Η έκθεση του παρουσίασε το επιστημονικό στέλεχος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ Δρ. Δημήτρης Γιακούλας σχολιάστηκε από τον γραμματέα Τομέα Οικονομικών ΚΙΝ.ΑΛ και πρώην υπουργό Οικονομίας κ. Φίλιππο Σαχινίδη, ενώ ακολούθησε εποικοδομητική συζήτηση με τους φοιτητές, υπό τον συντονισμό του Χρήστου Κόλλια, καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών και κοσμήτορα της Σχολής Οικονομικών και Διοικητικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και τη συμμετοχή του αναπληρωτή καθηγητή του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων Κλεάνθη Συρακούλη.
Η συζήτηση κινήθηκε κυρίως γύρω από τη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης, τις στρεβλώσεις και τα αδιέξοδα που δημιουργούσε το αναπτυξιακό μοντέλο του παρελθόντος, καθώς και την αναζήτηση ενός αποτελεσματικού μοντέλου για μία μικρή περιφερειακή οικονομία αλλά με σημαντικές προοπτικές όπως η Ελλάδα.
Επιπρόσθετα εξετάστηκαν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΜΜΕ στην Ελλάδα (εστιάζοντας ιδιαίτερα στην έλλειψη ρευστότητας) καθώς και οι δυνατότητες ανάπτυξής τους στο ραγδαίως μεταβαλλόμενο διεθνές οικονομικά περιβάλλον και παρουσιάστηκαν ζητήματα ερευνητικής μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε για την εκπόνηση της έκθεσης.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η συνιστώσα της οικονομικής δραστηριότητας που έχει πληγεί περισσότερο είναι οι επενδύσεις που γνώρισαν πρωτοφανή μείωση. Αυτό είναι και ένα από πιο ανησυχητικά ευρήματα της έκθεσης, καθώς η ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας είναι ένας από τους πιο δύσκολους στόχους σε μία οικονομία. Το δε επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε θα υπονομεύει για αρκετά χρόνια την ανάπτυξη.
Σε άλλο σημείο σημειώνεται ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα με τα πιο αδύναμα σημεία της να είναι η στρεβλή χρηματοοικονομική αγορά και το δυσμενές και ασταθές μακροοικονομικό περιβάλλον και γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποτελεί ελκυστικό προορισμό για ξένες επενδύσεις. Αντιθέτως, παρουσιάζει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου και στις υποδομές. Το σημαντικότερο πρόβλημα των ΜΜΕ αυτή τη στιγμή εντοπίζεται στην υψηλή φορολογία και στο φορολογικό πλαίσιο εν γένει. Ίσως, η μόνη θετική απόρροια της κρίσης υπήρξε η πρωτοφανής βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, η οποία όμως οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση των εισαγωγών. Εν τούτοις, φαίνεται πως τα τελευταία δύο έτη αναπτύσσεται μία δυναμική επέκτασης των εξαγωγών, η οποία μένει να φανεί αν θα διατηρηθεί και στα επόμενα έτη.
Η έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καταλήγει με την ανάπτυξη του θέματος της χρηματικής οικονομίας, ενός θέματος ζωτικής σημασίας δεδομένης της παρατηρούμενης μείωσης της ρευστότητας των ΜΜΕ κατά την περίοδο της κρίσης.
Στα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης συγκαταλέγεται η εντυπωσιακή μείωση της συνολικής ποσότητας χρήματος στα χρόνια της ύφεσης, η μείωση της συνολικής χρηματοδότησης από το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα οποία συνιστούν ένα φαινόμενο βίαιης απομόχλευσης της ελληνικής οικονομίας (σε απόλυτες τιμές) με συνεχώς μειούμενα υπόλοιπα χρηματοδοτήσεων και αρνητικές πιστωτικές επεκτάσεις. Επίσης, ενδιαφέρον είναι το εύρημα ότι τα επίπεδα των επιτοκίων χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις είναι από τα υψηλότερα της ευρωζώνης, γεγονός που καταδεικνύει την αρνητική επίπτωση του υψηλού κόστους χρήματος στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
«Το εύλογο ερώτημα, δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, είναι αν μέσω των μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών προχωρήσαμε στην πραγματική αναδιάρθρωση της οικονομίας μας, έτσι ώστε να μπούμε σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης. Αν δηλαδή αποκτήσαμε επιχειρήσεις πιο ανθεκτικές σε κρίσεις που έρχονται από το εξωτερικό, πιο ανταγωνιστικές καινοτόμες και εξωστρεφείς» σημείωσε σχολιάζοντας το περιεχόμενο της έκθεσης ο πρώην υπουργός Φίλ. Σαχινίδης για να προσθέσει πως «η απάντηση στο ερώτημα αυτό -όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία που παρατίθενται στην Έκθεση του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ- είναι και ναι και όχι. Με λίγα λόγια η προσαρμογή άρχισε, όχι όμως με την απαιτούμενη ένταση».
Σε άλλο σημείο της παρέμβασής του υποστήριξε ότι «Για να επιταχυνθεί ο μετασχηματισμός της οικονομίας μας η οικονομική πολιτική πρέπει να επιτρέπει και να ενθαρρύνει τις μικρές μονάδες να λειτουργούν αναπτυξιακά, εισάγοντας μικρότερες ή μεγαλύτερες καινοτομίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα, σχεδιάζοντας νέα προϊόντα και υπηρεσίες, συνεργώντας μεταξύ τους και μεγαλώνοντας τις εγκαταστάσεις, το μέγεθος και την απασχόληση».