Μέσα από το βιβλίο του Στέλιου δεν διαβάζουμε αποσπασματικές ιστορίες, αλλά ιχνηλατούμε μια προσωπική αλλά και συλλογική μυθολογία με αρχή μέσο και τέλος, ως ολοκληρωμένο αφήγημα. Επιβιώνουμε όχι τόσο τρώγοντας μπιφτέκια, αλλά αφομοιώνοντας μια μυθολογία που μας εντάσσει στον κοινό συλλογικό Λόγο. Δεν το αντιλαμβανόμαστε, αλλά, δυσκοίλιοι ή μη, είμαστε καταναλωτές γλωσσικών γαλαξιών. Αυτό το αντιλήφθηκα ξεκάθαρα όταν πριν τρία χρόνια, για πολλούς μήνες, διέσχισα το κέντρο της Αυστραλίας. Εκεί διαπίστωσα ότι για εξήντα χιλιάδες χρόνια οι φυλές των αυτοχθόνων δεν επιβίωναν τόσο χάρη στο ελάχιστο νερό που βρίσκαν σε γούρνες, χιλιόμετρα μακριά τη μια από την άλλη, ούτε καμιά σπάνια σαύρα που έπιαναν, αλλά κυρίως στην ακμαιότατη μυθολογία τους, ένα γαλαξιακό λόγο που τους κρατούσε αειθαλείς: ατέρμονοι αστερισμοί από μυθικά αφηγήματα, τα οποία, τα ολόγυμνα στο ήλιο σώματά τους χώνευαν νύχτα μέρα. Εδώ θα έπρεπε να υπογραμμίσω πολλαπλά την αρχική και αρχαγγελική μαζί προτεραιότητα του σώματος που τόσο πολύ υποβαθμίστηκε στον νευρωτικό δυτικό μας πολιτισμό. Άλλωστε, οι ολυμπιακοί αγώνες μας το υπενθυμίζουν αυτό ακατάπαυστα.
Στην κοινή αυτή μυθολογία των ιθαγενών εκείνων, δεν επικρατεί το εγώ, ως αυτοαναφορικό υποκείμενο (εγώ είμαι και κανένας άλλος) αλλά το ετερόνομο, ως γήινη φύση και ουρανός: το μεγάλο και άγνωστο Εκείνο που μιλά αυθεντικά στη θέση τους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ως έξεργο του βιβλίου του και μαρμάρινη μετόπη ο Στέλιος παραπέμπει, όχι και τόσο τυχαία, στους στίχους του Σεφέρη: «Ο θαλασσινός άνεμος και η δροσιά της αυγής / υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανείς». Μέσα από τούτο το υπαρξιακό μυστήριο, μεταξύ άλλων, προβάλλει πάντα το αρχικό αίτημα της αισθητικής: η δίψα για την έκφραση του ωραίου, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν αποκλείει την τραγική διάσταση του Λόγου. Το αντίθετο: Εάν, πάνω από τις έντονες και βίαιες πινελιές του Βαν Γκογκ, αυτός που όσο κανένας άλλος δεν τόνισε την γραμμική αλφαβήτα της ζωγραφικής, δεν ακούμε τις τρομακτικές οιμωγές από τις Βάκχες του Ευριπίδη, τότε δεν αντιληφθήκαμε τίποτε από το θείο δράμα που κρύβει ακόμη και μια ασύνειδη, γραφική, κίνηση του χεριού μας στο χώρο.
Θέλετε μια αδιαπραγμάτευτη επιβεβαίωση; Όλες οι μεγάλες φιλοσοφικές μορφές δεν παρέλειψαν ποτέ να προσθέσουν πάντα στα πιο απαιτητικά τους φιλοσοφικά συστήματα ένα μεγάλο κεφάλαιο για την αισθητική: από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Καρτέσιο, τον Καντ, το Μαρξ και το Νίτσε, για να αναφερθώ σε ελάχιστους.
Γιατί η αισθητική; Για την αδάμαστη ισχύ της βούλησής της προς την ελευθερία. Η αισθητική (η ομορφιά) αυτονομεί και κατοχυρώνει την ουσία της ύπαρξής μας, πέραν του καλού και του κακού, πέραν από τις πανίσχυρες αντιστάσεις της λογικής μας. Πάλι εδώ ένα ανάγλυφο παράδειγμα θα μπορούσε να φωτίζει καλύτερα την υπεροχή της αναζήτησης του κάλλους στη ζωή μας, με μια αναφορά και πάλι στους αυτόχθονες της Αυστραλίας: ενώ η καθημερινή τους ζωή, μέχρι πρόσφατα, μπορούσε να ενταχθεί στη λίθινη εποχή, εν τούτοις, η αισθητική τους αντίληψη και αισθητική πρακτική για τον κόσμο θα μπορούσε άνετα να υπερσκελίσει και τον εικοστό δεύτερο αιώνα μας. Με άλλα λόγια: το διάστημα που χωρίζει τον καθημερινό βίο τους από την αισθητική του έκφανση μπορεί να τα χωρίζουν και δέκα χιλιάδες χρόνια, σίγουρα περισσότερο! Αυτό σχετίζεται άνετα και με τη ζωή τη δική μας.
Αν τα παραπάνω θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν μια απάντηση, το ερώτημα ωστόσο επιμένει: Γιατί γράφουμε;
Ας γίνω εδώ λίγο πιο προσωπικός. Στην τελευταία τάξη του δημοτικού, τον Ιούνιο, πριν κλείσουν τα σχολεία, βγαίναμε να απαγγείλουμε ποιήματα ή μικρά σκετς. Εγώ θυμούμαι θα υποδυόμουν τον αθηναίο πολιτικό που υπόσχεται αστόχαστα για να εκλεγεί. Την παραμονή της εκδήλωσης η μητέρα μου μού ζήτησε να της επαναλάβω τον ρόλο μου. Εκεί λοιπόν που, π.χ., το κείμενο έλεγε «Θα σας κάνω καινούργιο σιντριβάνι στην Ομόνοια» η κυρά Κούλα, η μητέρα μου, μου έλεγε: «Άλλαξέ το και πες: θα σας κάνω ένα αλώνι στην κορφή του Κισσάβου». Άρεσε στον κόσμο, ενώ ο δάσκαλος δεν πίστευε σε αυτά που άκουγε. Αυτό, ταυτοχρόνως, και χωρίς να το αντιληφθώ τότε, στοιχειοθετούσε μια από τις πρώτες μου ανταρσίες, ενάντια σε αυτό που ο γάλλος συγγραφέας Φλωμπέρ, είχε αποκαλέσει ως «ηλιθιότητα του αστόχαστου και άκριτου παραδεδεγμένου λόγου». Κάπου αλλού συμπλήρωσε: «Γινόμαστε οι ηλίθιοι του κοινόχρηστου λόγου».
Για χρόνια λοιπόν με απασχολούσε το υπαρξιακό ερώτημα: «Γιατί αυτή η εμμονή μου στα κείμενα, στη γλώσσα». Πειστική απάντηση δεν έβρισκα. Ώσπου κάποια στιγμή, καθώς κατέβαινα από έναν παγετώνα της Νέας Ζηλανδίας, στάθηκα μπροστά σε έναν πελώριο βράχο και έθεσα στον εαυτό μου ξανά το ίδιο υπαρξιακό ερώτημα. Τότε λοιπόν, εκεί, στη μακρινή Νέα Ζηλανδία, μπροστά στον αιωνόβιο βράχο, με το επίμονο ερώτημά μου, ήταν που αναδύθηκε ζωντανή η λησμονημένη εκείνη μνήμη στην οποία προανέφερα και συνειδητοποίησα ότι η αφορμή του διά βίου πάθους μου για τη γλώσσα ήταν η παρέμβαση της μητέρας, η οποία «πείραζε» τα σχολικά μου κείμενα. Ο μητρικός λόγος είναι πάντα ανατρεπτικός, ακόμη και μέσα στη σιγή του, ως αμφισβήτηση. Το αφοπλιστικό ναι είναι το πιο εύκολο. Το δημιουργικό όχι είναι εκείνο που ακονίζει τους μυώνες της σκέψης.
Να προσθέσω τέλος ότι η μητέρα μου ήξερα ελάχιστα γράμματα. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία πρόσφατα να σημειώσω έναν αφορισμό μου: Μητέρα: πάντα αγράμματη. Ποτέ αναλφάβητη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η μητέρα πάντα μένει έκθαμβη και αυτή μπροστά στη νέα ζωή που ανάβρυσε από το σώμα της. Ποτέ δεν θα μπορέσει να εξηγήσει τη μυστήρια αυτή κοσμική γραμματική. Και όμως, πάνω στο συμπαντικό αυτό αίνιγμα, το μυστήριο αυτό της μητρικής σαγήνης, η κάθε μητέρα, διαμορφώνει το δικό της αλφάβητο για να ψηλαφίσουμε, ως νεόπλαστοι, κάποια από τα μυστήρια του απέραντου κόσμου γύρω μας. Αυτές κυρίως επιφορτίστηκαν το βάρος του αλφαβητισμού μας: αυτή είναι η πρωταρχική και μόνιμη γλωσσική μας μήτρα. Το ρήμα «είμαι» δεν θα το συλλάβω ποτέ. Μπορώ όμως κάτι να συλλάβω από το ρήμα «υπάρχω».
Πάντως, το ερώτημα εξακολουθεί πιο απαιτητικό από κάθε άλλη φορά: Γιατί γράφουμε άραγε; Για να προσπαθήσω να αρθρώσω μια τελική, βιαστική, απάντηση, η οποία θα μπορούσε να συνθέσει τα όσα έχω εκθέσει ως τώρα, θα έλεγα, ακολουθώντας τις πλατωνικές καταβολές εδώ: Προπαθούμε να γίνουμε αυτό που πράγματι είμαστε, χωρίς να το γνωρίζουμε, αυτό που ήμασταν από την αρχή και από πάντα, ως αιώνια επιστροφή. Το ξεχάσαμε και πασχίζουμε να το ανασύρουμε στην επιφάνεια. Το μέτρο της επιτυχίας αυτής της προσπάθειας στοιχειοθετεί πράγματι και ποιοι είμαστε, αν τελικά είμαστε η κουκίδα αυτή εδώ, μέσα στο αινιγματικό ζόφο των άστρων.*Απόσπασμα από το κείμενο που διαβάστηκε για την παρουσίαση του βιβλίου του Στέλιου Τσιανίκα «Γράφοντας Ελεύθερα», στην Ανατολή Λαρίσης (18-8-23). Το σχετικό βιβλίο περιέχει κείμενα τα οποία αναφέρονται σε ιστορικά, πολιτισμικά και σύγχρονα γεγονότα και τα οποία φιλοξενήθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην «Ελευθερία».