Του Δημήτρη Βάλλα
Το κανονικό μικρό του όνομα είναι Γιώργος, όμως όλοι ακόμα τον φωνάζουν, όπως συνηθίζεται στα χωριά Γούλα. Ο Γιώργος λοιπόν ή Γούλας Τσιπλακούλης, παλιός μηχανικός εκ Νικαίας καταγόμενος είναι σήμερα κοντά 97 χρονών και το παλιό του μηχανουργείο έχει περάσει από το γιο στα εγγόνια του.
Με δύο παιδιά, έξι εγγόνια και τέσσερα δισέγγονα ζει μόνος του με τη δεύτερη σύζυγό του ακριβώς πίσω από το ποτάμι στην οδό Δωροθέου.
Τότε κάπου στον Αύγουστο του 1940 ήταν μόλις 23 χρονών, όταν με την ειδικότητα του οπλουργού είχε καταταγεί στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού που στρατοπέδευε στους παλιούς στρατώνες στον χώρο όπου σήμερα είναι ακόμα οι εγκαταστάσεις της 1ης Στρατιάς...
Εβδομήντα τρία χρόνια μετά λοιπόν, τον τότε στρατιώτη Γούλα με «σύνδεσμο» τον γιο του Δημήτρη τον συναντήσαμε μόλις χθες το μεσημέρι… Τρεμάμενα χέρια, αργόσυρτο βήμα και με το βλέμμα να θολώνει όταν έπρεπε να τον γυρίσουμε πίσω στον χρόνο, χειμωνιάτικο ταξίδι μέσα από εκρήξεις βομβών, κροταλίσματα πολυβόλων, σωριασμένα κορμιά, χαμένους συντρόφους και την αγωνία για επιβίωση μέσα στην κόλαση του πολέμου.
Μια καθημερινή ιστορία πολέμου με μόνο ήρωα τον άνθρωπο, έναν καθημερινό μεροκαματιάρη που η μοίρα το θέλησε τότε από τη Λάρισα να βρεθεί, στα υψώματα της Τρεμπεσίνας, στην Ερσεκα, στην Κορυτσά, στο χάνι Μπούμπεσι…
Ξαφνικά στην πρώτη γραμμή...
«Δεν είχε κηρυχτεί ακόμα ο πόλεμος, θα μας πει ο 97 χρόνος μπάρμπα Γιώργος, ή Γούλας Τσιπλακούλης, και εγώ υπηρετούσα ως οπλουργός στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού στη Λάρισα. Ήμουν θυμάμαι υπεύθυνος για τη συντήρηση του οπλισμού από τρία Συντάγματα.
Μιλάμε τώρα για ατομικό οπλισμό, όπλα Μάνλιχερ, κυρίως και πολυβόλα Χότσκις , Σβαρτσλόζε και άλλα που δεν θυμάμαι…
Έρχεται θυμάμαι ένας ταγματάρχης -Περικλή Κούβελα τον έλεγαν- και με διαταγή φεύγουμε μαζί για τα σύνορα με στόχο να κάνω έλεγχο στον οπλισμό των μονάδων που βρίσκονταν εκεί.
Φύγαμε λοιπόν με στρατιωτικό αυτοκίνητο και φθάσαμε στην Πίνδο. Έκανα έλεγχο και χώρισα τα όπλα σε πρώτη και δεύτερη κατηγορία αλλά και βγάζοντας στην άκρη τα άχρηστα.
Τη δουλειά μου θυμάμαι έλεγξαν και Άγγλοι αξιωματικοί που ήταν εκεί και συμφώνησαν μαζί μου εκφράζοντας μάλιστα την έκπληξή τους στους ανωτέρους μου λέγοντας ότι δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα διαθέτει τέτοιους τεχνικούς.
Έμεινα εκεί για πολλές μέρες περνώντας από όλες τις μονάδες, μέχρι που μια μέρα τα ξημερώματα άκουσα τη σάλπιγγα να χτυπά. Ήταν τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου και οι Ιταλοί είχαν ξεκινήσει την επίθεση…
Δεν είχα προλάβει να γυρίσω στη Λάρισα και εντάχθηκα εκεί που βρέθηκα και με αυτή τη μονάδα ξεκίνησα τον πόλεμο… Οι Ιταλοί τότε μας πήραν 12 χωριά και έπρεπε μετά να αντεπιτεθούμε (σ.σ. πρόκειται για τη διείσδυση των Ιταλών στην Πίνδο που τότε έφθασαν μέχρι και τη Σαμαρίνα).
Ερχονταν θυμάμαι κατά πάνω μας , τους βλέπαμε από μακριά και τους αφήναμε να πλησιάσουν. Στα 500, στα 300, στα 150 μέτρα και μετά πυρ… Τους χτυπάγαμε με τα Χότσκις, τα πολυβόλα που έριχναν 600 σφαίρες το λεπτό και οι Ιταλοί τα φοβόντουσαν πολύ... Έπεφταν αυτοί νεκροί και έφευγαν ποδοπατώντας ακόμα και τους τραυματίες συντρόφους τους.
Θυμάμαι όταν πήγαμε να καταλάβουμε ένα πολυβολείο. Εκεί οι Ιταλοί είχαν δεμένο από τα πόδια στον τρίποδα του πολυβόλου έναν Αλβανό, μάλλον Τσάμη που μιλούσε ελληνικά και τον είχαν αφήσει να ρίχνει εναντίον μας ώστε να τους καλύπτει την υποχώρηση. Μας σκότωσε τελικά δύο παιδιά, φαντάρους δικούς μας, και όταν φτάσαμε εκεί τον συλλάβαμε. Τον οδηγήσαμε στον ταγματάρχη μας που τον πήρε παράμερα και του φώναξε. «Καλά , ρε δεν ντρέπεσαι, τους Έλληνες σκότωνες». Έβγαλε το πιστόλι του και τον εκτέλεσε επί τόπου.
Νεκρούς, δικούς μας είχαμε πολλούς. Σε κάθε μάχη σκοτώνονταν είτε 20, είτε 30 είτε 50 και όλο έρχονταν νέοι να τους αντικαταστήσουν.
Στην περιοχή της Ερσέκας οι Ιταλοί χτύπησαν ένα δικό μας πιλότο που έκανε προσγείωση και τρέξαμε να τον σώσουμε. Ήταν τραυματισμένος και μας είπε «παιδιά, άμα βλέπετε αεροπλάνα να έρχονται επάνω σας να τρέχετε και να πάτε είτε αριστερά, είτε δεξιά. Ακόμα για να μην σας βλέπουν από ψηλά δεν πρέπει ούτε το δάχτυλό σας να κουνάτε».
Τον άκουσα τον πιλότο και όταν μια φορά ένα αεροπλάνο ερχόταν κατά πάνω μου έφυγα τρέχοντας αριστερά και δεν συνέχισα να μπω στη σπηλιά που κρύβονταν οι φίλοι μου.
Έχασα εννέα συντρόφους μου καθώς η βόμβα πέτυχε την είσοδο της σπηλιάς. Τους βρήκα κυριολεκτικά κομμάτια.
Ο Γιώργος εδώ δεν κρατιέται και βάζει τα κλάματα θρηνώντας για μια ακόμα φορά τους παλιούς του συμπολεμιστές...».
Ερσέκα, Κορυτσά κρύο και κρυοπαγήματα.
Η μάνα μου είχε δώσει δώδεκα ζευγάρια κάλτσες και τις είχα στο σακίδιο. Αυτές με έσωσαν. Δεν άφηνα ποτέ τα πόδια μου μουσκεμένα στέγνωνα τις παλιές και άλλαζα.
Τα κρυοπαγήματα ήταν κάτι το φοβερό. Με τα ίδια μου τα μάτια είδα τουλάχιστον 100 στρατιώτες να βγάζουν τις αρβύλες τους με κολλημένα κομμάτια από το δέρμα και τη σάρκα των ποδιών επάνω τους. Τους φόρτωναν όλους στα αυτοκίνητα και στα μουλάρια και τους έστελναν στο νοσοκομείο.
Έπειτα ήρθαν οι Γερμανοί. Με αυτούς εμείς δεν πολεμήσαμε. Περνούσαν τα στούκας από πάνω μας και μας έριχναν προκηρύξεις: «Έλληνες, έγραφαν, πετάξτε τα όπλα σας και γυρίστε σπίτι σας». Εμείς βέβαια δεν τους ακούσαμε, αλλά είχαμε διαλυθεί…
Χωριστήκαμε σε ομάδες και ξεκινήσαμε με τα πόδια για τα σπίτια μας. Μετά από 20 μέρες ποδαρόδρομο έφθασα στον Τύρναβο και από εκεί στη Λάρισα...».
...Ο στρατιώτης οπλουργός Γούλας επιμένει . Με το ένα χέρι να τρέμει και το άλλο σε υποβοήθηση σηκώνει ένα ποτήρι κρασί και επιμένει να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια.
Δεν του χαλάω το χατίρι ! Στρατιώτη χαλάλι σου αδιαμαρτύρητα και χωρίς παράπονο τα πέρασες όλα και από την πατρίδα δεν ζήτησες ποτέ τίποτα. Όταν, μας είπες, σου έδωσαν στο μέτωπο το γαλόνι του ανθυπολοχαγού, τους το αρνήθηκες ευγενικά: «Δεν τα θέλω εγώ τα γαλόνια, εγώ θέλω να πολεμήσω και άμα τελειώσει ο πόλεμος να ξαναγυρίσω στη δουλειά και στο σπίτι μου».
- Το έκανες λοιπόν στρατιώτη Γιώργο ή Γούλα και μετά από τόσα χρόνια σε ανακαλύψαμε και μεις...