Στον κλάδο των επαγγελματικών ακινήτων, με βάση τα στοιχεία που συλλέγει η Τράπεζα της Ελλάδος σωρευτικά από το 2010 έως το τέλος του 2015 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι ονομαστικές αξίες των γραφειακών χώρων και των καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών για το σύνολο της χώρας υποχώρησαν περίπου κατά 30%.
Όσον αφορά τις προσόδους από επαγγελματικά ακίνητα, τα μισθώματα γραφείων εμφάνισαν τάσεις σταθεροποίησης εντός του 2015, ενώ τα μισθώματα των καταστημάτων παρουσίασαν μείωση 6,3% για το σύνολο της χώρας. Σωρευτικά, η μείωση των μισθωμάτων γραφείων και καταστημάτων, από το 2010, ανέρχεται περίπου σε 30% και 35%, αντίστοιχα.
Όπως εξήγησε ο ίδιος, τα ανωτέρω μεγέθη έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον τραπεζικό τομέα, αφού η μείωση των τιμών των ακινήτων μειώνει και την αξία των εξασφαλίσεων των δανείων και, φυσικά, επηρεάζει αρνητικά την πιστωτική συμπεριφορά των δανειοληπτών και τις πιθανές ανακτήσεις από τη ρευστοποίηση των εμπράγματων ασφαλειών. Πόσω μάλλον, όταν τα οικιστικά και εμπορικά ακίνητα αποτελούν το 82% των εξασφαλίσεων που έχουν οι τράπεζες για τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, χωρίς να συνυπολογίζονται στις εξασφαλίσεις οι προσωπικές και εταιρικές εγγυήσεις.
Αναφερόμενος στις πρωτοβουλίες που έχει λάβει η Τράπεζα της Ελλάδος για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, ανέφερε ότι το φθινόπωρο του 2015, με τη βοήθεια εξωτερικού συμβούλου, εκπόνησε μελέτη για την κατηγοριοποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την αξιολόγηση των εργαλειοθήκης των τραπεζών για την αντιμετώπισή τους. Τα ευρήματα της μελέτης αυτής κοινοποιήθηκαν στα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία κλήθηκαν να τα ενσωματώσουν στη στρατηγική και στα επιχειρησιακά τους σχέδια για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Θετική συνεισφορά στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτιμάται ότι θα έχει και η υποχρέωση των τραπεζών να επιτυγχάνουν συγκεκριμένους λειτουργικούς στόχους ως προς τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους (π.χ. στόχος για τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, για την προώθηση μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων, κ.λπ.)
Οι λειτουργικοί αυτοί στόχοι συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2016, μετά από διαβούλευση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και αφορούν την περίοδο από το γ' τρίμηνο του 2016 έως το 2019. Ενδεικτικά, επισημαίνεται ότι οι συστημικές τράπεζες δεσμεύθηκαν για μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 40% (ή περίπου 40 δισεκ. ευρώ), μέχρι το τέλος του 2019.