Με έντονα διακριτά τα στοιχεία του δυναμισμού και της ξεκάθαρης σκέψης σε έναν λόγο που ρέει, η κορυφαία τραγωδός Λυδία Κονιόρδου, με αφορμή τις Αισχυλικές «Χοηφόρες», που ανεβάζει το Θεσσαλικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, την Πέμπτη 2 Ιουλίου, μίλησε στην «Ε» για την ύψιστη Τέχνη της ερμηνείας του αρχαίου δράματος, προσδιορίζοντας πάνω από όλα ότι η κάθε παράσταση είναι μια έρευνα που φέρνει στο φως νέα στοιχεία και υπογραμμίζοντας ότι ηθοποιός της αρχαίας τραγωδίας είναι όπως ένας αθλητής που για να τρέξει στο στίβο πρέπει να αναπτύξει αντοχές πρωταθλητή.
* Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας, μετά από δεκαεφτά χρόνια, παρουσιάζει τις «Χοηφόρες» του Αισχύλου που πρωτοπαίχτηκε το 1992 στο Φεστιβάλ Επιδαύρου, στην Κύπρο, στη Λάρισα και σε όλη την Ελλάδα, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Ερμηνεύοντας το ρόλο της Ηλέκτρας και της Κλυταιμνήστρας πώς θα περιγράφατε γι’ αυτή την ενδιαφέρουσα σκηνική θεατρική πρόταση;
- «Ξεκινώντας από την Ηλέκτρα, μετά την οποία ακολούθησε η «Ιφιγένεια», οι Χοηφόροι νομίζω ότι είναι η πιο ολοκληρωμένη πρόταση του Κώστα Τσιάνου πάνω στο Αρχαίο Δράμα που στηρίζεται στη σύνδεση της αρχαίας κλασικής μας παράδοσης και κληρονομιάς με τον παραδοσιακό πλούτο έτσι όπως έχει διατηρηθεί μέσα στους αιώνες από τον ανώνυμο λαό μας. Αυτό ήταν μια πολύ μεγάλη προσφορά πιστεύω του Κώστα του Τσιάνου, δεν ήταν ο πρώτος που το έκανε ήταν ο πρώτος όμως που το έκανε ολοκληρωμένα και σαν αποκλειστική άποψη σκηνικής πραγμάτωσης του αρχαίου δράματος.
* Θεωρείτε ότι αυτή η ιδιαιτερότητα στη σκηνοθετική άποψη του Κώστα Τσιάνου δικαίωσε τις «Χοηφόρες» στο πέρασμα του χρόνου;
- «Ναι, πιστεύω ότι αυτή ήταν η αιτία που δικαιώθηκε η παράσταση «Χοηφόρες» και άφησε αυτές τις ιστορικές μνήμες και νομίζω ότι στις «Χοηφόρες» πλέον ο Κώστας Τσιάνος αγγίζει με μια σοφία πολύ μεγάλη την πλήρη ολοκλήρωσή της αυτή η άποψη, η άποψη που στηρίζεται στο λαϊκό δρώμενο, στην τελετουργία, στους τελετουργικούς χορούς και σε ένα ύφος αφαιρετικό, που προέρχεται από το ύφος της λαϊκής μας παράδοσης και το οποίο, αυτό είναι και το καταπληκτικό στην άποψή του και στην προσέγγισή του, ότι είναι τόσο διαυγές και αφαιρετικό που συνδέεται άμεσα με τη δωρικότητα και την εφευρετικότητα του Αισχύλου. Αυτό είναι πραγματικά ένα πολύ σημαντικό στοιχείο και μια σπουδαία προσφορά αναμφισβήτητα του Κώστα του Τσιάνου στην ερμηνεία του Αρχαίου Δράματος».
* Πώς αντιλαμβάνεστε σε προσωπικό επίπεδο την επιστροφή των «Χοηφόρων»
- «Είναι μια επανάληψη αλλά στην ουσία πρόκειται για έρευνα. Δεν ξέρουμε πώς παιζόταν η Αρχαία Τραγωδία στην αρχαιότητα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο και στην ουσία κάθε παράσταση είναι αποτέλεσμα μιας έρευνας που κάνει κανείς άλλοτε έχοντας το χρόνο συμπαραστάτη άλλοτε όχι. Στην περίπτωση του Κώστα Τσιάνου ο χρόνος λειτούργησε υπέρ του. Μετά από δεκαπέντε χρόνια που ξανακοιτάμε αυτή την παράσταση, διαπιστώνουμε ότι ήταν κάτι που θέλαμε και οι δύο εδώ και πολλά χρόνια, γιατί αισθανόμασταν ότι αυτή η παράσταση συμπληρώνει την αρχική μας άποψη και έτσι θελήσαμε να την ξαναπαρουσιάσουμε στο κοινό».
* Ποιες είναι οι τέχνες έκφρασης που συγκεντρώνει το αρχαίο δράμα;
- «Αρχικά είναι το τρίπτυχο: λόγος, μέλος και όρχηση. Άνευ αυτού του τριγώνου δεν νοείται το αρχαίο δράμα και νομίζω ότι ως προς αυτό παραστάσεις όπως οι «Χοηφόρες» δίνουν μια πολύ ολοκληρωμένη απάντηση μέσα από την παράδοση του λαού μας, όπως συμβαίνει άλλωστε και σε άλλες χώρες. Οι παραδόσεις των Βαλκανίων και γενικότερα άλλων λαών συνδέουν την ποίηση με το χορό και τη μουσική. Είναι μια αδιαίρετη μονάδα που αποτελείται από τρεις όψεις. Αυτό είναι ένα θεμέλιο στο αρχαίο δράμα. Από εκεί και έπειτα υπάρχει βέβαια και το εικαστικό μέρος που στη δική μας περίπτωση ακολουθεί το ύφος και την αφαιρετικότητα της λαϊκής παράδοσης, την αυστηρότητα του τίποτα το περιττό».
* Ποια η θεατρική παιδεία που απαιτείται για να υπηρετήσει ένας ηθοποιός ουσιαστικά αυτό το είδος και ποια η θεατρική παιδεία που απαιτείται από το θεατή για να το κατανοήσει;
- «Για τον ηθοποιό το συγκεκριμένο θεατρικό είδος είναι ένας πολύ απαιτητικός στίβος, χρειάζεται να αναπτύξει αντοχές και τεχνικές ενός πρωταθλητή, δηλαδή χρειάζεται να ασκηθεί για πολύ παραπάνω από το μέσο όρο που του ζητιέται ή απαιτείται για άλλα είδη θεάτρου. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τον εξωτερικό χώρο που σαφώς απαιτείται μεγαλύτερη τεχνική φωνής αλλά και με την εσωτερική ψυχική διεύρυνση, την αναζήτηση ψυχής, τη μελέτη σε βαθύτερα στρώματα φιλοσοφικά, υπαρξιακά. Χρειάζεται να αμφιταλαντευτεί ένας ηθοποιός ανάμεσα στα διλήμματα που θέτει το αρχαίο δράμα, και ο ίδιος σαν άνθρωπος, και να κάνει και αυτός την προσωπική του πορεία. Δεν γίνεται να παίζεις αρχαίο δράμα και να είσαι ανυποψίαστος από όλα τα θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα, τα οποία θέτει το αρχαίο δράμα, γιατί ο ηθοποιός γίνεται ένα είδος μύστη, γίνεται εκείνος που μεταδίδει το λόγο του ποιητή και ο ποιητής πάλι είναι εκείνος που μεταδίδει τη χάρη της μούσας, την έμπνευση. Έτσι και ο ηθοποιός πρέπει να είναι ένα «ασκημένο μέσο» το οποίο μεταφέρει όχι μόνο τον ήχο και την όψη ενός έργου αλλά και το βαθύτερο φιλοσοφικό του νόημα. Ο ηθοποιός έρχεται αντιμέτωπος με τα όριά του, τις δυνατότητές του, φυσικές σωματικές και πνευματικές.
Σε ό,τι αφορά στο θεατή, νομίζω ότι σήμερα οι θεατές έχουν μια ψευδαίσθηση ότι γνωρίζουν πώς πρέπει να είναι τραγωδία. Υπάρχει ένα μέρος του κοινού το οποίο είναι πολύτιμο, είναι ένα κοινό που έρχεται πραγματικά με σεβασμό στη θεατρική πράξη και με μια λαχτάρα να ακούσει το θεατρικό λόγο των μεγάλων ποιητών χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς προκατασκευασμένες ιδέες. Υπάρχει όμως και ένα μέρος του κοινού, που λόγω ίσως της μεγάλης δημοτικότητας του είδους, παρακολουθεί παραστάσεις από ταλαντούχα ίσως άτομα αλλά όχι τόσο κατάλληλα προετοιμασμένα. Έχουν γίνει παραστάσεις που δεν αναδεικνύουν την έρευνα και το βαθύτερο στοχασμό όπως γινόταν παλαιότερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσπαθούν αλλά όπως σε πολλά πράγματα στη σημερινή εποχή παρατηρείται μείωση, έτσι συμβαίνει πιστεύω και στο αρχαίο δράμα. Είναι η εποχή που ζούμε, υπάρχουν εκπτώσεις. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ένα μέρος του κοινού που έρχεται να παρακολουθήσει με αγάπη σίγουρα το αρχαίο δράμα έχει την ψευδαίσθηση ότι γνωρίζει πώς πρέπει να είναι το αρχαίο δράμα.
Όλοι εμείς ανακαλύπτουμε το αρχαίο δράμα σε κάθε παράσταση ξανά από την αρχή και κάθε γενιά ανακαλύπτει τη δική της ταυτότητα και το δικό της κώδικα επικοινωνίας. Όσο πολύτιμες και έαν είναι οι διαδρομές και τα ευρήματα των παλαιότερων μαστόρων, για τα οποία τους είμαστε ευγνώμονες, δεν μπορούν να υποκαταστήσουμε ούτε να μιμηθούμε εξωτερικά τη διαδρομή που έκαναν εκείνοι. Οφείλουμε να αναμετρηθούμε και εμείς ξανά από την αρχή με τα ίδια ερωτήματα που είχαν και εκείνοι και να δώσουμε και εμείς τις δικές μας απαντήσεις μέσα από τη σύγχρονη εποχή, τις σύγχρονες προσλαμβάνουσες και τις σύγχρονες ανησυχίες».
* Θεωρείτε ότι πολλές φορές το κοινό ζητά να δει κάτι αναγνωρίσιμο;
- «Το κοινό κάποιες φορές απαιτεί να δει κάτι το οποίο είναι αναγνωρίσιμο, κάτι που να θυμίζει αρχαία τραγωδία. Τι σημαίνει όμως αυτό; Πώς πρέπει να είναι η αρχαία τραγωδία. Δεν υπάρχει κανόνας γιατί αν επιχειρήσουμε να μιμηθούμε κάτι που έγινε στο παρελθόν αυτομάτως θα κάνουμε μια μουσειακή παράσταση, νεκρή, η οποία δεν θα συγκινήσει το κοινό. Χρειάζεται να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στη συνέχεια της παράδοσης αλλά και στη σύνδεση με το τώρα. Αυτή άλλωστε είναι πάντοτε και η μεγάλη αγωνία των καλλιτεχνών και βέβαια όταν κάποιοι καλλιτέχνες όπως παλαιότερα ο Κουν, πιο παλιά ακόμη ο Ροντήρης, μετά ο Μινωτής τολμούν να προχωρήσουν λίγο παραπάνω από το μέσο όρο αντιμετωπίζονται με μια καχυποψία η οποία όμως όταν περάσει ο χρόνος τότε αποκαθίσταται. Το κοινό πρέπει να έχει υπομονή, να αντιληφθεί τι του προτείνει η κάθε παραγωγή και όταν δει στο τέλος, την ώρα του χειροκροτήματος, ότι δεν συμφωνεί, ότι δεν τον συγκίνησε η συγκεκριμένη δουλειά, τότε να εκφράζει ελεύθερα και δημοκρατικά την άποψή του όχι όμως καταστρέφοντας δουλειά μηνών και κόπου».
* Στα τριάντα πέντε χρόνια θεατρικής πορείας ποιος ήταν ο δυσκολότερος ρόλος που έχετε ερμηνεύσει έως τώρα;
- «Αναμφίβολα η Κλυταιμνήστρα στην Ορέστεια και η Μήδεια, είναι θεωρώ σύνθετοι και πολυεπίπεδοι ρόλοι και σε έκταση μεγάλοι και σε παρουσία στη σκηνή. Είναι οι πιο μεγάλες προκλήσεις. Ο κάθε ρόλος όμως θέτει δυσκολίες και αυτό το διαπιστώνω όταν δουλεύω τους ρόλους ξανά. Είναι μια ατέρμονη διαδρομή που συνεχώς εμπλουτίζεται με καινούριες εμπειρίες».
* Έχοντας βρεθεί για κάποια χρόνια στη διεύθυνση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου πώς βλέπετε την εξέλιξη του ΔΗΠΕΘΕ στην περιφέρεια;
- «Νομίζω ότι θεσμός θέλει οπωσδήποτε ξανακοίταγμα γιατί νομίζω ότι τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. έχουν το χαρακτήρα του προσωρινού. Εναπόκειται πλέον στους κατά τόπους δημάρχους, στις τοπικές αρχές και στους διευθυντές να ανταποκριθούν στο όραμα της Μελίνας. Σαν θεσμός είναι πολύ σημαντικός και πρέπει να παραμείνει εν λειτουργία γιατί δημιουργεί πολιτιστική και καλλιτεχνική αξιοπρέπεια στις πόλεις της περιφέρειας και αλίμονο ένα διακοπεί η διαδρομή των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. γιατί αυτό θα συμπαρασύρει και τις άλλες τέχνες γιατί το θέατρο συγκεντρώνει και συνθέτει τις τέχνες. Είναι ένας μοχλός ανάδειξης και των υπολοίπων τεχνών σε μια πόλη. Είναι ζωτικής σημασίας να υπάρχουν τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και να στηρίζονται από τις τοπικές αρχές αλλά και τις κοινωνίες».
* Είχατε δηλώσει κάποτε ότι «ζούμε σε ένα κόσμο όπου οι θεσμοί πολύ δύσκολα φτιάχνονται και πολύ εύκολα γκρεμίζονται».
- «Ακριβώς και όπως ξέρουμε τίποτα δεν μένει σταθερό, τα πράγματα πάνε ή μπροστά ή πίσω. Αν λοιπόν κανείς δεν βοηθήσει να πάει κάτι μπροστά αυτομάτως πηγαίνει πίσω. Αυτό συμβαίνει και με τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Επί χρόνια υπήρξε παραμέληση και αδιαφορία του θεσμού και αφέθηκε να προχωράει μόνο του χωρίς επίβλεψη και σωστό σχεδιασμό. Τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. δεν υπάρχουν μόνο για να δημιουργήσουν άλλοθι πολιτιστικής παραγωγής αλλά μπορούν να γίνουν πραγματικά πόλοι ουσιαστικής δημιουργίας και διαλόγου».
* Πρόσφατα αναλάβατε και έναν άλλο ρόλο, τον πολιτικό. Πώς έγινε η παρέμβαση στην πολιτική σκηνή με τους «Οικολόγους Πράσινους;»
- «Επί χρόνια είχα μια ευαισθητοποίηση στον οικολογικό τομέα και προσπαθώ όσο μπορώ να ακολουθώ κανόνες σεβασμού προς το περιβάλλον και κάποια στιγμή όταν μου έγινε αυτή η τιμητική πρόταση να στηρίξω την ‘κάθοδο’ για την εκπροσώπηση των Οικολόγων Πράσινων στην Ευρωβουλή αισθάνθηκα ότι έπρεπε να δηλώσω και δημόσια αυτή την ανάγκη, να τονιστεί δηλαδή η προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στο περιβάλλον και ότι όλες οι πολιτικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται με βάση το δεδομένο της μη βλάβης του περιβάλλοντος».