δεκάδες γονίδια και δύο σημαντικά βιολογικά «μονοπάτια», που πιθανώς εμπλέκονται στη νόσο.
Η σχιζοφρένεια πλήττει σχεδόν το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, πάνω από 50 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι αιτίες της δεν έχουν κατανοηθεί καλά μέχρι στιγμής (πιθανώς πηγάζουν από την αφύσικη ανάπτυξη του εγκεφαλικού φλοιού) και οι υπάρχουσες θεραπείες ανακουφίζουν τα συμπτώματα, αλλά δεν θεραπεύουν τη νόσο.
Θεωρείται κληρονομική πάθηση, που εμφανίζεται συχνά στα μέλη της ίδιας οικογένειας. Η νέα γενετική έρευνα συνέδεσε τη νόσο με μια σειρά από γονίδια που ρυθμίζουν υποδοχείς των εγκεφαλικών κυττάρων, οι οποίοι ενεργοποιούνται από την ακετυλοχολίνη. Επίσης, τη συσχέτισε με άλλα γονίδια που ρυθμίζουν την παραγωγή εγκεφαλικών κυττάρων, από τα οποία δημιουργείται ο εγκεφαλικός φλοιός στα πρώτα στάδια της ζωής.
Στην δεύτερη περίπτωση, ερευνητές στην Δανία με επικεφαλής την καθηγήτρια Μερέτε Νόρντεντοφτ του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Κοπεγχάγης, παρουσίασαν στο ετήσιο συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Πρώιμης Ψύχωσης στο Μιλάνο, στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το αλκοόλ, η ινδική κάνναβη και άλλες παράνομες ναρκωτικές ουσίες μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τον κίνδυνο εκδήλωσης σχιζοφρένειας.
Η ανάλυση των ιατρικών στοιχείων 3,13 εκατομμυρίων Δανών πολιτών, έδειξε ότι η χρήση ινδικής κάνναβης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο διάγνωσης σχιζοφρένειας κατά 5,2 φορές, του αλκοολισμού κατά 3,4 φορές, των παραισθησιογόνων ναρκωτικών κατά 1,9 φορές, των ηρεμιστικών κατά 1,7 φορές και των αμφεταμινών κατά 1,2 φορές.
Ο κίνδυνος για εκδήλωση σχιζοφρένειας είναι αυξημένος ακόμη και 10 έως 15 χρόνια μετά τη χρήση των παραπάνω ουσιών.
Οι ερευνητές δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο σε ορισμένες περιπτώσεις οι άνθρωποι με σχιζοφρένεια να τείνουν να κάνουν χρήση ουσιών και όχι οι ουσίες να αποτελούν αιτία για τη νόσο.
Μια άλλη έρευνα από τους ίδιους ερευνητές δείχνει ότι η χρήση κάνναβης από τη μητέρα ή τον πατέρα σχετίζεται με περίπου εξαπλάσιο κίνδυνο σχιζοφρένειας στο παιδί. Ο κίνδυνος για το παιδί είναι σχεδόν εξίσου μεγάλος ακόμη και αν οι γονείς άρχισαν να κάνουν χρήση ινδικής κάνναβης μετά τη γέννησή του.
«Η παθητική έκθεση στην ινδική κάνναβη προφανώς συνδέεται με τη σχιζοφρένεια», επεσήμαναν οι ειδικοί.
Επίσης, αν η μητέρα ή ο πατέρας είχε πρόβλημα αλκοολισμού πριν τη γέννηση του παιδιού, το παιδί έχει περίπου πενταπλάσιο κίνδυνο σχιζοφρένειας.
Τέλος, μια άλλη ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Αν Θόρουπ του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, παρουσίασαν στοιχεία στο ίδιο επιστημονικό συνέδριο σύμφωνα με τα οποία τα παιδιά που γεννιούνται από έναν ή και από τους δύο γονείς με σχιζοφρένεια ή διπολική διαταραχή, είναι πιθανό τα ίδια να εμφανίσουν έως την ηλικία των επτά ετών ψυχικές διαταραχές, όπως άγχος, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, προβλήματα συμπεριφοράς, καθώς και καθυστέρηση στη νευρογνωσιακή ανάπτυξή τους.