Η συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας θα πλησιάσει το 5% φέτος, εκτιμά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Προβόπουλος, στην ετήσια έκθεσή του για το 2011 που δημοσιοποιήθηκε χθες. Σημειώνεται ότι τον Μάρτιο η κεντρική τράπεζα εκτιμούσε ότι η οικονομική δραστηριότητα θα υποχωρήσει κατά 4,5%. Ο κ. Προβόπουλος τονίζει στην έκθεσή του ότι σήμερα οι αντικειμενικές συνθήκες είναι ευνοϊκότερες, αλλά επισημαίνει ότι η έξοδος από την κρίση θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από τη βούληση και την ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει την ιστορική πρόκληση.
Αναφερόμενος στις επικείμενες εκλογές, ο διοικητής της ΤτΕ σημειώνει ότι «η τρέχουσα προεκλογική περίοδος έχει εκ των πραγμάτων επιβραδύνει την υλοποίηση των προγραμματισμένων αλλαγών» και προειδοποιεί ότι «αν μετά τις εκλογές τεθεί εν αμφιβόλω η βούληση της νέας κυβέρνησης και της κοινωνίας να εφαρμοστεί το πρόγραμμα, οι σημερινές ευνοϊκές προοπτικές θα αντιστραφούν και η χώρα κινδυνεύει να περιέλθει γρήγορα σε κατάσταση ιδιαίτερα δυσχερή με αρνητικό αντίκτυπο και στην ψυχολογία των πολιτών».
Ο κ. Προβόπουλος σημειώνει ότι απαιτείται «πλήρης ετοιμότητα» από την πρώτη κιόλας ημέρα της μετεκλογικής περιόδου, «ώστε να κερδηθεί ο πόλεμος σε όλα τα μέτωπα, αρχίζοντας από την οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού και ευέλικτου κράτους, που θα υπηρετεί ταυτόχρονα την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών και την κοινωνική συνοχή».
Ο διοικητής της ΤτΕ σημειώνει ότι η οικονομία θα μπορέσει να μπει στο δρόμο της ανάκαμψης από τα τέλη του 2013 και σταδιακά σ’ έναν ενάρετο κύκλο αποκατάστασης της εμπιστοσύνης-δημοσιονομικής ισορροπίας-ανάπτυξης. Το ιστορικό διακύβευμα, κατά τον κ. Προβόπουλο, είναι η συντεταγμένη και επίπονη προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της οικονομίας εντός της ζώνης του ευρώ με τη συμπαράσταση των εταίρων μας ή η άτακτη οπισθοδρόμηση, οικονομική και κοινωνική, δεκαετίες πίσω, που θα οδηγούσε τελικά τη χώρα εκτός της ζώνης του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για το Μνημόνιο 1, ο κ. Προβόπουλος υποστηρίζει ότι «αντιμετωπίστηκε αμυντικά, θεωρούμενο ως έξωθεν επιβολή», τακτική που «πολλαπλασίασε το κόστος, βάθυνε και παρέτεινε την ύφεση» της οικονομίας.
Για το Μνημόνιο 2 και την αναδιάρθρωση του χρέους, ο κεντρικός τραπεζίτης εκτιμά ότι «κερδήθηκε μια μάχη, όχι όμως ο πόλεμος, ο οποίος συνεχίζεται» και γι' αυτό, σημειώνει, «δεν δικαιολογείται καμία χαλάρωση ή εφησυχασμός. Αντίθετα, επιβάλλονται συνεχής επαγρύπνηση, ένταση της προσπάθειας, ταχύτεροι ρυθμοί».
«Για να προχωρήσουν οι αλλαγές αυτές, απαιτείται η μέγιστη δυνατή συναίνεση στην κοινωνία και τις πολιτικές δυνάμεις», επισημαίνει και προσθέτει ότι «οι πολιτικές δυνάμεις ευκταίο είναι να συμφωνήσουν πάνω σε αυτά που τις ενώνουν, δηλαδή την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και την ανάπτυξη, διασφαλίζοντας τη συνέχεια του κράτους».
ΥΦΕΣΗ ΚΑΙ ΑΥΞΗΣΗ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
Οι διαθέσιμοι βραχυχρόνιοι δείκτες για τους πρώτους μήνες του 2012, σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, υποδηλώνουν ότι η ύφεση στη χώρα θα συνεχιστεί και φέτος. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μείωσης του ΑΕΠ θα πλησιάσει το 5%, δηλαδή η ύφεση θα είναι λιγότερο έντονη από ό,τι το 2011, υπό την προϋπόθεση, όπως τονίζει, ότι τα μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα θα εφαρμοστούν χωρίς καθυστέρηση.
Το μέσο ποσοστό ανεργίας προβλέπεται ότι θα αυξηθεί εφέτος σε σύγκριση με το 2011 και θα υπερβεί το 19%, έναντι 17,7% πέρυσι. Εως το τέλος του 2012 θα έχουν ανακτηθεί τα 2/3 έως 3/4 της συνολικής απώλειας της ανταγωνιστικότητας κόστους της περιόδου 2001-2009. Επιπλέον, εντός του 2013 θα έχει ανακτηθεί πιθανόν ολόκληρη η απώλεια.
Τέλος, η πτωτική τάση του πληθωρισμού συνεχίζεται το 2012 και ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί γύρω στο 1,2%. Το 2013 ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω, ενδεχομένως και κάτω από το 0,5%.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Η ΤτΕ έχει επισημάνει από το 2010 την ανάγκη ενός συνεκτικού Σχεδίου Δράσης για την Ανάπτυξη, το οποίο θα βαδίζει παράλληλα με τη δημοσιονομική προσαρμογή, θα εξειδικεύει τις διαρθρωτικές πολιτικές και θα παρέχει ένα πλαίσιο για το συντονισμό των δράσεων των δημόσιων φορέων που ενισχύουν την ανάπτυξη, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους.
Ένα τέτοιο σχέδιο απαιτείται κατ’ εξοχήν σήμερα, με τις ακόλουθες επιδιώξεις:
* Μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλλουν στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπως είναι η αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και η ελάφρυνση του διοικητικού βάρους των επιχειρήσεων, η απλοποίηση του κανονιστικού-ρυθμιστικού πλαισίου και η αποκατάσταση του ανταγωνισμού στις αγορές.
* Επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και ταχύτερη αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ και εξασφάλιση πόρων από διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, για την επανεκκίνηση σημαντικών έργων υποδομής που έχουν διακοπεί.
ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Πέρα όμως από τα μέτρα άμεσης απόδοσης, χρειάζεται μια μακρόπνοη πολιτική για την ανάπτυξη, τονίζει ο διοικητής της ΤτΕ και υποστηρίζει πως «η πολιτική αυτή πρέπει να επιδιώξει σήμερα μεταρρυθμίσεις που θα ενθαρρύνουν τη μετάβαση σε ένα νέο εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο».
Διαρθρωτικές αλλαγές που αποσκοπούν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων είναι:
* η ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών,
* ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης,
* η εξασφάλιση σταθερού φορολογικού συστήματος, φιλικού προς την ανάπτυξη,
* η επιτάχυνση των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης,
* ο εξορθολογισμός και η απλοποίηση του κανονιστικού-ρυθμιστικού περιβάλλοντος,
* η ενθάρρυνση της καινοτομίας, της έρευνας και της εξωστρέφειας και
* η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.
ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η βελτίωση των δυνατοτήτων χρηματοδότησης της οικονομίας, σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο, μπορεί να επιτευχθεί με τους ακόλουθους τρόπους:
Πρώτον, με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, η οποία θα μπορούσε σε πρώτη φάση να επαναφέρει στις τραπεζικές καταθέσεις αποθησαυρισμένα τραπεζογραμμάτια ύψους 10-15 δισ. ευρώ και ακολούθως να ενθαρρύνει τον επαναπατρισμό κεφαλαίων.
Δεύτερον, με την προσέλκυση χρηματοδοτικών πόρων από πηγές πέραν του τραπεζικού συστήματος.
ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Ο κύριος παράγοντας που θα επιτρέψει τη βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών είναι η ισχυροποίηση και ανασυγκρότηση του τραπεζικού συστήματος, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, τονίζει ο επικεφαλής της ΤτΕ. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από τις αρχές του 2011, διαβλέποντας τις προκλήσεις, άρχισε να σχεδιάζει, σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σειρά ενεργειών για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ο τραπεζικός τομέας μετά την ανασυγκρότησή του θα έχει απαλλαγεί από βάρη του παρελθόντος, θα είναι πιο υγιής, πιο αποτελεσματικός, πιο εύρωστος, λέει ο ο κ. Προβόπουλος. «Με την αποσαφήνιση των κεφαλαιακών αναγκών θα επιτευχθεί σημαντική ενίσχυση της διαφάνειας, η οποία εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών και των καταθετών. Θα διευκολυνθούν έτσι οι τράπεζες να επιτελέσουν το βασικό διαμεσολαβητικό τους ρόλο και να συμβάλουν στην επάνοδο της οικονομίας σε τροχιά διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξη» αναφέρει.
ΜΕΙΩΣΗ ΑΠΟΔΟΧΩΝ
Επίσης περαιτέρω μειώσεις των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα για το 2012 και 2013, που θα υπερβούν σωρευτικά το 15% προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος, από την εφαρμογή των ρυθμίσεων που προβλέπει η νέα δανειακή σύμβαση, όπως είναι οι επιχειρησιακές συμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα και οι μειώσεις των αποδοχών στο δημόσιο τομέα.
Το 2012 εκτιμάται ότι οι μέσες ονομαστικές προ φορολογίας αποδοχές των μισθωτών στο σύνολο της οικονομίας θα μειωθούν κατά 8,4% έως 9,2% σε ονομαστικούς όρους και κατά 9,5%-10,3% σε πραγματικούς όρους.
Το 2013, στη διάρκεια του οποίου θα λήξουν πολλές συλλογικές συμβάσεις (και κατά πάσα πιθανότητα θα προσαρμοστούν προς τα κάτω οι αποδοχές που αυτές προβλέπουν), ενδέχεται οι μέσες ονομαστικές αποδοχές να μειωθούν κατά 7% περίπου στο σύνολο της οικονομίας κατά 3% περίπου στο Δημόσιο και σχεδόν κατά 9% στον επιχειρηματικό τομέα. Με βάση τους συγκεκριμένους υπολογισμούς, η σωρευτική μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος τη διετία 2012-2013 θα φθάσει το 11,9%-12,7% στο σύνολο της οικονομίας και το 15,3%-16,5% στον επιχειρηματικό τομέα, ενώ στο Μνημόνιο τίθεται ως στόχος η μείωση κατά την τριετία 2012-2014 να φθάσει το 15%.