*Μιχάλη, μπορείς να περιγράψεις, όσο πιο σύντομα μπορείς, το περιεχόμενο του βιβλίου;
-Όχι και τόσο εύκολο για μια μελέτη 550 σελίδων. Το πρώτο κεφάλαιο, ο θεμέλιος λίθος, αρχίζει με μια «ιστορική» προσέγγιση. Πρόσεξα ότι ο Αλεξανδρινός σκηνοθετεί πολλά του ποιήματα με συγκεκριμένη χρονολογία. Έτσι, την προσοχή μου συγκράτησαν όλα εκείνα που αναφέρονται στο πέρασμα από το αρχαίο ελληνικό μοντέλο σε εκείνο του Χριστιανισμού. Το πρώτο αναφέρεται στο 340 μ.Χ. και το τελευταίο στο 1448. Χίλια εκατό χρόνια περίπου, κατά τη διάρκεια των οποίων κρίθηκε η μοίρα του ελληνισμού, υπό την αυστηρή «επισκοπική» επιτήρηση του Χριστιανισμού. Στο βιβλίο αυτό, για πρώτη φορά, ξετυλίγεται μια υπόθεση εργασίας που αποκαλύπτει τη συστηματική «θεωρία» του Καβάφη για την ερμηνεία αυτής της μεγάλης περιόδου. Στη συνέχεια ακολουθούν και άλλα κεφάλαια, τα οποία φωτίζουν τις μεγάλες αλλαγές που υπέστη το ανθρώπινο υποκείμενο, κατά την ιστορική αυτή διάρκεια, αλλά και μετά, από ιδεολογική, αισθητική, γλωσσική σκοπιά, σε σημείο που να μιλούμε για ένα εντελώς νέο ανθρώπινο είδος. Το βιβλίο κλείνει με μια καβαφική ανάταση προς την έξοδο από τη «μεσαιωνική» αυτή συνθήκη, ως ένας ωραίος ύμνος της ελευθερίας. Κάτι σαν τον «Ύμνο της Χαράς» του Μπετόβεν.
*Όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο σου, δεν σου κρύβω, αρχικά σκέφτηκα να το βάλω στην άκρη. Όταν το άνοιξα, όμως, αντιλήφθηκα ότι κάτι άλλο γινόταν εκεί. Σε ρωτώ λοιπόν: Γιατί ένα ακόμα βιβλίο για τον Καβάφη;
-Η αλήθεια είναι ότι χάνεται κανείς στον ωκεανό της καβαφολογίας. Αλλά, σε τούτο το βιβλίο διαβάζεται ένας άλλος Καβάφης, από μια σκοπιά που δεν έχει προσεχτεί ως τώρα. Αυτό το πιστεύω ακράδαντα και με μια μικρή αίσθηση αυταρέσκειας. Σε αυτό το σημείο δεν έφτασα τυχαία, αλλά έχοντας σκύψει με φόβο, τρόμο, αλλά και σπάνια ανάταση -και για αρκετές δεκαετίες, χωρίς διακοπές-, σε μια ευρύτερη παγκόσμια σκέψη, από τους αρχαίους Έλληνες ως και τους τελευταίους αποδομητές. Από εκεί άντλησα τα φώτα, αλλά όχι χωρίς και εκείνα που κουβαλούσα μέσα μου, από τα πρώτα χρόνια της νιότης μου, ανεβοκατεβαίνοντας τις κορφές της Όσσας. Αυτά θεμελίωσαν μια ενστικτώδη ανάταση προς τη φυσική ελευθερία, αρχικά, και μια πιο συστηματική διανοητική «ανταρσία» αργότερα. Με αυτή τη μέθοδο, θα μπορούσα, μάλιστα, να αποδείξω ότι μπόρεσα και έριξα φως στις πιο σκοτεινές παρυφές του αλεξανδρινού μυστηρίου, εκεί μάλιστα όπου και η ίδια η καβαφική γλώσσα «έκρυψε» πράγματα και από τον ίδιο τον ποιητή.
*Ας κρατήσω το τελευταίο. Η γλώσσα κατέχει μια ιδιαίτερη πρωτοκαθεδρία στη μελέτη σου. Γιατί επιμένεις σε αυτό;
- Η γλώσσα μας, στην πιο έμφυτη εκκίνησή της, είναι όπως ακριβώς το μακρινό φως ενός γαλαξία. Δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Πόσω μάλλον όταν περνούμε στον χώρο της ποίησης και όλων των άλλων τεχνών. Ο Καβάφης είναι ένας γλωσσικός πάνας που ενσκήπτει στα γλωσσικά μαντριά και κάνει τα πρόβατα να σκορπίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Η γλώσσα του είναι φτιαγμένη από «φθογγικό» πετσί, «προφορικό», όπως εκείνο των αοιδών. Αυτό σημαίνει ότι κρατά όλα εκείνα τα βιωματικά στοιχεία, τα οποία προσπαθούν με τόσο κόπο να «διορθώσουν» οι εκάστοτε γραμματικές μας και εκπαιδευτικά μας προγράμματα. Όλα τα έθνη το τράβηξαν αυτό το λούκι.
Αλλά ο νεότερος ελληνισμός, μέσα από τις χίλιες μύριες αντιφάσεις του, προέβη σε μια σειρά από βάναυσες παρεμβάσεις: Χάραζε κάθε φορά το «δέρμα» της γλώσσας μας και γέμιζε τις χαρακιές με χοντρό αλάτι και μπόλικο κοκκινοπίπερο. Αποτέλεσμα; Να θεωρούμε τον Καβάφη πως «δεν ήξερε ελληνικά». Άλλο αποτέλεσμα; Ο συστηματικός και ανελέητος εκδοτικός οίστρος κάποιων φιλολόγων να «σχολιάσουν» και «ερμηνεύσουν» τη γλώσσα του Αλεξανδρινού. Αστείος ιδεολογικός καθωπρεπισμός για να αναγάγουμε την αρχοντική βαλκυρία του Αλεξανδρινού σε συμβατικό κουτσουμπουλιό της μικροαστικής τάξης στην οποία ονειρευόμαστε να αναρριχηθούμε, χωρίς τελικά να μας το επιτρέψουν ποτέ.
*Βλέπω ότι ο τόνος του βιβλίου είναι προσωπικός. Μιλά το εγώ σου. Τι σημαίνει αυτό;
-Μιλά ένα ζωντανό υποκείμενο που διεκδικεί τη φωνή του στην αγορά και όχι ενταγμένο σε κάποια ακαδημαϊκά «αλληλούια», του «τρίτου» προσώπου. Το βιβλίο άρχισε πριν τέσσερα χρόνια και λίγο περισσότερο. Άλλαξε δρόμους και προσανατολισμούς. Το τελευταίο του, όμως, σουλούπι πήρε σάρκα και οστά στη διάρκεια ενός ταξιδιού έντεκα ολόκληρων μηνών το 2022, στην ενδοχώρα της Αυστραλίας. Οδήγησα χιλιάδες χιλιόμετρα, μέσα από κακοτράχαλους χωματόδρομους, διασχίζοντας την απέραντη εκείνη ενδοχώρα.
Πού και πού σταματούσα και με το σακίδιο στον ώμο και τη μικρή μου σκηνή, διέσχιζα μεγάλες εκτάσεις, απίθανους κρυφούς ποταμούς, μέσα από κατακόκκινα φαράγγια, όπου δεν συναντάς ψυχή, εκτός από κανένα καγκουρό, κανέναν γύπα ή, σπάνια, κανένα αγριοβούβαλο.
Η ένταση αυτής της εμπειρίας, η καθαρτική μετουσίωση να είσαι εσύ και ο εαυτός σου, μου έδωσε την ευκαιρία να απαλλαγώ από πολλά περιττά βαρίδια. Ξέρεις, ο άνθρωπος είναι το βαρύτερο «παχύδερμο» του πλανήτη. Δεν το κουνάει ρούπι. Η γνώμη μου για την ανθρώπινη φάρα δεν είναι και τόσο επιεικής. Σε αυτές, λοιπόν, τις πορείες, ο Καβάφης και το βιβλίο μου με συνόδευαν.
Έτσι, λοιπόν, αναπόφευκτα, οι εμπειρίες μου ζυμώνονταν με τους στίχους του Καβάφη. Σε ένα μεγάλο και απόλυτο κενό. Όποιος φοβήθηκε το κενό, δεν θα μπορέσει να γίνει «αιθεροβάμων». Υπερβαίνοντας, λοιπόν, την «ακαδημαϊκή» δεοντολογία, πώς πρέπει δηλαδή να συντάσσεται ένα «κριτικό» βιβλίο για τον Καβάφη, εγώ, έστρεψα την πλάτη και έγραψα αυτό το βιβλίο: Από τη σκοπιά ενός ξαφνιασμένου οδοιπόρου μέσα σε κάποια ξαφνική αναλαμπή της καβαφικής νύχτας, μπροστά στην καταιγιστική αύρα ενός ερωτευμένου δειλινού.
*Και η τελευταία σου λέξη;
- Ότι η ανάγνωση του Καβάφη δεν είναι μόνο για αισθητικές πόζες, εύκολες μουσικοποιήσεις (μπουχτίσαμε από αυτές), αποσπασματικές προσλήψεις και απαίδευτες αφέλειες. Είναι για αθλητικούς αναγνώστες, οι οποίοι είναι έτοιμοι -αφού πρώτα απαλλαγούν από όλα τα «εις ισόβια» συμπλέγματα, να δοκιμαστούν στα ευρύτερα αινίγματα που μας κληροδότησε αυτό που αποκαλούμε -με τόση έπαρση κάποτε- νεοελληνισμός. Η ποίησή του μας δίνει την ευκαιρία να διασχίσουμε την ενδοχώρα μιας ευρύτερης ιστορικής περιόδου, πολλών αιώνων, και μας αφυπνίζει εκείνο που καλά κοιμάται κάτω από την κρούστα των ιδεολογικών μας παγιδεύσεων. Δηλαδή, μας ελευθερώνει. Αφηγείται με ποιητική μαεστρία, το μεγάλο «παραμύθι» της «ράτσας» μας, ως ένα τεράστιο παλίμψηστο, το οποίο οφείλεις πάντα να «ξύνεις» για να σου φανερώσει αυτό που πεισματικά κρύβεται από κάτω του. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κατέβουμε στους δρόμους, να διαδηλώσουμε ή να περάσουμε σε όποια «αντεπίθεση». Δίπλα στα απέριττα και σιωπηλά ξωκλήσια των αγρών μας, καιρός είναι παράλληλα να ακονίσουμε τις αισθήσεις μας και να δούμε ποια τέλος πάντων είναι αυτή η γενεαλογία του «νεοέλληνα». Με τον τρόπο αυτόν θα «σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» (καθώς έψαλλε ο Σεφέρης), αλλά και όπως μας το δίδαξε πολύ καλύτερα ο μύθος του Ικάρου: Η ανύψωση είναι υψηλή, η κάθοδος όμως μεγαλειώδης.