«Στο «Βραχιόλι της φωτιάς» αφηγούμαι την ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου, μιας πολυμελούς οικογένειας Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης ...Το βιβλίο δεν είναι ένα βιβλίο φρίκης. Είναι ένα βιβλίο αισιοδοξίας, γιατί αυτό ήταν και στα πιο δύσκολα ο πατέρας μου» τονίζει σήμερα στην «Ε» η Λαρισαία συγγραφέας Μπέττυ Μαγρίζου, με αφορμή την τηλεοπτική μεταφορά του νέου της βιβλίου «Το βραχιόλι της φωτιάς». Η συγγραφέας στη συνέντευξή της αναφέρεται στο τι πραγματεύεται το βιβλίο, στον πατέρα της που βίωσε τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τη διατήρηση της μνήμης που είναι μια συνεχής νίκη έναντι του ναζισμού, την τηλεόραση, αλλά και τη δύναμή της που θα βοηθήσει στην ευρύτερη διάχυση των μηνυμάτων του βιβλίου. Η Μπέττυ Μαγρίζου απαντώντας στην ερώτηση για το αν φοβάται για το αποτέλεσμα της «μεταφοράς», αφού ο κανόνας λέει ότι οι μεταφορές υπολείπονται των βιβλίων, τονίζει ότι «...έχω μια απίστευτη σιγουριά πως θα είναι πολύ καλή η μεταφορά. Είναι όλοι οι συντελεστές εξαιρετικοί και αγάπησαν πολύ το βιβλίο και το αγγίζουν με μεγάλο σεβασμό».
Συνέντευξη στον Θανάση Αραμπατζή
*Κυρία Μαγρίζου, μπορείτε να μας πείτε αδρομερώς τι πραγματεύεται το βιβλίο σας;
-Στο «Βραχιόλι της φωτιάς» αφηγούμαι την ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου, μιας πολυμελούς οικογένειας Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης (Εβραίων διωγμένων από την Ισπανία του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας τον 15ο αιώνα, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα επί Οθωμανικής Κατοχής και, καθώς υπερείχαν σε πληθυσμό των άλλων μειονοτήτων, αποτέλεσαν τον κυρίως κορμό της πόλης της Θεσσαλονίκης). Μιας οικογένειας σαν όλες τις άλλες, που ζει χαρές και λύπες, ενθουσιασμούς και δράματα μέσα στην πορεία της στον χρόνο. Ακολουθώ τα βήματα της οικογένειας από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 όπου καταστρέφονται κυρίως οι εβραϊκές συνοικίες της Θεσσαλονίκης και η οικογένεια βρίσκει καταφύγιο σε έναν καταυλισμό τσιγγάνων. Συνεχίζω να τους ακολουθώ στην άνοδο του ναζισμού, στον εμπρησμό της φτωχικής εβραϊκής περιοχής Κάμπελ από τη φασιστική οργάνωση ΕΕΕ, στον αλβανικό πόλεμο, όπου χάνεται πολεμώντας ο ένας γιος της οικογένειας και τέλος στη Γερμανική Κατοχή και στο Ολοκαύτωμα, όπου η μοίρα τους λόγω της θρησκείας τους είναι τραγική, καθώς οδηγούνται στα στρατόπεδα εξόντωσης του Άουσβιτς. Όσους επέζησαν τους ακολουθώ μέχρι τη δεκαετία του ’60, όπου βρίσκομαι κι εγώ. Όσο για το βραχιόλι της φωτιάς είναι ένα κειμήλιο, που φορούσαν οι Εβραιοπούλες όταν ενηλικιώνονταν («μπατ μίτσβα» λέγεται η τελετή ενηλικίωσης των κοριτσιών) και που άντεξε σε όλες τις παραπάνω φωτιές, πραγματικές και μεταφορικές.
*Ο πατέρας σας βίωσε τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να μεταφέρετε τις αναμνήσεις του σ’ ένα βιβλίο;
-Ήταν πράγματι πολύ δύσκολο για μένα, όταν έγραφα το κομμάτι αυτό του βιβλίου. Οδυνηρό είναι η πιο σωστή λέξη. Όταν τα έγραφα ένιωθα σαν να ήμουν αόρατη κοντά του και τον παρακολουθούσα σε όλα αυτά που είχε περάσει. Και δεν μπορούσα όχι μόνο να τον βοηθήσω, αλλά ούτε να τον χαϊδέψω και να του απαλύνω τον πόνο. Φανταστείτε τον, μέσα στον παγερό πολωνικό χειμώνα, ξυπόλυτο, με ξύλινα τσόκαρα και μια βαμβακερή πιζάμα, φανταστείτε τον, πειραματόζωο στον χειρουργικό θάλαμο να υποβάλλεται σε εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας χωρίς νάρκωση για να διαπιστώσουν οι επιστήμονες γιατροί τις αντοχές των ανθρώπων. Πολύ άγριες καταστάσεις. Βέβαια το βιβλίο δεν είναι ένα βιβλίο φρίκης. Είναι ένα βιβλίο αισιοδοξίας, γιατί αυτό ήταν και στα πιο δύσκολα ο πατέρας μου. Ένας αισιόδοξος και χαρούμενος άνθρωπος που ποτέ δεν μας ενστάλαξε το μίσος. Όταν τον έβλεπες δεν μπορούσες να φανταστείς τι είχε περάσει. Πάντα όμως έλεγε πως νίκη μας στον ναζισμό είναι η συνέχισή μας και πως αυτό θα γίνει μόνο με τη διατήρηση της μνήμης.
*Είστε αισιόδοξη ότι η προβολή της σειράς από ένα μέσο με ευρεία αποδοχή και διείσδυση, όπως η τηλεόραση, θα βοηθήσει στο «να μην ξεχάσουμε»;
-Πιστεύω πολύ στη δύναμη της τηλεόρασης. Πιστεύω επίσης πως η σειρά αυτή θα τραβήξει το ενδιαφέρον του κόσμου. Έτσι όλα τα μηνύματα που ήθελα να περάσω στο βιβλίο μου, θα διαχυθούν πιο εύκολα. Είναι σημαντικό για μένα μέσα από τη σειρά να γνωρίσουν όσοι δεν ξέρουν πως οι Έλληνες Εβραίοι είναι άνθρωποι σαν όλους τους άλλους, απλά έχουν διαφορετική θρησκεία. Πως είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού λαού. Πως ζουν την κοινή μοίρα του τόπου αυτού, τον αγαπούν, πολέμησαν και θυσιάστηκαν γι’ αυτόν. Κι όταν οι Γερμανοί τούς έκαιγαν στα στρατόπεδα, η Ελλάδα ήταν που πληγώθηκε, γιατί ήταν παιδιά της αυτά που καίγονταν. Και πως τους οφείλουμε τη διατήρηση της μνήμης. Τέλος, κάτι ακόμα που ήθελα να περάσω στο βιβλίο μου, και κατ’ επέκταση θα περάσει και στη σειρά, είναι ότι και οι Τσιγγάνοι είχαν κοινή μοίρα με τους Εβραίους από τους ναζιστές.
*Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ο κανόνας είναι τα βιβλία να είναι καλύτερα από τις μεταφορές τους σε μεγάλη και μικρή οθόνη, ανησυχείτε πώς θα μεταφερθεί το βιβλίο σας στην τηλεόραση;
-Ναι, αυτό συνήθως λέγεται. Όμως έχω μια απίστευτη σιγουριά πως θα είναι πολύ καλή η μεταφορά. Είναι όλοι οι συντελεστές εξαιρετικοί και αγάπησαν πολύ το βιβλίο και το αγγίζουν με μεγάλο σεβασμό. Η παραγωγή είναι εξαιρετική. Ο Νίκος Απειρανθίτης και η Σοφία Σωτηρίου, οι σεναριογράφοι της σειράς, είναι έμπειροι και πολύ επιτυχημένοι και πράγματι το σενάριο είναι υπέροχο. Υπάρχουν σίγουρα μερικές αλλαγές για πρακτικούς λόγους, στις οποίες συναινώ. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Γκικαπέππας κάνει εξαιρετική δουλειά και μαζί με τη σκηνογράφο Λαμπρινή Καρδάρα και την ενδυματολόγο Μαρία Κοντοδήμα, δυνατά ονόματα στον χώρο, δημιουργούν εικόνες, που ήταν ίδιες με αυτές που είχα στα μάτια μου, όταν έγραφα. Τι να πω και για τους υπέροχους ηθοποιούς, Ελισάβετ Μουτάφη, Νίκο Ψαρρά, Χρήστο Λούλη, Νίκο Ταμβακάκη, Νεφέλη Κουρή, Γκαλ Ρομπίσα, Μαρία Αδάμου και πολλούς άλλους, που λάτρεψαν τους ήρωες που ενσαρκώνουν, συγκινήθηκαν πολύ από την ιστορία τους και θεωρούν πως αυτό που κάνουν είναι μοναδικό στα ελληνικά δεδομένα και δεν είναι άλλο από την ανάδειξη επιτέλους της ιστορίας των Εβραίων της Ελλάδας και ειδικότερα της Θεσσαλονίκης , η οποία έχασε τους 56.000 από τους 60.000 Εβραίους κατοίκους της. Η εκπληκτική μουσική του Μίνου Μάτσα με τους στίχους της Σοφίας Καψούρου, τραγουδισμένους από τον μοναδικό Γιάννη Πάριο, στο τραγούδι της σειράς με τίτλο «Πες μου πού είσαι» θα είναι ένα τρυφερό αγκάλιασμα για τη σειρά.