Μια λογοτέχνης με πλούσιο έργο και μεγάλη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Σήμερα, με αφορμή τα δεκάχρονα της εκδημίας της Βασιλικής Παπαγιάννη, αλλά και την αφιερωμένη στη μνήμη της εκδήλωση, που θα γίνει αύριο στη Δημόσια Βιβλιοθήκη (ώρα 7 μ.μ.), τέσσερις Λαρισαίοι που συνδέθηκαν με διαφορετική αφετηρία ο καθένας μαζί της, σκιαγραφούν στην «Ε» κομμάτια της προσωπικότητάς της και του έργου της. Μιλούν ο σκηνοθέτης Κώστας Τσιάνος, ο λογοτέχνης Κώστας Λάνταβος, ο εικαστικός Χρήστος Σαμαράς και η επ. πρόεδρος του Συλλόγου «Λαογραφικό Μουσείο Λάρισας» κ. Εύη Παπαχατζοπούλου.
Μάλιστα, η εκδήλωση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης γίνεται στο πλαίσιο της Ημέρας της Γυναίκας. Η Κική Παπαγιάννη, κήρυκας της γυναικείας χειραφέτησης, πέθανε σε ηλικία 87 ετών το 2014. Μέσα από το έργο της -και όχι μόνο- μίλησε για κάθε είδους βία που υφίστανται οι γυναίκες. Γυναίκες από κάθε κοινωνική τάξη. Καταπιεσμένες από άντρα, πατέρα, αδελφό, ή απ’ οπουδήποτε αλλού, φτωχές ή όχι. Οι γυναίκες της Κικής Παπαγιάννη έχουν μια βαθιά σοφία της ζωής
Κώστας Λάνταβος
ΜΝΗΜΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ
«Με τούτα που αφηγούμαι
διασώζομαι μέσα στην ημέρα»
Βασιλική Παπαγιάννη («Θραύσματα»)
Τη Βασιλική Παπαγιάννη δεν θυμάμαι πια πότε ακριβώς τη γνώρισα. Ήρθαμε, όμως, κοντά στην παρουσίαση του πρώτου τεύχους της «Γραφής», όταν πρώτη και καλύτερη ήρθε περιχαρής και με πολλή εγκαρδιότητα να «γιορτάσει», όπως μου είπε, το γεγονός ότι η Λάρισα επιτέλους θα έβγαζε λογοτεχνικό περιοδικό με ποιοτικά χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα που εκδίδονταν στην Αθήνα. Συμμετείχε κι εκείνη με το διήγημά της «Ο ήλιος δεν είχε φως». Της άρεσε που συμμετείχαν εννέα Θεσσαλοί ποιητές και πεζογράφοι μαζί με άλλους από την υπόλοιπη Ελλάδα.
Η Βασιλική Παπαγιάννη ήταν ήδη μια αναγνωρισμένη, πανελληνίως, πεζογράφος με πολύ καλό όνομα και κύρος. Κατά τη γνώμη μου είναι ουσιαστικά η πρώτη σημαντική πεζογράφος που ζούσε και έγραφε στη Λάρισα, χωρίς να συνυπολογίζω, βέβαια, τον Μ. Καραγάτση, που έγραψε για τη Λάρισα, με κορυφαίο έργο του τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν, αλλά δεν ζούσε και δεν δημιουργούσε στη πόλη μας. Ήταν τακτικός επισκέπτης, είχε φίλους, αλλά η ζωή του ήταν στην Αθήνα.
Την ποιότητά της την ήξερα και υπολόγιζα στην τακτική συνεργασία της με το περιοδικό. Της είχα πει ότι όποτε ήθελε, μπορούσε να δημοσιεύσει στη «Γραφή» κείμενά της. Όπως και έγινε. Με αποκορύφωμα της συνεργασίας μας το Αφιέρωμα στο σύνολο του έργου της, που έγινε στο τεύχος 28-29, τον χειμώνα του ‘94-‘95, το οποίο και ετοιμάσαμε με την αμέριστη συμβολή της σε κάθε στάδιο της προεργασίας. Με εξαίρετες και ουσιαστικές συνεργασίες, όπως π.χ. των Δημήτρη Ραυτόπουλου, Μ.Γ. Μερακλή, Αλέξη Σεβαστάκη, Λουκά Αξελού, Χρίστου Παπαγεωργίου κ.ά. και στο τέλος με μια συνέντευξη της Β. Παπαγιάννη στον γράφοντα. Ήταν ένα επιτυχημένο αφιέρωμα που σύντομα εξαντλήθηκε, όπως σχεδόν όλα τα αφιερώματα της «Γραφής» όταν την ευθύνη της έκδοσης την είχε η πρώτη συντακτική ομάδα του περιοδικού.
Όσο είχε την υγεία της, είχα προσωπικά εξαίρετη επαφή και συνεργασία μαζί της. Είχαμε και αλληλογραφία παρ’ ότι ζούσαμε στην ίδια πόλη, και διατηρώ στην κατοχή μου χειρόγραφα έργα της, διηγήματα κυρίως. Δεν κάναμε παρέα στην καθημερινότητα, δεν ήταν πολύ του συγχρωτισμού. Αλλά δεν θα ξεχάσω που, όταν δύο φορές φιλοξένησε τον περιφανή κριτικό της Λογοτεχνίας Δημήτρη Ραυτόπουλο, με κάλεσε στο δείπνο και τις δύο φορές στο σπίτι της, ώστε να γνωρίσω και να συνομιλήσω με τον σπουδαίο αυτόν άνθρωπο των Γραμμάτων. Η Παπαγιάννη δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Ήταν λιτή στη διαβίωσή της, με αυστηρό κώδικα αξιών που δεν εννοούσε να παραβιάσει για κανέναν και για τίποτε. Ήταν δωρική στην έκφρασή της, δεν διέθετε εύκολα τον χρόνο της και βέβαια, ήταν απολύτως αφοσιωμένη στην τέχνη της. Δούλευε πολύ τα κείμενά της, ήταν σχολαστική, μεθοδική και απαιτητική με τον εαυτό της. Μου έλεγε ότι δούλευε τα κείμενα από δέκα έως δεκαπέντε φορές πριν τα παραδώσει στον εκδότη. Κάποτε εξεπλάγην με αυτή της την επιμονή να γράφει και να ξαναγράφει τα κείμενά της, που τόλμησα -με μεγάλο ρίσκο- να της πω: «Δεν φοβάστε κ. Παπαγιάννη μήπως αυτή η αλλεπάλληλη επεξεργασία αφυδατώσει κάπως την πρώτη αυθόρμητη και de profudis γραφή;». Η αντίδρασή της, ευτυχώς, δεν ήταν δυσάρεστη για μένα. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε, με κοίταξε και ήρεμα μου απάντησε: «Δεν το σκέφτηκα ποτέ αυτό που μου λέτε. Δεν το είδα έτσι. Θα το προσέξω την ώρα της γραφής και θα δούμε…». Δεν επανήλθαμε επ’ αυτού.
Στη συνέντευξη που της πήρα για το Αφιέρωμα, στην ερώτησή μου, «η πόλη αυτή (Λάρισα), με όσα σας «πήρε», με όσα σας «έδωσε», πώς επηρέασε το έργο σας στο σύνολό του», απάντησε, μεταξύ άλλων: «…επιστρέφοντας οριστικά στην πόλη μου, βεβαιώθηκα σιγά-σιγά, πως είν’ εδώ οι ρίζες μου. Και με τον καιρό τα μάτια παρατηρούσαν τον πλούτο τον πολυειδή της γενέθλιας πόλης. Και η άλλη, η έσω όραση, ανακάλυπτε μιαν ανεξάντλητη ψυχική ενδοχώρα.
Έχω βεβαιωθεί πια πως και η επαρχιακή πόλη περιέχει την οικουμένη. Οι πόθοι των ανθρώπων, τα πάθη τους, οι προσδοκίες, οι διαψεύσεις τους υπάρχουν σε όλες τις πατρίδες».
Τώρα με αφορμή αυτό το κείμενο, ψάχνοντας, βρήκα μια χειρόγραφη επιστολή της Παπαγιάννη που απαντούσε σε ένα από τα βιβλία μου. Στην ουσία είναι κριτική στην ποίησή μου. Προφανώς δεν το έδωσα ποτέ για δημοσίευση, καίτοι είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρη απέναντί μου. Αφού την έστειλε μόνο σε μένα, δεν θα ήθελε να δημοσιευθεί, αλλιώς θα το είχε κάνει η ίδια. Το αναφέρω για να γράψω μια φράση από την επιστολή αυτή που συμπυκνώνει την άποψή της για την έκφραση και αυτονόητα για την αναγκαιότητα (από μέρους τού κάθε συγγραφέα) της γραφής: «Είναι, η έκφραση, μια πάλη με τον ίδιο τον εαυτό μας, που δικαιώνει την ύπαρξη».
Από τη Βασιλική Παπαγιάννη κρατάω την αφοσίωσή της και την τεράστια υπευθυνότητά της απέναντι στη γραφή, τον δωρικό της χαρακτήρα και ασφαλώς το πλούσιο, ποικίλο και στιβαρό της έργο. Με τη Βασιλική Παπαγιάννη η Λάρισα μπήκε στον Λογοτεχνικό χάρτη της χώρας.
Κώστας Τσιάνος:
Σπουδαία λογοτέχνης
και πολύ σοβαρός άνθρωπος
Ήταν πολύ φιλική και πολύ κοντά μας στο θέατρο, ιδιαίτερα της πρώτης εποχής, ήταν μέλη μαζί με τον άντρα της Σταύρο, όπως και πολλοί άλλοι Λαρισαίοι. Ερχόντουσαν και στις περιοδείες για να δει πώς περνάμε, τι τραβάμε, πώς τα βγάζουμε πέρα και να δει από κοντά την ταλαιπωρία μας. Μας έκανε τραπέζια στο σπίτι της και υποδέχονταν σκηνοθέτες, σκηνογράφους και άλλους, πολλούς εξ αυτών, μάλιστα, τους φιλοξενούσαν.
Η Κική μού έδινε τα βιβλία της, και είδα πόσο άξια και σημαντική λογοτέχνης. Ήταν πάρα πολύ αυστηρή με τον εαυτό της και με το γράψιμο, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι θα χρειαζόταν. Τα ελληνικά της δε ήταν απολαυστικά. Βέβαια, είχε γράψει την «Κυράννω» που είναι από τα ωραιότερα της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Είχα πάντα στο μυαλό μου να το κάνω θεατρική παράσταση, αλλά επειδή είχα κάνει τον «Γάμο» της Βάσας Σολωμού Ξανθάκη, δεν ήθελα να είναι κοντά δύο θεατρικά βασισμένα σε πραγματικές ιστορίες. Της είχα θεατρικοποιήσει ένα διήγημά της με τον Τάκη Βαμβακίδη. Αφορούσε έναν έμπορο στην οδό Βενιζέλου και πώς ξέπεφτε η δουλειά από την καινούρια ζωή. Θυμάμαι δε με πόσο ενδιαφέρον και πόση συγκίνηση παρακολουθούσε τις πρόβες.
Μία άλλη πτυχή της σπουδαίας προσωπικότητάς της είναι ότι έπαιρνε συνεντεύξεις από γυναίκες της υπαίθρου, που πέρασαν βάσανα.
Χαίρομαι πολύ που η Δημόσια Βιβλιοθήκη Λάρισας την τιμά, δυστυχώς λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων δεν θα είμαι στη Λάρισα και δεν θα μπορέσω να παρακολουθήσω την αυριανή εκδήλωση. Χαίρομαι, όμως, και συγκινούμαι για την εκδήλωση και την απόδοση τιμής στη γυναίκα αυτή και μάλιστα, στην επέτειο των 10 χρόνων από το φευγιό της.
Χρήστος Σαμαράς
Ήταν νέο ζευγάρι με τον Σταύρο (τον σύζυγό της) και ανέβηκαν στην Καρυά, ήρθαν στη βρύση του πατέρα μου. Κατεβαίνει, λοιπόν, ένα ζευγάρι από το αυτοκίνητο, εγώ ήμουν με τον πατέρα μου, πιάσαμε κουβέντα, λέει ο πατέρας μου, ο γιος μου είναι φοιτητής. Ρωτάει η Κική Παπαγιάννη, τι φοιτητής είστε; Απαντάω εγώ της Σχολής Καλών Τεχνών. Άρχισε να με ρωτάει τότε διάφορα πράγματα, εγώ νεοφώτιστος καθώς ήμουν, ήμουν απόλυτος και αφοριστικός στα θέματα της Τέχνης, η Κική Παπαγιάννη ήταν πιο συγκρατημένη και διαφωνούσαμε. Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με την Κική Παπαγιάννη. Και ο Σταύρος και η Κική ήταν παιδιά της αντίστασης και μεστωμένοι μέσα στον εμφύλιο πόλεμο. Αυτή η κατάσταση τους σημάδεψε πάρα πολύ. Για το έργο της Κικής έπαιξε μεγάλο ρόλο ότι ζούσε στην επαρχία, δυστυχώς στην Ελλάδα δεν μπορεί η τέχνη να ευδοκιμήσει, παρά μόνο να συντηρείται στο κέντρο. Έφυγες από το κέντρο σε ξέχασαν. Δεν είναι όπως ήταν στη Γαλλία με την περίπτωση του ζωγράφου Μπαλτύς, αγαπημένου της Κικής Παπαγιάννη, που ζούσε στα Πυρηναία και από κει φώτιζε όλο τον κόσμο.
Η Κική Παπαγιάννη διαμορφώθηκε σε μια εποχή που τα πάθη των ανθρώπων λόγω της πολιτικής κατάστασης ήταν πολύ νωπά κι αυτό φαίνεται στη γραφή της. Υπήρχαν οι διαχωριστικές γραμμές, αριστερά-δεξιά. Ξεκίνησαν με τον σύζυγό της από την πλευρά της αντίστασης, βρέθηκαν στις πιο προοδευτικές τάσεις, η Κική κατέγραψε τη ζωή της πόλης πάρα πολύ ωραία.
Το βασικότερο, όμως, που έκανε η Κική είναι ότι δεν χάιδευε αυτιά κατά πώς λέμε. Μια φορά μού λέει η Κική: Βρε Χρήστο, δεν ξέρω αν το βλέπεις εσύ, εγώ νιώθω ότι όπου πάω κουμπώνονται οι άνθρωποι. Της απαντώ «δεν καταλαβαίνεις γιατί;», μου απαντά ότι έχω όλη την καλή διάθεση να τους μιλήσω, «τους χαϊδεύετε ανάτριχα» της απαντάω, η γάτα αν τη χαϊδέψεις ανάποδα σε γρατσουνάει, κι εδώ στη Λάρισα δεν χαρίστηκε σε κανέναν.
Η Κική ξέφυγε από τον κλοιό της Λάρισας, γνωρίστηκε στην Αθήνα, είχε σπουδαίους ανθρώπους γνώριμους εκεί, παρ’ όλα αυτά, όμως, δύσκολα μπόρεσε να χωρέσει η Κική στη Λάρισα.
Η Κική είχε μια κεντρομόλο τάση, όλα γύριζαν και την έφερναν πάλι πίσω στα παιδικά της χρόνια, τα αντιστασιακά, τα δύσκολα και καλά έκανε, γιατί αυτά ήταν βιωμένα, και γράφεις πιο ειλικρινά και πιο σωστά.
Εύη Παπαχατζοπούλου
Η συγγραφέας Βασιλική Παπαγιάννη ήταν ιδρυτικό μέλος της «Λαογραφικής Εταιρείας». Παρούσα στο πλευρό των αείμνηστων Γιώργου και Λένας Γουργιώτη και στο έργο του Συλλόγου και Μουσείου με ουσιαστικό ενδιαφέρον -υποστηρικτικότητα και αγάπη- μέχρι και τις τελευταίες ημέρες των δραστηριοτήτων της. Έκρινα -με σεβασμό στην προσωπικότητά της- πως έπρεπε να την αφήσουμε να μιλήσει «μόνη της» για τη σχέση αυτή.
«…Η πνοή ετούτης της μύχιας διάθεσης να λάβει μιαν άλλη όψη και ουσία το πολιτισμικό τοπίο της πόλης - ο έρωτας ετούτος ξεσηκώνει τον νου του Γιώργου και της Λένας Γουργιώτη για κάτι πιο μόνιμο… ευρύτερο και πολυσύνθετο που το χαρακτηρίζω υψηλό ιδανικό ή πέστε το και ουτοπία: να συλλεχθούν, συντηρηθούν, διαφυλαχθούν και προβληθούν έργα του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού… τον τραχύ δρόμο του ιδανικού θα τον πορευτούν χρόνους και χρόνους… έχουν αγαπήσει και νοιαστεί αμέτρητα πράγματα και τα πιο περιφρονημένα, ανάξια βέβαια για τους αδαείς… Σκύβουν κι οι δυο τους πάνω σ’ ένα ξύλινο αλέτρι με το ίδιο χαρωπό πάθος, καθώς και σ’ ένα λεπτοδουλεμένο κόσμημα. Το ξύλινο αλέτρι… η γουβιασμένη πέτρα… Τι συγκλονιστικές αλφάβητοι! Ένα υπόλειμμα υφαντού, μετατρέπεται σε εύλαλη Σχολή… Το καθένα και όλα μαζί τα έργα του λαϊκού πολιτισμού φυλάσσουν μνήμες…
Με τούτο το εύρος της ιδέας για τον λαϊκό πολιτισμό Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο εργάζεται ως πολύφθογγος προωθητής της αυτογνωσίας μας. Πορευόμενοι η Λένα και ο Γιώργος Γουργιώτης με ήθος σπάνιο-φίλοι και άγνωστοί τους ωθούνται να προσφέρουν με αίσθημα εμπιστοσύνης και αλληλεγγυόητας. Συνενωμένες επιστήμη και αφοσίωση ακατανίκητη συγκροτούν την πολιτισμική καταβολή που δεν μας αφορά μονάχα στον ενεστώτα χρόνο».
Καλοκαίρι 1996, Βάσω Παπαγιάννη