Δεδομένο θεωρείται το τρίτο, κατά σειρά, «κούρεμα» του ελληνικού δημοσίου χρέους, σύμφωνα με τον απερχόμενο αντιπρόεδρο και εκ νέου υποψήφιο για την κεντρική διοίκηση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Κωνσταντίνο Β. Κόλλια. Μιλώντας στην «Ε», με αφορμή τον προϋπολογισμό και τις διαπραγματεύσεις κυβέρνησης-τρόικας και ενόψει των εκλογών στο ΟΕΕ, την ερχόμενη Κυριακή, ο κ. Κόλλιας υποστηρίζει ότι από μόνη της μια τρίτη αναδιάρθρωση δεν αρκεί, όπως αποδείχθηκε από την εφαρμογή του PSI και την ανταλλαγή των ομολόγων –«χωρίς ανάπτυξη, δηλαδή την αύξηση του παρονομαστή, του ΑΕΠ, ό,τι και να γίνει με τον αριθμητή δεν θα είναι αρκετό». Ο κ. Κόλλιας, Λαρισαίος στην καταγωγή, είναι υπέρμαχος του flat tax rate, δηλαδή της επιβολής ίδιου ποσοστού φόρου σε όλα τα εισοδήματα, με βασική προϋπόθεση, ωστόσο, την εφαρμογή του συστήματος αναγνώρισης όλων των εξόδων για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος και για τα φυσικά και για τα νομικά πρόσωπα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος – έστω και με μερική παύση πληρωμών από το ελληνικό Δημόσιο – αποτελεί αναμφισβήτητη επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης, και ορθώς προβάλλεται διαρκώς από την ελληνική πλευρά. Ωστόσο, τονίζει, δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε αιτία άρνησης εφαρμογής των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων –με εξαίρεση την απελευθέρωση των πλειστηριασμών.
«Ελευθερία»: Κύριε Κόλλια, έχουμε δημόσιο χρέος στο 175%, ιστορικό ρεκόρ ανεργίας, ιστορικό ρεκόρ διάρκειας ύφεσης και εξαιρετικά περιοριστικές πολιτικές, που επιτείνουν την ύφεση, επιδρώντας αρνητικά σε όποια προσπάθεια ανάπτυξης. Υπό αυτές τις συνθήκες, τι νόημα έχει το πρωτογενές πλεόνασμα και ένα ποσοστό ανάπτυξης 0,6%; Είναι διατηρήσιμα;
Κωνσταντίνος Κόλλιας: Έχει νόημα και όλα αυτά είναι διατηρήσιμα, αν τελικά δούμε την πλήρη εφαρμογή της απόφασης του Eurogroup του περασμένου Νοεμβρίου, όπου αποφασίστηκε ότι – με αυτή την προϋπόθεση, το πρωτογενές πλεόνασμα – θα μειωθούν τα επιτόκια δανεισμού μας και θα επιμηκυνθεί ο χρόνος αποπληρωμής. Δεν έχει νόημα και τίποτα δεν θα είναι διατηρήσιμο, αν εξακολουθήσουμε να καθυστερούμε την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων και πολιτικών, που είναι απολύτως απαραίτητες για να διατηρηθεί αυτό το πλεόνασμα και η εμπιστοσύνη των δανειστών απέναντι στην Ελλάδα.
«Ε»: Η κυβέρνηση έχει «αγκιστρωθεί» στην επίτευξη του πλεονάσματος και στην επίτευξη έστω και οριακής ανάπτυξης, ενώ οι εταίροι μας έχουν «οχυρωθεί» πίσω από το «εύθραυστο» αυτής της επιτυχίας και, ουσιαστικά, αρνούνται να δεχθούν επιπλέον «ελάφρυνση» του ελληνικού δημοσίου χρέους. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Κ.Κ.: Από την πρώτη στιγμή της εφαρμογής του μνημονίου, η τότε κυβέρνηση το μόνο που δεν έκανε ήταν να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας. Αντίθετα, με τις διαρκείς καθυστερήσεις στην εφαρμογή και υλοποίηση όσων ψηφίζαμε, αυξάναμε διαρκώς την αμφισβήτηση της χώρας μας από εκείνους, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι και οι δανειστές μας είναι άμοιροι ευθυνών.
Φτάσαμε, λοιπόν, στο τέλος του 2013, και κοντά στο τέλος του μνημονίου, οπότε και – όσες προσπάθειες και αν κάνουμε πλέον – είναι εξαιρετικά επίπονη η διαδικασία αποκατάστασης της χαμένης αξιοπιστίας μας. Πόσο μάλλον, όταν επιχειρούμε να διαπραγματευτούμε και να μην εφαρμόσουμε, ορθώς κατά την άποψή μου, πραγματικά σκληρά μέτρα, όπως η πλήρης απελευθέρωση των πλειστηριασμών στα ακίνητα. Από την άλλη πλευρά, η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος – έστω και έτσι όπως επιτυγχάνεται, δηλαδή με μερική παύση πληρωμών από το ελληνικό Δημόσιο – αποτελεί αναμφισβήτητη επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης, και ορθώς προβάλλεται διαρκώς από την πλευρά μας. Σίγουρα, όμως, δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε αιτία εφησυχασμού και άρνησης εφαρμογής των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.
«Ε»: Θα έχουμε νέο «κούρεμα» τελικά; Θα έπρεπε να έχουμε και πότε θα είναι εφικτό αυτό, κατά την εκτίμησή σας;
Κ.Κ.: Το σίγουρο είναι ότι οι δύο αναδιαρθρώσεις, που επιχειρήθηκαν την τελευταία διετία - το PSI και η επαναγορά - δεν απέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από τη δραστική μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Πέραν των όποιων αδυναμιών και λαθών είχαν αυτές οι δύο διαδικασίες, ο βασικός λόγος, που δεν επιτεύχθηκε ο στόχος, είναι το γεγονός ότι δεν φροντίσαμε - δεν κάναμε τίποτα για την ακρίβεια - για τον παρονομαστή. Δηλαδή, για την ανάπτυξη. Φτάσαμε στο σήμερα, λοιπόν, οπότε - για μια ακόμα φορά - το κούρεμα του χρέους - το τρίτο κατά σειρά - θεωρείται δεδομένο. Είτε στο ονομαστικό ποσό, είτε στους τόκους.
Και αυτή, όμως, η αναδιάρθρωση δεν θα έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα, αν δεν ασχοληθούμε με το ΑΕΠ της χώρας. Αν δεν προσπαθήσουμε, το συντομότερο δυνατόν, να δημιουργήσουμε τις συνθήκες μείωσης της ύφεσης και επιστροφής στην ανάπτυξη. Γιατί, αν δεν αυξηθεί ο παρονομαστής, ό,τι και να κάνουμε με τον αριθμητή, δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.
«Ε»: Τι έχουμε να περιμένουμε από το νέο φορολογικό; Πού μπαίνει το ανώτατο όριο για τη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης»;
Το τι θα αποφασιστεί τελικά, είναι καθαρά θέμα της κυβέρνησης. Το ζητούμενο είναι να διασφαλιστεί ότι οι όποιες αλλαγές θα είναι σταθερές και ότι το φορολογικό σύστημα δεν πρόκειται να αλλάξει, τουλάχιστον για μια πενταετία. Χωρίς, δηλαδή, τις γνωστές εκπλήξεις της τελευταίας στιγμής από τη φορολογική διοίκηση. Όσον αφορά στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, δεν υπάρχει θέμα ορίου. Η “διεύρυνση της φορολογικής βάσης” δεν είναι απειλή, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση. Αρκεί να οδηγεί στο να πληρώνουν φόρους όσοι πρέπει, αλλά δεν πλήρωναν μέχρι σήμερα και όχι όσοι αντικειμενικά δεν πρέπει και δεν μπορούν να πληρώνουν (δηλ. ευπαθείς ομάδες και χαμηλόμισθοι, στους οποίους καταργούμε αφορολόγητο και φοροαπαλλαγές).
«Ε»: Πώς θα γίνει αυτό; Υπάρχει ο κατάλληλος συνδυασμός ώστε να αυξάνουμε τα έσοδα, μέσω της μείωσης της φοροδιαφυγής-χωρίς να στραγγίζουμε τους συνεπείς φορολογούμενους;
Πιστεύω πως ναι. Μέσω συγκεκριμένων παρεμβάσεων, μπορεί αυτό να γίνει. Στην ουσία, δηλαδή, οι δίκαιοι φόροι να αποτελέσουν αναπτυξιακό εργαλείο. Πώς θα γίνει αυτό; Πρώτον, μέσω της καθιέρωσης ενός flat tax rate για όλους τους φορολογούμενους, φυσικά και νομικά πρόσωπα, στο 15%. Μέσω της μείωσης της έμμεσης φορολόγησης σε μια σειρά συντελεστών, όπως του ΦΠΑ και των φόρων κατανάλωσης (π.χ. στο πετρέλαιο θέρμανσης και στο φυσικό αέριο), μέσω της αλλαγής στον τρόπο υπολογισμού του φόρου εισοδήματος, με το μοντέλο έσοδα μείον έξοδα για όλους τους φορολογούμενους, όπως γίνεται σήμερα με τους ελεύθερους επαγγελματίες, και με την προϋπόθεση ότι η εφορία θα αποδέχεται όλες τις δαπάνες των υπόχρεων -το μέτρο αυτό πρέπει να συνοδευτεί και από την προαναγγελθείσα σύνδεση των ταμειακών μηχανών των καταστημάτων με το taxis. Τέλος, αυτό θα γίνει μέσω της παροχής γενναίων φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις στη χώρα μας.
«Ε»: Στα του οίκου σας, τώρα… ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η νέα διοίκηση του Επιμελητηρίου, σε σχέση τόσο με τον ρόλο του φορέα όσο και με το επάγγελμα του οικονομολόγου, του λογιστή, του φοροτεχνικού;
Κ.Κ: Ως Δημοκρατική Κίνηση Οικονομολόγων, όσες φορές έχουμε αναλάβει τη διοίκηση του ΟΕΕ, έχουμε αποδείξει ότι το Επιμελητήριο έχει φωνή και βρίσκεται κοντά στα μέλη του. Το ΟΕΕ, ως θεσμοθετημένος σύμβουλος της πολιτείας και της εκάστοτε κυβέρνησης, έχει να προσφέρει πολλά περισσότερα από όσα κάνει αυτή την περίοδο, μέσω συγκεκριμένων δράσεων και πρωτοβουλιών, πάντα προς όφελος τόσο των μελών μας όσο και των φορολογουμένων.
Θυμίζω την υπόθεση με τους λογιστές – μαϊμού, που φέραμε πρόσφατα στη δημοσιότητα. Επιτήδειων, δηλαδή, οι οποίοι λειτουργούν τα γραφεία τους χωρίς να έχουν την απαιτούμενη βεβαίωση από το Οικονομικό Επιμελητήριο. Το ψάξαμε, το διασταυρώσαμε και παραδώσαμε τα στοιχεία στον υφυπουργό Ανάπτυξης, και αυτά βρίσκονται τώρα στη δικαιοσύνη, προς όφελος όλων αυτών των επαγγελματιών που με συνέπεια ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους, τόσο απέναντι στο Επιμελητήριο όσο και στους πελάτες τους, δηλαδή τους φορολογούμενους. Για όλους αυτούς έχουμε χρέος να συνεχίσουμε να δουλεύουμε στην κατεύθυνση της οχύρωσης και προστασίας του επαγγέλματος απέναντι σε επιτήδειους. Και φυσικά αυτή η προσπάθεια δεν περιορίζεται στον λογιστή-φοροτεχνικό αλλά σε όλους τους οικονομολόγους που είτε είναι, είτε πρόκειται να γίνουν μέλη μας και οι οποίοι έχουν επενδύσει χρόνο και χρήμα σε σπουδές αλλά και στη διαρκή επιμόρφωσή τους.
Βασικός στόχος μας παραμένει πάντα η περαιτέρω ενδυνάμωση της φωνής και του συμβουλευτικού ρόλου του Οικονομικού Επιμελητηρίου σε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις που καλείται να λάβει η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο. Γι΄ αυτό και είναι απαραίτητη και για τον ίδιο τον θεσμό η συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων μελών στην ψηφοφορία της επόμενης Κυριακής της 15ης Δεκεμβρίου.