«Τα Απομνημονεύματά μου» είχε καλλιγραφήσει στην ετικέτα του χαρτόδετου τετραδίου που φύλαγε σ’ ένα από τα κλειδωμένα συρτάρια της βιβλιοθήκης του ο παππούς Ιγνάτιος, και η εγγονή του το πρωτοδιάβασε υπό το βλέμμα του. «Για διάβασε εδώ!» της έλεγε και ύστερα: «Περίμενε, άσε να σου διαβάσω εγώ αυτό το κομμάτι». Και, όπως διάβαζε τα γραπτά του, άνοιγε παρενθέσεις, έκανε παρεκβάσεις, σταματούσε, συλλογιζόταν, την κοίταζε με βλέμμα τρυφερό, όλο συμπαράσταση, σε μια ύστατη προσπάθεια ν’ αναχαιτίσει εικόνες και συγκινήσεις που απλώνονταν σαν μετασεισμικά κύματα με επίκεντρο τις λέξεις του. Άλλοτε πάλι, σε στιγμές αδυναμίας, αναστέναζε μουρμουρίζοντας: «Ποτέ δεν ξέρει ο άνθρωπος τι τον περιμένει...» – λόγια που η Άννα άκουγε λίγο σαν προειδοποίηση και λίγο σαν ξόρκι.